Άγιος Νικόλαος του Πσκωφ, 28 Φεβρουαρίου
Ο Άγιος Νικόλαος καταγόταν από τη Ρωσία και ήταν διά Χριστόν σαλός. Έζησε στην πόλη Πσκωφ κατά τους χρόνους της βασιλείας του τσάρου Ιβάν του Τρομερού και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1576 μ.Χ.
ΒιογραφίαΟ Όσιος Νικόλαος του Πσκοφ έζησε ως διά Χριστόν σαλός για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Πολύ πριν από τον θάνατό του απέκτησε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και έλαβε το χάρισμα της θαυματουργίας και της προφητείας. Οι κάτοικοι του Πσκοφ τον αποκαλούσαν Μικούλα [Μικόλα, Νικόλα] ο Σαλός. Ακόμη και όσο ζούσε, τον τιμούσαν ως άγιο και τον αποκαλούσαν Μικούλα ο Όσιος.
Τον Φεβρουάριο του 1570, μετά από μια καταστροφική εκστρατεία εναντίον του Νόβγκοροντ, ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός κινήθηκε προς το Πσκοφ, υποπτευόμενος τους κατοίκους για προδοσία. Όπως αναφέρει ο χρονικογράφος του Πσκοφ, «ο Τσάρος ήλθε... με μεγάλη αγριότητα, σαν ένα λιοντάρι που βρυχάται, για να κατασπαράξει αθώους ανθρώπους και να χύσει πολύ αίμα».
Το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, όλη η πόλη προσευχόταν να σωθεί από την οργή του Τσάρου. Όταν ο Ιβάν άκουσε τον ήχο της καμπάνας για τον Όρθρο στο Πσκοφ, η καρδιά του μαλάκωσε, καθώς διάβασε την επιγραφή στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τρυφερότητας του Λιούμπιατοφ (εορτάζει στις 19 Μαρτίου) στη Μονή του Αγίου Νικολάου (εκεί κοντά στρατοπέδευε ο στρατός του). «Να είστε εύσπλαχνοι», είπε στους στρατιώτες του. «Στομώστε τα ξίφη σας στις πέτρες και σταματήστε τη σφαγή».
Όλοι οι κάτοικοι του Πσκοφ βγήκαν στους δρόμους και κάθε οικογένεια γονάτισε μπροστά στην πύλη του σπιτιού της, κρατώντας ψωμί και αλάτι για να υποδεχθεί τον Τσάρο. Σε έναν από τους δρόμους, ο Όσιος Νικόλαος έτρεξε προς τον Τσάρο καβαλώντας ένα ξύλο σαν άλογο και φώναξε: «Ιβανούσκο, Ιβανούσκο, φάε το ψωμί και το αλάτι μας και όχι το χριστιανικό αίμα».
Ο Τσάρος έδωσε εντολή να συλλάβουν τον σαλό, αλλά εκείνος εξαφανίστηκε.
Παρόλο που είχε απαγορεύσει στους άνδρες του να σκοτώσουν, ο Ιβάν σχεδίαζε ακόμα να λεηλατήσει την πόλη. Παρευρέθηκε σε μια παράκληση στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος, προσκύνησε τα λείψανα του Αγίου Πρίγκιπα Βσεβολόντ-Γαβριήλ (εορτάζει στις 11 Φεβρουαρίου) και εξέφρασε την επιθυμία να λάβει την ευλογία του Οσίου Νικολάου. Ο Άγιος τον προειδοποίησε «με πολλά τρομερά λόγια» να σταματήσει τη σφαγή και να μην λεηλατήσει τους ιερούς ναούς. Ο Ιβάν όμως δεν τον άκουσε και έδωσε εντολή να αφαιρέσουν την καμπάνα του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Τριάδος. Τότε, όπως προφήτευσε ο Άγιος, το καλύτερο άλογο του Τσάρου έπεσε νεκρό.
Ο Όσιος προσκάλεσε τον Τσάρο να επισκεφθεί το κελί του κάτω από το καμπαναριό. Όταν ο Ιβάν έφτασε, ο Άγιος του είπε: «Ησύχασε, έλα μέσα και πιες νερό από εμάς, δεν υπάρχει λόγος να το αποφεύγεις». Έπειτα, του πρόσφερε ένα κομμάτι ωμό κρέας.
«Είμαι χριστιανός και δεν τρώω κρέας κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής», είπε ο Ιβάν.
«Μα πίνεις ανθρώπινο αίμα», απάντησε ο Άγιος.
Τρομοκρατημένος από την εκπλήρωση της προφητείας του Αγίου και ελεγχόμενος για τα εγκλήματά του, ο Ιβάν ο Τρομερός διέταξε να σταματήσει η λεηλασία και έφυγε από την πόλη. Οι Οπρίτσνικοι, βλέποντας αυτό, έγραψαν: «Ο πανίσχυρος τύραννος... έφυγε νικημένος και ντροπιασμένος, διωγμένος σαν από έναν εχθρό. Έτσι ένας φτωχός ζητιάνος τρομοκράτησε και έδιωξε τον Τσάρο με το πλήθος των χιλίων στρατιωτών του».
Ο Όσιος Νικόλαος εκοιμήθη στις 28 Φεβρουαρίου 1576 και ενταφιάστηκε στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος, την πόλη που έσωσε. Τέτοιες τιμές είχαν δοθεί μόνο στους πρίγκιπες του Πσκοφ και αργότερα στους επισκόπους.
Η τοπική τιμή του Αγίου ξεκίνησε πέντε χρόνια μετά την κοίμησή του. Το 1581, κατά την πολιορκία του Πσκοφ από τα στρατεύματα του Πολωνού βασιλιά Στέφανου Μπάτορι, η Θεοτόκος εμφανίστηκε στον σιδερά Δωρόθεο μαζί με πολλούς αγίους του Πσκοφ που προσεύχονταν για την πόλη. Ανάμεσά τους ήταν και ο Όσιος Νικόλαος (η αφήγηση για την εικόνα της Παναγίας του Πσκοφ-Προστασίας βρίσκεται στις 1 Οκτωβρίου).
Στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος τιμούνται ακόμα τα λείψανα του Οσίου Νικολάου του Πσκοφ, ο οποίος «σαλός εν σαρκί υπήρξεν, και δια της σαλότητος ταύτης εγένετο πολίτης της ουρανίου Ιερουσαλήμ» (Τροπάριο). Επίσης, «μετέβαλε τις άγριες σκέψεις του Τσάρου σε έλεος» (Κοντάκιο).





