Όσιος Σάββας ἐκ Σικελίας, 5 Φεβρουαρίου
Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα μ.Χ. στη Σικελία από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Χριστόφορο και την Καλή. Εκάρη Μοναχός στη μόνη του Αγίου Φιλίππου, όπου μόναζαν ο πατέρας του, Χριστόφορος, και ο αδελφός του, Μακάριος. Όταν έγινε η επιδρομή των Σαρακηνών στη Σικελία ο Άγιος με τον πατέρα του και τον αδελφό του κατέφυγε στην Καλαβρία και εκεί ίδρυσε την μόνη των Αρχαγγέλων, στην οποία έγινε και ηγούμενος. Αλλά και πάλι αναγκάστηκε να φύγει από τη μόνη λόγω της επιδρομής των Σαρακηνών στην περιοχή της Καλαβρίας. Έτσι, κατέφυγε σε περιοχή κοντά στον ποταμό Σίγνιο, όπου ίδρυσε την μόνη του Αγίου Λαυρεντίου. Μετά την κοίμηση του πατέρα του της, ο Όσιος ανέλαβε τη διοίκηση της μόνης. Η Αγιότητα του βίου του τον κατέστησε γνωστό σε όλη την Ιταλία, γι' αυτό και επονομάστηκε Σάββας ο νεότερος.
Ο Όσιος Σάββας κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 995 μ.Χ.
Βιογραφία
Ο Άγιος Σάββας γεννήθηκε στο Κολεζάνο της Σικελίας στο πρώτο μισό του δέκατου αιώνα από ευσεβείς γονείς, τον Χριστόφορο και την Κάλη. Ο πατέρας του εκάρη μοναχός στη Μονή του Αγίου Φιλίππου του Αγυρινού, ενώ η μητέρα του ίδρυσε μια μονή για γυναίκες. Αφού ο πατέρας του αποσύρθηκε σε ερημητήριο μαζί με τον αδελφό του, Μακάριο τον Νεότερο, ο Σάββας τους ακολούθησε και εκάρη μοναχός στη Μονή του Αγίου Φιλίππου του Αγυρινού, όπου οικοδόμησαν έναν ναό αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Η συνεχής προέλαση των Αράβων στην ανατολική Σικελία και ο λιμός των ετών 940-941 ανάγκασαν ολόκληρη την οικογένεια να αναζητήσει καταφύγιο στην Καλαβρία. Αρχικά, ο Σάββας έμεινε με συγγενείς στην Καρόνια· αργότερα, συνοδευόμενος από τον αδελφό του Μακάριο, επισκέφθηκε τη βόρεια Καλαβρία, όπου ίδρυσε τη Μονή των Αρχαγγέλων στη Σκαλέα, καθώς και τη Λουκανία, και τελικά εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Μερκουρίου γύρω στο 940, στα σύνορα μεταξύ Καλαβρίας και Λουκανίας. Στη συνέχεια, μετακινήθηκε προς το Λατινιάνο και το Σαλέρνο λόγω των αραβικών επιδρομών, οικοδομώντας μικρές εκκλησίες και μοναστήρια όπου κι αν πήγαινε. Το 982, στην Ατράνι της Ακτής Αμάλφι, αποσύρθηκε σε μια σπηλιά. Οκτώ χρόνια αργότερα, ίδρυσε τη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου στο Σαλέρνο, όπου ο πατέρας του υπηρέτησε ως ηγούμενος. Μετά την κοίμησή του στις 17 Δεκεμβρίου 990, ανέλαβε ο ίδιος την ηγουμενία.
Αυτό δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Δούκας Μάνσος Α΄ του Αμάλφι ζήτησε τη βοήθεια του Σάββα για να μεταβεί στη Ρώμη, ώστε να παρακαλέσει την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ, η οποία προσωρινά κατείχε το σκήπτρο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για λογαριασμό του συζύγου της Όθωνα Β΄, να απελευθερώσει τον γιο του Μάνσου, που κρατούσε όμηρο ο Όθωνας. Ο Σάββας πήγε λοιπόν στη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στη Μονή του Αγίου Καισαρίου στο Παλατίνο. Μετά από αρκετές συναντήσεις με την Αυτοκράτειρα, κατάφερε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση του γιου του Δούκα. Ωστόσο, σύντομα ασθένησε και εκοιμήθη στη Μονή του Αγίου Καισαρίου στη Ρώμη στις 6 Φεβρουαρίου 995 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, το 991). Στην κηδεία του, που τελέστηκε στον ναό δίπλα στη Μονή, όπου βρίσκονται σήμερα τα λείψανά του, παρευρέθηκε η Αυτοκράτειρα Θεοφανώ.
Ο Άγιος Σάββας ήταν μεγάλος θαυματουργός, και η ζωή του περιγράφει πολλά από τα θαύματά του. Η βιογραφία του διασώζεται σε ένα χειρόγραφο του 12ου αιώνα, γραμμένο από τον Ορέστη, Πατριάρχη Ιεροσολύμων (986-1006), ο οποίος πέρασε κάποιο διάστημα στην Καλαβρία ως μοναχός και ισχυρίζεται ότι γνώριζε προσωπικά τον Σάββα. Πιθανότατα έγραψε τον βίο του μεταξύ 991 και 1006.
Στην Ιταλία, ο Άγιος Σάββας είναι γνωστός ως San Saba il Giovane ή San Saba di Collesano, ενώ στα αγγλικά το όνομά του αποδίδεται συνήθως ως Sabas ή Sabbas.


