Δολοφονία του Γεωργίου Α' της Ελλάδας από τον Αλέξανδρο Σχινά, 5 Μαρτίου 1913
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας δολοφονήθηκε αργά το απόγευμα της 18ης Μαρτίου 1913 στην Θεσσαλονίκη, από έναν Σερραίο θωρούμενο αναρχικό ονόματι Αλέξανδρος Σχινάς.
Πορτρέτο του Σχινά, που δημοσιεύθηκε στους Νιου Γιορκ Τάιμς (13 Απριλίου 1913).
Την ημέρα της δολοφονίας, ο Βασιλιάς Γεώργιος ήταν στη Θεσσαλονίκη, που πρόσφατα είχε απελευθερωθεί από τους Οθωμανούς από τον γιο του, Πρίγκιπα Κωνσταντίνο. Μετά από 50 χρόνια βασιλείας, ο Γεώργιος, νιώθοντας αδύναμος, σχεδίαζε να παραιτηθεί κατά τη διάρκεια του επερχόμενου Χρυσού Ιωβηλαίου του τον Οκτώβριο. Το απόγευμα έκανε την καθημερινή του βόλτα στους δρόμους της πόλης, με ελάχιστη προστασία, όπως έκανε στην Αθήνα καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Περίπου στις 5:15 μ.μ. κοντά στον Λευκό Πύργο, ο Αλέξανδρος Σχινάς τον πυροβόλησε με ένα περίστροφο. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά πέθανε πριν την άφιξή του. Για να αποφευχθεί δυσαρέσκεια των Ελλήνων προς τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που κατοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από Σλάβους, οι αρχές αρνήθηκαν οποιοδήποτε πολιτικό κίνητρο για την βασιλοκτονία, αποδίδοντάς την στον Σχινά, που περιγράφηκε ως αλκοολικός και ψυχικά ασταθές άτομο. Ο Σχινάς συνελήφθη από την Ελληνική Χωροφυλακή, τέθηκε υπό κράτηση και ανακρίθηκε, αλλά σκοτώθηκε από εκπαραθύρωση στις 6 Μαΐου 1913.
Η σορός του Βασιλιά μεταφέρθηκε με τη βασιλική θαλαμηγό Αμφιτρίτη στην Αθήνα, καλύφθηκε με Ελληνική και Δανική σημαία, τοποθετήθηκε στην Μητρόπολη και εκτέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα πριν ενταφιαστεί στους κήπους του βασιλικού παλατιού στο Τατόι. Ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος διαδέχθηκε τον πατέρα του τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σηματοδοτώντας την αρχή μιας περιόδου μεγάλης αστάθειας για την Ελλάδα και το Στέμμα. Ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον δεύτερο γιο του, Αλέξανδρο, μετά από μόλις τέσσερα χρόνια βασιλείας, εξορίστηκε και ανέκτησε το θρόνο του μόλις το 1920. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί μόνιμα το 1922, αυτή τη φορά υπέρ του μεγαλύτερου γιου του, Γεωργίου Β΄, μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο και την Μικρασιατική Καταστροφή.
Μετά από Οθωμανική κυριαρχία αιώνων, από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1820, η Ελλάδα απέκτησε ανεξαρτησία μετά την Επανάσταση του 1821, με την υποστήριξη της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Βαυαρός Πρίγκιπας Όθωνας του Βίτελσμπαχ ορίστηκε ο μονάρχης του νέου Βασιλείου της Ελλάδας. Το 1862 ο βασιλιάς Όθωνας ανατράπηκε και επιλέχθηκε από τις «προστάτιδες δυνάμεις» ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος της Δανίας, ο οποίος ήταν 17 ετών εκείνη την εποχή, ως διάδοχός του. Ο διορισμός του εγκρίθηκε από την Ελληνική Εθνοσυνέλευση και ανακηρύχθηκε «βασιλεύς των Ελλήνων» με το όνομα Γεώργιος Α΄, στις 30 Μαρτίου 1863.
Η «Μεγάλη Ιδέα» η αλυτρωτική ιδεολογία της ανάκτησης των υπό οθωμανικό έλεγχο ελληνικών εδαφών στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οδήγησε την Ελλάδα να ανακτήσει την Θεσσαλία με τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (1881). Ακολούθησε ωστόσο η ταπεινωτική ήττα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, με επικεφαλής τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο, τον μεγαλύτερο γιο του βασιλιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας τον επόμενο χρόνο και από στρατιωτικό πραξικόπημα το 1909, που είχε ως αποτέλεσμα την πρωθυπουργοποίηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος αναδιοργάνωσε τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και παραγκώνισε τον Κωνσταντίνο σε τιμητική θέση. Τον Οκτώβριο του 1912, όταν Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο σύμμαχοι της Ελλάδας στον Βαλκανικό Συνασπισμό, κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο βασιλιάς είδε την ευκαιρία να αποκαταστήσει τη φήμη της Ελλάδας μετά την ήττα της δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.
Οι πρώτες νίκες του πρώτου βαλκανικού πολέμου προκάλεσαν διαιρέσεις μεταξύ των συμμάχων για τα λάφυρα, ιδιαίτερα το λιμάνι της Θεσσαλονίκης (δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στα Οθωμανικά Βαλκάνια μετά την Κωνσταντινούπολη), πρωτεύουσα των Βαλκανίων από γεωγραφική και οικονομική άποψη. Στις αρχές Νοεμβρίου, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη πριν από τους Βούλγαρους συμμάχους τους. Ο Κωνσταντίνος οδήγησε το στρατό μέσα από την πόλη και δέχτηκε την παράδοση των Οθωμανών στο Διοικητήριο. Οι Έλληνες γιόρτασαν την απελευθέρωση της πόλης. Ο Γεώργιος Α' και ο Βενιζέλος έσπευσαν στη Θεσσαλονίκη για να στηρίξουν τον Μακεδονικό Αγώνα και να οργανώσουν φιέστα νίκης κατά το επερχόμενο Χρυσό Ιωβηλαίο του βασιλιά. Την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ακολούθησε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μπιζανίου στις αρχές Μαρτίου του 1913.
Όταν δολοφονήθηκε στις 18 Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος Α΄ βασίλευσε για σχεδόν 50 χρόνια. Ήταν ένας δημοφιλής βασιλιάς που αγκάλιασε τη «Μεγάλη Ιδέα» περισσότερο από ποτέ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και έφτασε στο αποκορύφωμα του κύρους του μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Δολοφονία
Επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη δημοτικότητά του για να εδραιώσει τη δυναστεία του, ο Γεώργιος αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του, Πρίγκιπα Κωνσταντίνου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, ο βασιλιάς ανακοίνωσε στην οικογένειά του την πρόθεσή του να παραιτηθεί κατά το επερχόμενο Χρυσό Ιωβηλαίο τον Οκτώβριο. Ανέφερε την φθίνουσα δύναμη του ως τον λόγο για την απόφασή του και πίστευε ότι ο Κωνσταντίνος, με την ιδανική ηλικία και το ανάστημά του, ήταν έτοιμος να αναλάβει τον θρόνο.
Στις 18 Μαρτίου 1913, ο βασιλιάς Γεώργιος έκανε τη συνήθη απογευματινή του βόλτα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με τον υπασπιστή του, Ιωάννη Φραγκούδη. Κινούνταν σχεδόν απροστάτευτος, όπως έκανε στην Αθήνα από την αρχή της βασιλείας του. Παρά τις συμβουλές των συμβούλων του, ο βασιλιάς προτιμούσε ελάχιστη προστασία, επιτρέποντας μόνο σε δύο χωροφύλακες να τον ακολουθούν σε απόσταση. Περπατούσαν κοντά στον Λευκό Πύργο και συζητούσαν την επικείμενη επίσκεψη του βασιλιά στο Γερμανικό θωρηκτό Γκαίμπεν. Ωστόσο, καθώς έφτασαν στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Όλγας και Αγίας Τριάδας, τους προσέγγισε απροσδόκητα ο Αλέξανδρος Σχινάς, ένας θεωρούμενος αναρχικός, περίπου 43 ετών.
Γύρω στις 5:15 μ.μ. ο Σχινάς πυροβόλησε τον βασιλιά εξ επαφής από πίσω με ένα περίστροφο. Σύμφωνα με τους Νιου Γιορκ Τάιμς, ο Σχινάς είχε κρυφτεί και πλησίασε γρήγορα για να πυροβολήσει τον βασιλιά. Μια άλλη αφήγηση τον απεικονίζει να βγαίνει από ένα τουρκικό καφέ, το Πασά Λιμάν, μεθυσμένος και αναμαλλιασμένος, και να πυροβολεί τον Γεώργιο καθώς αυτός περνούσε. Η σφαίρα χτύπησε την καρδιά του βασιλιά, οδηγώντας στην κατάρρευση του. Ο μονάρχης μεταφέρθηκε στη συνέχεια με άμαξα στο πλησιέστερο στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά υπέκυψε στα τραύματα του πριν την άφιξή του, σε ηλικία 67 ετών.
Οι Νιου Γιορκ Τάιμς ανέφεραν τα τελευταία λόγια του Γεωργίου Α: «αύριο, όταν κάνω την επίσημη επίσκεψή μου στο θωρηκτό Γκαίμπεν, το γεγονός ότι ένα γερμανικό θωρηκτό τιμά έναν Έλληνα βασιλιά εδώ στη Θεσσαλονίκη θα με γεμίσει ευτυχία και ικανοποίηση.» Ωστόσο, ο βιογράφος του βασιλιά, ο Λοχαγός Γουόλτερ Κρίστμας, αναφέρει τα τελευταία του λόγια ως εξής:«Δόξα τω Θεώ, ο Κρίστμας μπορεί τώρα να τελειώσει το έργο του με ένα κεφάλαιο για τη δόξα της Ελλάδας, του Πρίγκιπα Διαδόχου και του στρατού».
Ο Αλέξανδρος Σχινάς δεν επιχείρησε να διαφύγει και συνελήφθη αμέσως από τον Ιωάννη Φραγκούδη, ενώ επιπλέον χωροφύλακες κατέφτασαν άμεσα από ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα. Ο Σχινάς φέρεται να ζήτησε από τους αστυνομικούς να τον προστατεύσουν από το πλήθος που τον περιέβαλλε. Ο Πρίγκιπας Νικόλαος, ο τρίτος γιος του βασιλιά Γεωργίου, ενημερώνεται γρήγορα για το γεγονός και τρέχει στο νοσοκομείο. Ως το μοναδικό μέλος της βασιλικής οικογένειας που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, είναι αυτός που ενημερώνει τον νέο μονάρχη για το θάνατο του πατέρα τους. Πράγματι, ο διάδοχος Κωνσταντίνος βρίσκεται στην Ήπειρο εκείνη την εποχή, διοικώντας το στράτευμα που μόλις είχε καταλάβει τα Ιωάννινα, με τον αδελφό του, Πρίγκιπα Χριστόφορο.
Εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις
Αμέσως μετά τη δολοφονία, η Ελλάδα αρνήθηκε να αποδώσει πολιτικό κίνητρο στην πράξη του Σχινά. Γνωρίζοντας ότι η δολοφονία του βασιλιά σε μια πόλη που κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από Σλάβους θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις εντάσεις με τη Βουλγαρία, οι ελληνικές αρχές στόχευσαν ορισμένους Μουσουλμάνους και Εβραίους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, τους οποίους θεωρούσαν υπεύθυνους. Για να ειρηνεύσει την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση τελικά ανακοίνωσε ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας, περιγράφοντας τον Αλέξανδρος Σχινάς ως άτομο «χαμηλής νοημοσύνης», «εκφυλισμένο εγκληματία» και «θύμα αλκοολισμού». Αυτό το «επίσημο αφήγημα» οδήγησε στην ευρέως αποδεκτή απεικόνιση του Σχινά, που τον αποδίδει ως αλκοολικό και άστεγο, με το κίνητρό του για τη δολοφονία του βασιλιά να αποδίδεται σε ψυχική ασθένεια αντί για πολιτικούς λόγους. Στη συνέχεια, οι αρχές προσπάθησαν να υποδείξουν ότι ήταν πράκτορας που ενεργούσε για λογαριασμό ξένης δύναμης (της Βουλγαρίας, Γερμανίας, ή Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) χωρίς όμως αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς αυτούς.
Ο Αλέξανδρος Σχινάς μετά τη σύλληψή του (1913).
Τα νέα για την δολοφονία του Γεωργίου Α΄ σόκαραν βαθιά την Ελλάδα. Στην Αθήνα, οι εφημερίδες τυπώνονταν με μαύρα πλαίσια και έφεραν επαινετικά άρθρα για τον αποθανόντα μονάρχη. Όλοι οι Υπουργοί εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους στη βασίλισσα Όλγα, χήρα του Γεωργίου Α΄, η οποία ήταν στην Αθήνα όταν δολοφονήθηκε ο σύζυγός της, και στην οποία έφεραν τα δυσάρεστα νέα ο γιος της Ανδρέας, η νύφη της Αλίκη και ο εγγονός της Γεώργιος. Στις 19 Μαρτίου, την επόμενη μέρα μετά τη δολοφονία του βασιλιά, όλα τα δημόσια ιδρύματα έκλεισαν, αναρτήθηκαν μεσίστιες σημαίες, ενώ κανονιοβολισμοί σε τακτά χρονικά διαστήματα υποδήλωναν το εθνικό πένθος και καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Εν τω μεταξύ, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο την ανάρρηση στο θρόνο του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Τις ώρες και τις ημέρες που ακολούθησαν την είδηση, ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ έλαβε συλλυπητήρια τηλεγραφήματα από μονάρχες και αρχηγούς κρατών παγκοσμίως. Στο Βερολίνο, ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄, κουνιάδος του νέου βασιλιά, διέταξε τρεις εβδομάδες πένθος της Αυλής, και όλοι οι αξιωματικοί του Αυτοκρατορικού Ναυτικού τήρησαν οκταήμερο πένθος. Στο Λονδίνο, ο θάνατος του Γεωργίου Α΄ επηρέασε βαθιά τη Βασίλισσα χήρα Αλεξάνδρα, αδελφή του αποθανόντα μονάρχη, η οποία λιποθύμησε. Ο αγγλόφωνος Τύπος σημείωσε τους διαδοχικούς θανάτους που επηρέασαν τη Βασίλισσα από το θάνατο του συζύγου της Βασιλιά Εδουάρδου το 1910. Στις Βρυξέλλες, η Αυλή τήρησε πένθος εικοσιμίας ημερών, ενώ στο Παρίσι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ρεϋμόν Πουανκαρέ και ο Πρωθυπουργός Αριστίντ Μπριάν έστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Γαλλικός τύπος καταδίκασε ομόφωνα την επίθεση. Στις στήλες του Le Figaro, την επομένη της δολοφονίας του βασιλιά των Ελλήνων, ο δημοσιογράφος Ζορζ Μπουρντόν έγραψε: «ο θάνατος αυτού του σπάνιου μονάρχη είναι μια μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα, η οποία δεν θα είναι μόνη της στα αισθήματα πικρίας. Σε όλο τον κόσμο έχει φίλους που, στη θλίψη της, συμμετέχουν στο πένθος της».
Η δολοφονία του Γεωργίου Α΄ θυμίζει άλλες επιθέσεις εναντίον μοναρχών και πολιτικών προσωπικοτήτων στα τέλη του 19ου και του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του βασιλιά Ουμβέρτου Α΄ της Ιταλίας το 1900, της Αυτοκράτειρας Σίσι το 1898, του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαντί Καρνό το 1894 και του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄ της Ρωσίας το 1881.
Προφίλ του Αλέξανδρου Σχινά
Αν και Αλέξανδρος Σχινάς θεωρείται ένας από τους πιο διάσημους αναρχικούς δολοφόνους των αρχών του 20ού αιώνα, ωστόσο το προφίλ του παραμένει ασαφές, όπως και αυτό άλλων διαβόητων δολοφόνων όπως ο Λουίτζι Λουκένι (δολοφόνου της Αυτοκράτειρας Σίσι της Αυστρίας) ή ο Λέων Τσόλγκος (δολοφόνου του Προέδρου των ΗΠΑ Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ). Διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που διαδόθηκαν από τις ελληνικές αρχές έχουν υπονοήσει ότι ο Σχινάς μπορεί να ήταν πράκτορας των Οθωμανών, των Βουλγάρων, της Διπλής Συμμαχίας (Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας), ή Σλαβομακεδόνων εθνικιστών. Ωστόσο, δεν έχουν προκύψει συγκεκριμένα στοιχεία που να στηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς και καμία εθνικιστική ομάδα δεν ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η δολοφονία διέκοψε την εύθραυστη ειρήνη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, και ότι ο βασιλιάς Γεώργιος είχε ήδη σχεδιάσει να παραιτηθεί υπέρ του Κωνσταντίνου στο επερχόμενο Χρυσό του Ιωβηλαίο, οπότε τυχόν παρέμβαση της Διπλής Συμμαχίας για να εξασφαλίσει την διαδοχή στο θρόνο ήταν περιττή.
Η κυβέρνηση της Ελλάδας αρχικά αρνήθηκε οποιοδήποτε πολιτικό κίνητρο για την βασιλοκτονία, αλλά κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στη φυλακή, σε ερώτηση δημοσιογράφου προς τον Αλέξανδρο Σχινά, «είσαι αναρχικός;», αυτός απαντά:
«Όχι, όχι! Δεν είμαι αναρχικός, αλλά σοσιαλιστής. Ασπάστηκα το σοσιαλισμό ενώ σπούδαζα ιατρική στην Αθήνα. Συνέβη σταδιακά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Πιστεύω ότι όλα τα καλά και μορφωμένα άτομα είναι σοσιαλιστές. Για μένα, η φιλοσοφία της ιατρικής είναι συνυφασμένη με τον σοσιαλισμό.»
Άλλες θεωρίες σχετικά με τους λόγους της δολοφονίας ακολούθησαν να αναφύονται. Μερικοί υποστήριξαν ότι ήταν μια πράξη εκδίκησης εναντίον του βασιλιά, ο οποίος φέρεται να αρνήθηκε ένα αίτημα κυβερνητικής βοήθειας από τον Σχινά το 1911. Μια άλλη θεωρία είναι ότι ο Σχινάς έχασε μια σημαντική κληρονομιά στο χρηματιστήριο και ήταν σε κακή σωματική και ψυχική υγεία πριν από την επίθεση. Ένα άρθρο στους Νιου Γιορκ Τάιμς το 1914 σχετικό με τις πολιτικές δολοφονίες της εποχής, δεν αναφέρει τον Σχινά μεταξύ των «αναρχικών που πιστεύουν σε μαχητικές τακτικές». Ωστόσο, περιγράφει τον δολοφόνο του Γεωργίου Α' ως έναν «πιθανώς ημίτρελο».
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Σχινάς αποδίδει τις πράξεις του σε «παραισθήσεις» που προκαλούνται από φυματίωση:
«Το βράδυ, ξυπνούσα νιώθοντας ότι έχανα το μυαλό μου. Είχα μια συντριπτική επιθυμία να καταστρέψω τον κόσμο και να βλάψω τους πάντες γιατί έβλεπα την κοινωνία ως εχθρό μου. Ήταν καθαρά τυχαίο που συνάντησα τον βασιλιά σε αυτή την ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Αν είχα συναντήσει την αδερφή μου εκείνη τη μέρα, θα ήμουν πρόθυμος να κάνω και σε εκείνη κακό.»
Ο Σχινάς βασανίστηκε και υποβλήθηκε σε εξετάσεις κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αλλά αρνήθηκε να κατονομάσει τυχόν συνεργούς. Σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή, ενημέρωσε τη Βασίλισσα Όλγα σε ιδιωτική του συνάντηση μαζί της. Η εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι ο Σχινάς έκανε δηλώσεις μετά τη σύλληψή του, αλλά δυστυχώς οι καταγραφές χάθηκαν σε πυρκαγιά στο πλοίο που τις μετέφερε στον Πειραιά. Σε συνέντευξή του στη φυλακή, ο Σχινάς αρνείται επίσης κάθε προμελέτη.
Στις 6 Μαΐου 1913, έξι εβδομάδες μετά τη σύλληψή του, ο Αλέξανδρος Σχινάς πέθανε πέφτοντας από το παράθυρο του ανακριτή στα γραφεία της Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη. Οι αρχές ισχυρίστηκαν ότι ο Σχινάς, ο οποίος δεν ήταν δεμένος με χειροπέδες, εκμεταλλεύτηκε μια στιγμή απόσπασης της προσοχής από τους φρουρούς του για να τρέξει και να πηδήξει από το παράθυρο, πέφτοντας από ύψος εννέα μέτρων. Κάποιοι εικάζουν ότι ο Σχινάς αυτοκτόνησε για να αποφύγει περαιτέρω βασανιστήρια και αργό θάνατο από φυματίωση, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να τον πέταξαν έξω από το παράθυρο οι χωροφύλακες για να τον φιμώσουν. Μετά το θάνατό του, το αυτί και το χέρι του ακρωτηριάστηκαν για σκοπούς ταυτοποίησης, διατηρήθηκαν, και αργότερα εκτέθηκαν στο Μουσείο εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τον 21ο αιώνα, ο Σχινάς συχνά περιγράφεται ως αναρχικός που καθοδηγήθηκε από πολιτικά κίνητρα. Ωστόσο, το 2014, ο Μάικλ Νιούτον παρείχε μια πιο εκλεπτυσμένη προοπτική, τονίζοντας ότι τα βασανιστήρια που υπέστη ο Σχινάς κατά τη διάρκεια της κράτησής του οδήγησαν σε μια «συγκεχυμένη ομολογία που συνδυάζει αναρχικές πεποιθήσεις με έναν ισχυρισμό βασιλοκτονίας λόγω οικονομικής διαμάχης.» Ομοίως, το 2018, ο Μάικλ Κεμπ αμφισβήτησε τη σχέση του Σχινά με τον αναρχισμό ή την έμπρακτη προπαγάνδα, σημειώνοντας ότι οι όροι «σοσιαλισμός» και «αναρχισμός» είχαν διαφορετική χρήση εκείνη την εποχή. Οι αναφορές περί αιτήματος κυβερνητικής βοήθειας ή χαμένων επενδύσεων στο χρηματιστήριο δεν ευθυγραμμίζονται με τις θεωρίες σοσιαλιστικών ή αναρχικών του τάσεων. Ο Κεμπ υποδηλώνει ότι ο Σχινάς, αντί να είναι μέρος μιας μεγαλύτερης πολιτικής ή κρατικής συνωμοσίας, μπορεί να ήταν ένα προβληματικό άτομο, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά άρρωστος, που επιδίωκε να ξεφύγει από τις σκληρές πραγματικότητες των αρχών του 20ου αιώνα.
Μεταφορά και κηδεία στην Αθήνα
Μετά την επίθεση, η σορός του μονάρχη ταριχεύθηκε και τοποθετήθηκε σε μικρό δωμάτιο κοντά στην είσοδο του Νοσοκομείου. Το βράδυ της δολοφονίας, το σώμα μεταφέρθηκε από το νοσοκομείο στο παλάτι. Η σορός καλύφθηκε με Ελληνική Σημαία και τοποθετήθηκε σε φορείο, το οποίο μεταφέρθηκε εναλλάξ από τον Πρίγκηπα Νικόλαο, υπασπιστές του βασιλιά, ανώτερους αξιωματικούς, πολιτικές και θρησκευτικές αρχές. Η πομπή πέρασε από τον τόπο της δολοφονίας πριν φτάσει στο παλάτι στις 10 μ.μ. Ένα τάγμα απέδωσε τιμές και η σορός τοποθετήθηκε σε ένα σαλόνι στον ημιώροφο. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (Αλεξιάδης) τέλεσε τρισάγιο, ενώ πολιτικές και στρατιωτικές αρχές πέρασαν σιωπηλά από το φέρετρο του μονάρχη.
Η σορός του βασιλιά μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη βασιλική θαλαμηγό Αμφιτρίτη, συνοδευόμενη από ένα στολίσκο πολεμικών πλοίων. Η μεταφορά της σορού έγινε στις 25 Μαρτίου 1913 και σηματοδοτήθηκε από τελετή στη Θεσσαλονίκη. Ξεκινώντας από το παλάτι στις 9 το πρωί, η πομπή, με εύζωνες να σχηματίζοντας την τιμητική φρουρά του αποθανόντος μονάρχη, έφτασε στο λιμάνι περνώντας μέσα από ένα μεγάλο συγκεντρωμένο πλήθος. Το φέρετρο, ντυμένο με την εθνική σημαία με το στέμμα τοποθετημένο στην κορυφή, μεταφέρθηκε πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Μετά το φέρετρο ακολουθούσε η βασιλική οικογένεια, με τους πρίγκηπες και τον νέο βασιλιά να μεταφέρουν το φέρετρο ως τη θαλαμηγό στο λιμάνι. Στη βασιλική θαλαμηγό, ο Μητροπολίτης Γεννάδιος εκφώνησε ομιλία προς τιμήν ενός βασιλιά «που έπεσε στην άσκηση του καθήκοντος». Στη συνέχεια, η Αμφιτρίτη έπλευσε προς τον Πειραιά συνοδευόμενη από τρία ελληνικά αντιτορπιλικά, την ρωσική κανονιοφόρο Ούραλετς, το γερμανικό καταδρομικό Γκαίμπεν, το βρετανικό καταδρομικό Γιάρμουθ, το γαλλικό καταδρομικό Μπρουί, και το ιταλικό καταδρομικό Σαν Τζιόρτζιο.
Με καθυστέρηση λόγω ομίχλης, η Αμφιτρίτη έφτασε στον Πειραιά στις 27 Μαρτίου, λίγο πριν το μεσημέρι. Υψηλοί αξιωματούχοι της αυλής και του Βασιλείου περίμεναν το πλοίο στην αποβάθρα για να αποδώσουν τα σέβη τους στη σορό του μονάρχη, η οποία τοποθετήθηκε σε κιλλίβαντα πυροβόλου, όπως και στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο τραβούσαν Έλληνες ναυτικοί. Ο Κωνσταντίνος Α΄ ακολουθούσε το φέρετρο, του οποίου προπορευόταν η Ιερά Σύνοδος. Η πομπή περιελάμβανε πρίγκηπες, Λουθηρανό πάστορα, υπουργούς, ξένους διπλωμάτες και πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Η Βασίλισσα Όλγα, η χήρα του Γεωργίου, και η Σοφία, σύζυγος του Κωνσταντίνου, μαζί με πριγκίπισσες της βασιλικής οικογένειας, ακολουθούσαν σε άμαξες.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό, το σώμα του μονάρχη τοποθετήθηκε σε λευκή νεκροφόρα με μωβ πλευρικές ταινίες. Καθώς το ειδικό τρένο αναχώρησε για την Αθήνα, ξένα πλοία που αγκυροβολούσαν στον Πειραιά, μαζί με ελληνικά πυροβόλα, εκτέλεσαν κανονιοβολισμούς. Στην Αθήνα, η πομπή κινήθηκε μέσα από ένα τεράστιο πλήθος στο Μητροπολιτικό Ναό. Μετά από τρισάγιο, το φέρετρο, καλυμμένο με τις σημαίες της Ελλάδας και της Δανίας (χώρα γέννησης του Γεωργίου Α΄), εκτέθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου σε τριήμερο δημόσιο προσκύνημα.
Η επίσημη κηδεία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ έγινε στις 2 Απριλίου 1913 στην Αθήνα, μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος. Ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού ήταν βαριά διακοσμημένος με στεφάνια. Το βασιλικό φέρετρο είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού σε μια μικρή μωβ πλατφόρμα, με έξι υπασπιστές του βασιλιά να την φυλάνε. Μεταξύ των ξένων καλεσμένων ήταν αξιοσημείωτες προσωπικότητες όπως ο Πρίγκιπας Φερδινάνδος της Ρουμανίας, ο Πρίγκιπας Βόρις Γ΄ της Βουλγαρίας, ο Πρίγκιπας Ερρίκος της Πρωσίας, ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος της Σερβίας, ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος του Τεκ, ο Πρίγκιπας Βάλντεμαρ της Δανίας (αδελφός του αποθανόντος βασιλιά), ο Πρίγκιπας Ρολλάνδος Βοναπάρτης, ο Διάδοχος Κάρολος της Ισπανίας, ο Μέγας Δούκας Ντμίτρι Κωνσταντίνοβιτς της Ρωσίας (κουνιάδος του αποθανόντος βασιλιά), ο Δούκας Ερνέστος Αύγουστος Β΄ του Κάμπερλαντ (γαμπρός του αποθανόντος βασιλιά), και ο Κόμης Βιττόριο Εμανουέλε του Τορίνο.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, η πομπή κατευθύνθηκε προς το Σταθμός Λαρίσης, από όπου ειδικό τρένο μετέφερε το φέρετρο στο Βασιλικό Παλάτι στο Τατόι. Η ταφή έγινε στους κήπους του παλατιού του Τατοΐου, ένα μέρος που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Γεώργιος Α΄.





