Θαυμαστές ιστορίες για τον Άγιο Δημήτριο

Θαυμαστές ιστορίες για τον Άγιο Δημήτριο

Το μύ­ρο του Α­γί­ου
  Κά­ποι­ος α­σκη­τής που κα­τοι­κού­σε στο ο­ρος Χο­λο­μων­τα, ο­ταν ά­κου­σε πως ο Α­γιος α­να­βλύ­ζει μύ­ρο ά­φθο­νο α­πό τον τά­φο, δεν το πί­στευ­ε και συλλογιζόταν, πως στο μέ­ρος ε­κεί­νο υ­πάρ­χουν και άλ­λοι Α­γιοι οι ό­ποι­οι υ­πέ­μει­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρα μαρ­τύ­ρια για το ό­νο­μα του Χρι­στού, ό­μως δεν ά­νέ­βλυ­σαν μύ­ρο, και αυ­τός για ποι­ο μαρ­τύ­ριο δο­ξά­σθη­κε τό­σο α­πό τον Θε­ό; Ο Θε­ός ό­μως, θέ­λη­σε να τον βε­βαι­ώ­σει, ο­τι η μυ­ρο­βλυ­σί­α εί­ναι α­λή­θεια.
  Μια νύ­χτα, α­φου τε­λεί­ω­σε ο α­σκη­τής την α­κο­λου­θί­α του, έ­πε­σε να κοι­μη­θεί και εί­δεό­τι βρέ­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, και ε­κεί μπρο­στά του βλέ­πει τον άν­θρω­πο ο ό­ποι­ος κρα­τού­σε τα κλει­διά του τά­φου του Α­γί­ου, προς τον ό­ποι­ο ει­πε: Α­νοι­ξε μου να προ­σκυ­νή­σω. Του ά­νοι­ξε και μπή­κε μέ­σα στο κου­βού­κλιο να προ­σκυ­νή­σει, ο­πό­τε εί­δε ό­τι ό­λος ο τά­φος ή­ταν βρεγ­μέ­νος α­πό μύ­ρο και εύ­ω­δί­α­ζε και εί­πε προς τον φύ­λα­κα του τά­φου:
  — Σε πα­ρα­κα­λώ, έ­λα να σκά­ψου­με έ­δω να δού­με ά­πό που έρ­χε­ται το μύ­ρο.
  Του φά­νη­κε ό­τι έ­φε­ραν τα ερ­γα­λεί­α και άρ­χι­σαν να σκά­βουν και βρή­καν έ­να με­γά­λο μάρ­μα­ρο, το ό­ποι­ο σή­κω­σαν με πο­λύ κό­πο και α­μέ­σως φά­νη­κε το σώ­μα του Α­γί­ου φω­τει­νό, α­πό το ό­ποι­ο α­νέ­βλυ­ζε μύ­ρο ά­φθο­νο που χυ­νό­ταν α­πό τις τρύ­πες, τις ό­ποι­ες ά­νοι­ξαν στο σώ­μα του Μάρ­τυ­ρος οι λόγ­χες των δη­μί­ων. Ο α­σκη­τής α­πό τον τρό­μο του, φο­βού­με­νος να μη πνι­γεί, φώ­να­ξε δυ­να­τά:
  — Α­γι­ε Δη­μή­τρι­ε, βο­ή­θα με.
  Με­τά τη φω­νή αυ­τή συ­νήλ­θε και εί­δε, ό­τι ή­ταν βρεγ­μέ­νος α­πό μύ­ρο και αυ­τός και τα εν­δύ­μα­τα του. Α­μέ­σως ο α­σκη­τής ήλ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κη­ρύτ­τοντας το θαύ­μα του Α­γί­ου και δό­ξα­σε τον Θε­ό. Ε­μει­νε στο Να­ό αρ­κε­τές ή­με­ρες και κα­τό­πιν ε­πέ­στρε­ψε στο α­σκη­τή­ριό του, λέ­γον­τας: Μέ­γας, α­λη­θώς, εί­ναι ο Α­γιος Δη­μή­τριος.

  
  
Η λέ­πρα του Μα­ρια­νού
  Στην Αυ­λώ­να ή­ταν κά­ποι­ος άρ­χον­τας, ο Μα­ρια­νός. Αυ­τός λοι­πόν αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά, ώ­στε κιν­δύ­νευ­ε α­πό ώ­ρα σε ώ­ρα να πε­θά­νει. Πολ­λοί για­τροί τον επισκέ­φθη­καν, αλ­λά κα­νείς δεν μπό­ρε­σε να τον θε­ρα­πεύ­σει· έ­πα­σχε α­πό λέ­πρα και α­νέ­δι­δε δυ­σω­δί­α. Κά­ποι­α νύ­χτα του φα­νε­ρώ­θη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του εί­πε: Άν­θρω­πε, για­τί βα­σα­νί­ζε­σαι έ­τσι και ξο­δεύ­εις χρή­μα­τα μά­ται­α; Έ­σύ αλ­λι­ώς δεν μπο­ρείς να θε­ρα­πευ­θείς, μό­νον έ­λα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και πέ­σε μπρο­στά στον τά­φο μου με πί­στη και τό­τε θα δεις την δύ­να­μη του Θε­ου. Πή­γε λοι­πόν ο άρ­χον­τας Μα­ρια­νός στον τά­φο του Α­γί­ου και την νύ­κτα βλέ­πει πά­λι τον Ά­γιο και του φά­νη­κε σαν να πή­ρε λά­δι ά­πό την καν­δή­λα του και τον έ­χρι­σε, κι α­μέ­σως με το χρί­σμα ε­κεί­νο θε­ρα­πεύ­θη­κε.

   
Η θε­ρα­πεί­α του Λε­ον­τί­ου
  Με­τά το θά­να­το του βα­σι­λέ­ως Μα­ξι­μια­νού α­νήλ­θε στο θρό­νο ο Μέ­γας Κων­σταν­τί­νος. Ο Κων­σταν­τί­νος δι­ό­ρι­σε κά­ποι­ο στρα­τη­γό στη Με­γά­λη Βλα­χί­α, που ο­νο­μα­ζό­ταν Λε­όν­τιος. Αυ­τός αρ­ρώ­στη­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τό­σο βα­ριά, ώ­στε προ­τι­μού­σε να πε­θά­νει πα­ρά να ζει. Κα­νέ­νας ια­τρός δεν μπο­ρού­σε να τον θε­ρα­πεύ­σει. Ο­ταν έ­μα­θε ό­μως, ό­τι ο τό­πος στον ό­ποι­ο βρι­σκό­ταν το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου κά­νει θαύ­μα­τα, πη­γε βα­στα­ζό­με­νος στον τά­φο του Α­γί­ου, κι α­μέ­σως, γι­α­τρεύ­θη­κε. Με­τά από αυ­τό ξό­δε­ψε αρ­κε­τά χρή­μα­τα και έ­κτι­σε Να­ό στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, του Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου. Στη συ­νέ­χεια, ό­ταν πή­γε στην Με­γά­λη Βλα­χί­α, θέ­λη­σε να λά­βει μέ­ρος ά­πό το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου και να κτί­σει και ε­κει Να­ό. Ο Α­γιος Δη­μή­τριος πα­ρου­σι­ά­στη­κε στον ύ­πνο του και του εί­πε: Να μη με δι­α­χω­ρί­σεις αλ­λά να με α­φή­σεις α­κέ­ραι­ο στην πα­τρί­δα μου. Τό­τε δεν τόλ­μη­σε να πει­ρά­ξει το λεί­ψα­νο και πή­ρε μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο. Βρή­κε ε­πί­σης το μαν­τή­λι και το δα­χτυ­λί­δι του Α­γί­ου τα ό­ποι­α πή­ρε και έ­θε­σε σ έ­να κι­βώ­τιο. Ο­ταν έ­φθα­σε στον Δού­να­βη, τον βρή­κε πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο και δεν μπο­ρού­σε να πε­ρά­σει, ο­πό­τε α­να­ρω­τι­ό­ταν τι να πρά­ξει. Τη νύ­χτα λοι­πόν πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ο Α­γιος και του ει­πε: Μη λυ­πά­σαι, Λε­όν­τι­ε, αύ­ριο να πά­ρεις το κου­τί το ό­ποι­ο πε­ρι­έ­χει το δα­κτυ­λί­δι και το μαν­δή­λι μου, να το κρα­τάς στα χέ­ρια σου και να πε­ρά­σεις τον πο­τα­μό ά­φο­βα. Το ί­διο να κά­νουν και οι άλ­λοι, τους ο­ποί­ους έ­χεις μα­ζί σου και θα έλ­θε­τε με τη βο­ή­θεια του Θε­ού α­βλα­βείς. Το πρω­ί έ­κα­νε ό­τι πρό­στα­ξε ο Α­γιος και, ά­φου πή­γε στην ε­παρ­χί­α του, έ­κτι­σε ε­κει και άλ­λο Να­ό στο ό­νο­μα του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου.

   
Τα λεί­ψα­να του Α­γί­ου και ο Ι­ου­στι­νια­νός
  Ο μέ­γας βα­σι­λιάς Ι­ου­στι­νια­νός εί­χε α­νε­γεί­ρει τον Να­ό της Α­γί­ας Σο­φί­ας στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, και ή­θε­λε να έ­χει το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου μα­ζί με τα άλ­λα που υ­πήρ­χαν ε­κει. Ε­στει­λε αν­θρώ­πους εμ­πι­στο­σύ­νης του στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να σκά­ψουν τον τά­φο, μέ­χρι να βρουν το σώ­μα του Α­γί­ου, να κό­ψουν έ­να μέ­ρος και να το φέ­ρουν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ε­φθα­σαν οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι με δώ­ρα του βα­σι­λιά προς τον Α­γιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι για την πα­ρα­λα­βή του Α­γί­ου λει­ψά­νου.
  Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς α­πάν­τη­σαν:
  — Έ­μεις δεν τολ­μου­με να κά­νου­με κά­τι τέ­τοι­ο. Λλλα, αν τολ­μά­τε ε­σείς, έ­δώ εί­ναι ο τά­φος.
  Αρ­χι­σαν να σκά­βουν τον τά­φο, ό­ταν δε έ­φθα­σαν κον­τά στη λάρ­να­κα, α­μέ­σως, ω του θαύ­μα­τος!, φω­τιά με­γά­λη ε­ξήλ­θε α­πό ε­κεί και κιν­δύ­νευ­σαν να κα­ούν και α­κού­σθη­κε φω­νή που έ­λε­γε:
  — Πε­ρισ­σό­τε­ρο μη σκά­ψε­τε.
  Μό­λις εί­δαν το θαυ­μα οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι, έ­πε­σαν με τα πρό­σω­πα κα­τά γης και πα­ρα­κα­λου­σαν τον Α­γιο να μην κα­ουν. Υ­στε­ρα ά­πό αρ­κε­τή ώ­ρα ση­κώ­θη­καν και ά­φου πή­ραν μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο του Α­γί­ου, το έ­φε­ραν στο βα­σι­λιά και δι­η­γή­θη­καν το πα­ρά­δο­ξο θαυ­μα.
    


Η πεί­να της πό­λης και ο πλοί­αρ­χος
  Ο­λα τα μέ­ρη μα­στί­ζον­ταν α­πό την πεί­να, ι­δί­ως δε η Θεσ­σα­λο­νί­κη κιν­δύ­νευ­ε να α­φα­νι­σθεί. Ο Μέ­γας Δη­μή­τριος δεν ά­φη­σε την πό­λη να α­φα­νι­σθεί. Κά­ποι­ος πλοί­αρ­χος, ο ό­ποι­ος εμ­πο­ρευ­ό­ταν σι­τά­ρι, φόρ­τω­σε ε­κεί­νο τον και­ρό το πλοί­ο του για να το με­τα­φέ­ρει στην Ευ­ρώ­πη. Τη νύ­κτα λοι­πόν φά­νη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος στον ύ­πνο του και του εί­πε:
  — Το σι­τά­ρι αυ­τό που υ­πο­λο­γί­ζεις να το πας;
  Ο πλοί­αρ­χος ά­πε­κρί­θη:
  — Στην Ευ­ρώ­πη σκο­πεύ­ω να το πά­ω, αν το θέ­λει ο Θε­ός.
  Ο Α­γιος του εί­πε:
  — Α­κου­σε με, να το φέ­ρεις στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και να το που­λή­σεις ο­πως θέ­λεις, δι­ό­τι υ­πάρ­χει πολ­λή πεί­να και α­κρί­βεια. Και πά­ρε α­μέ­σως τρί­α φλου­ριά και φέ­ρε το φορ­τί­ο ε­κεί για να λά­βεις το υ­πό­λοι­πο της α­ξί­ας του. Το πρω­ί ξύ­πνη­σε ο πλοί­αρ­χος και ει­δε στα χέ­ρια του τρί­α φλου­ριά. Ει­πε προς τους άλ­λους ναύ­τες: Α­πό­ψε εί­δα στον ύ­πνο μου έ­ναν νέ­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ό­ποι­ος εί­πε να πά­με το σι­τά­ρι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και να! Μου έ­δω­σε και τρί­α φλου­ριά σαν εγ­γύ­η­ση. Θέ­λε­τε να το πά­με ε­κεί; Δι­ό­τι μου ει­πε πως υ­πάρ­χει με­γά­λη πεί­να στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και πως θα κερ­δί­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα απ ο,τι στην Ευ­ρώ­πη. Στην Ευ­ρώ­πη πη­γαί­νουν και άλ­λα πλο­ϊ­α, έ­νω προς τη Θεσ­σα­λο­νί­κη μό­νο έ­μεις. Οι ναύ­τες προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν να με­τα­φέ­ρουν το σι­τά­ρι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, αλ­λά ο δι­ά­βο­λος, θέ­λων να πα­ρεμ­πο­δί­σει την κα­λο­σύ­νη τον Α­γί­ου, ή­γει­ρε τρι­κυ­μί­α, ώ­στε το πλοί­ο κιν­δύ­νευ­σε δύ­ο φο­ρές να βυ­θι­στεί.
  Ο­μως ο Μέ­γας Δη­μή­τριος, ό­σες φο­ρές κα­τα­λαμ­βά­νον­ταν α­πό την τρι­κυ­μί­α, εμ­φα­νι­ζό­ταν μπρο­στά τους και τους έ­δι­νε θάρ­ρος και φαι­νό­ταν ό­φθαλ­μο­φα­νως στο πέ­λα­γος και τους έ­δεί­κνυ­ε το δρό­μο. Ε­τσι, με τη βο­ή­θεια του Θε­ου έ­φθα­σαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μό­λις ά­κου­σαν οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς ό­τι ήλ­θε πλοί­ο με σι­τά­ρι, δό­ξα­σαν τον Θε­ό και πή­γαν στο λι­μά­νι, ό­που που­λή­θη­κε το σι­τά­ρι, ό­πως ή­θε­λε ο Θε­ός και ο πλοί­αρ­χος. Ο­ταν ο πλοί­αρ­χος δι­η­γή­θη­κε το ό­ρα­μα, οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς γνώ­ρι­σαν πως ή­ταν ο Μέ­γας Δη­μή­τριος, που δι­α­φύ­λα­ξε την πό­λη του.
    

Ο τυ­φλός της Κων­σταν­τι­νού­πο­λης
  Ε­νας άν­θρω­πος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη πη­γε στην Κων­στάν­τι­νού­πο­λη και έ­κει έ­πε­σε σε με­γά­λη α­σθέ­νεια, τυ­φλώ­θη­κε και περ­πα­τού­σε μέ­σα στην πό­λη σκον­τά­φτον­τας α­πό τό­πο σε τό­πο και γυ­ρεύ­ον­τας γι­α­τρεί­α. Θυ­μή­θη­κε τον με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο, και δεν έ­παυ­ε να πα­ρα­κα­λεί τον ά­γιο νύ­κτα και ή­μέ­ρα, και έ­λε­γε: Μα­κα­ρί να ή­μουν στην πα­τρί­δα μου την Θεσ­σα­λο­νί­κη, να πα­ρα­κα­λέ­σω τον α­γιο και ή­θε­λα ί­α­τρευ­θή. Τη νυ­κτα φαί­νε­ται στον υ­πνο του ο Α­γιος και λέ­γει: Για­τί ει­σαι, άν­θρω­πε, ό­λι­γό­πι­στος, και νο­μί­ζεις, ό­τι μό­νο στην πα­τρί­δα μου φθά­νω σ’ ό­ποι­ον με ε­πι­κα­λε­σθεί; Ο­χι, αλ­λά και έ­κει και παν­τού φθά­νω κα­λού­με­νος. Σή­κω και σύ­ρε στην εκ­κλη­σί­α της Θε­ο­τό­κου στον τό­πο που ο­νο­μά­ζε­ται Οι­κο­νο­μει­ο, και έ­κει θα με βρεις, και θα σου φα­νε­ρω­θω, και α­μέ­σως θα δεις το φως. Ξύ­πνη­σε ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος, και ρω­τών­τας βρί­σκει την έκ­κλη­σία της Πα­να­γί­ας Θε­ο­τό­κου και ρω­τα που εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νος ο Α­γιος Δη­μή­τριος, και του λέ­νε. Έ­δω ει­ναι η α­γί­α του ει­κό­να. Πέ­φτει λοι­πόν μπρο­στά στην α­γί­α ει­κό­να ο τυ­φλός με πολ­λά δά­κρυ­α έ­βρε­χε το σώ­μα του και τη γη κι έ­λε­γε:
  - Δεν θα στα­μα­τή­σω, ά­γι­ε του Θε­ού, να κυ­λι­ε­μαι μπρο­στά στην α­γί­α σου ει­κό­να, έ­ως ο­του γι­α­τρεύ­σεις τα μά­τια μου, για να δω τη θεί­α σου μορ­φή και ευ­πρέ­πεια.
  Νύ­χτα ή­ταν και φαί­νε­ται ο μάρ­τυς στον άν­θρω­πο ε­κεί­νο τον τυ­φλό, και πιά­νει με τα δά­κτυ­λα του τα μα­τια τυ­φλού και τα α­νοί­γει ή­συ­χα. Ο Α­γιος Δη­μή­τριος λει­τούρ­γη­σε ως για­τρός και έ­σφι­ξε τα μά­τια του τυ­φλού πο­λύ δυ­να­τά και πό­νε­σαν τό­σο που ο α­σθε­νής ξύ­πνη­σε α­πο τον ύ­πνο του έν­τρο­μος. Σή­κω­σε τα μά­τια του στην εί­κό­να του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, και εί­πε:
  Σε βλέ­πω μάρ­τυ­ρα του Χρί­στου, βλέ­πω την θαυ­μα­στή και γλυ­κεια ει­κό­να σου και σε ευ­χα­ρι­στώ, με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τρι­ε, δι­ό­τι ε­λευ­θέ­ρω­σες τα μά­τια μου α­πό τα δά­κρυ­α και τα πό­δια μου α­πό τα σκον­τά­μα­τα. Και ε­τσι γι­α­τρεύ­θη­κε α­πό τον ά­γιο ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος. Ο­ταν τον εί­δαν ό­λοι οι άλ­λοι θαύ­μα­σαν.

  
  
Ο τυ­φλός της Α­δρι­α­νού­πο­λης
  Ε­νας άν­θρω­πος α­πό την Ά­δρι­α­νού­πο­λη τυ­φλώ­θη­κε και έ­βα­λε στο νου του, να πά­ει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη στον να­ό του α­γί­ου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου να γι­α­τρευ­θεί. Και ε­τοι­μά­σθη­κε να κι­νή­σει, αλ­λά οι συγ­γε­νείς του τον εμ­πό­δι­ζαν λέ­γον­τάς του:
  Που θέ­λεις να πας άν­θρω­πε, που δεν μπο­ρείς να περ­πα­τή­σεις τό­σο δρό­μο πε­ζός, ε­νω μά­λι­στα εί­σαι και τυ­φλός! Κά­τσε στο σπί­τι σου και πα­ρα­κά­λε­σε τον Θε­ό και τον ά­γιο και θα σε ε­λε­ή­σουν κι ε­σέ­να, δι­ό­τι η ο δρό­μος εί­ναι πο­λύς και ε­πι­κίν­δυ­νος.
  Ε­κεί­νος ό­μως κί­νη­σε στο δρό­μο σκον­τά­φτον­τας και χά­νον­τάς τον, και με πο­λύ κό­πο, ό­σο μπο­ρού­σε, πή­γαι­νε. Αύ­τον τον τα­λαί­πω­ρο βλέ­πον­τας ά­πό μα­κριά τους κό­πους και την προ­θυ­μί­α του ο με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τριος έρ­χε­ται κα­βαλ­λά­ρης και συ­να­παν­τα τον τυ­φλό­νε­κεί­νον άν­θρω­πο, και του λέ­ει, σαν να μην ή­ξε­ρε:
  — Που πη­γαί­νεις έ­τσι μο­να­χός, άν­θρω­πε, τυ­φλός και τα­λαί­πω­ρος;
  Και ε­κεί­νος εί­πε:
  — Πη­γαί­νω στον τά­φο του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου να α­να­βλέ­ψω
  Λέ­γει ο ά­γιος:
  Δεν μπορείς να πας δι­ο­τι ο δρό­μος ει­ναι μα­κρυ­νός και δύ­σκο­λος.
   Κι ε­κεί­νος εί­πε πά­λι, ο­πως εί­πε και στους συγ­γε­νείς του:
  — Έ­άν και δύ­ο χρό­νια παι­δευ­τω περ­πα­τών­τας, δεν θα στα­μα­τή­σω, έ­ως ο­του πά­ωε­κεί.
Λέ­ει ο ά­γιος
  — Ε­πει­δή έ­χεις τό­ση προ­θυ­μί­α να πας, έ­λα κα­βαλ­λί­κευ­σε έ­δω πί­σω μου πά­νω στο ά­λο­γο να σε με­τα­φέ­ρω καμ­πό­σο τό­πο να α­να­παυ­θείς. Κα­βαλ­λί­κευ­σε λοι­πόν, και τον πη­γε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­σα στην έκ­κλη­σία. Ο τυ­φλός, μη γνω­ρί­ζον­τας το θαυ­μα και τον τό­πο που βρι­σκό­ταν στε­κό­ταν συλ­λο­γι­σμέ­νος. Και του φαι­νό­ταν, ό­τι τον γέ­λα­σε ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος και τον έ­φε­ρε πά­λι στο πα­ζά­ρι της Ά­δρι­α­νου­πό­λε­ως, και άρ­χι­σε να κα­τη­γο­ρεί ε­κεί­νο ό­που τον ά­νέ­βα­σε στο ά­λο­γό του λέ­γον­τας:
  — Τι εί­χε με έ­με­να ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος και δεν ά­φη­σε να σκον­τά­φτω στο δρό­μο μου; Με ­γέ­λα­σε. Άλ­λοί­μο­νο σε με­να τον τυ­φλό και τα­λαί­πω­ρο.
  Και με­ρι­κοί που τον ά­κου­αν του ει­πάν:
  — Ω άν­θρω­πε, ε­σύ εί­σαι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­σα στην έκ­κλη­σία του α­γί­ου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου, και φαν­τά­ζε­σαι ό­τι ει­σαι μέ­σα στο πα­ζά­ρι της Ά­δρι­α­νου­πό­λε­ως;
  Και ο τα­λαί­πω­ρος ο­πως ά­κου­σε αυ­τά τα λό­για, έ­ξε­πλά­γη και έ­μει­νε ά­φω­νος για πολ­λές ώ­ρες. Κα­τό­πιν τού­του φαί­νε­ται λοι­πόν ο με­γα­λο­μάρ­τυς Δη­μή­τριος, προς αυ­τόν στο όνειρό του τη νύ­χτα έ­κεί­νη, και του λέ­ει:
  — Ω, άν­θρω­πε, μη πιά­νεις μό­νον με τα χέ­ρια σου αυ­τη την έκ­κλη­σία μου και κα­τα­λα­βαί­νεις την εύ­πρέ­πειά της, άλ­λα δες την με τα μά­τια σου. Και ά­νοι­ξαν τα μά­τια του, και εί­δε την θέ­ση και την εύ­πρέ­πειά του να­ου, και δό­ξα­σε τον Θε­ό και τον με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο.

   
  
Ο κα­στρο­φύ­λα­κας και η πη­γή
  Προς το ά­να­το­λι­κό μέ­ρος του κά­στρου της Θεσ­σα­λο­νί­κης ή­ταν ο τό­πος πο­λύ ό­μορ­φος, και εί­χε λι­βά­δια κα­λά, και μί­α βρύ­ση νε­ρου με νε­ρό γλυ­κό και ψυ­χρό. Και ε­πει­δή ο τό­πος ε­κεί­νος ή­ταν πο­λύ χα­ρι­τω­μέ­νος, με τα κα­λά που έ­χει, πα­ρα­κι­νή­θη­κε έ­νας άρ­χον­τας Χρι­στια­νός και έ­κα­νε ε­κεί μί­α εκ­κλη­σία στο ό­νο­μα του α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Λοι­πόν, Κά­ποι­ο και­ρό ήλ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη έ­νας άρ­χον­τας, α­πε­σταλ­μέ­νος α­πό τον βα­σι­λέ­α της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, για να έ­ξου­σιά­ζει το κά­στρο, ο ο­ποι­ος ή­ταν δί­και­ος, ε­λε­ή­μων και συμ­πα­θής και σω­φρο­νέ­στα­τος. Ό­μως έ­πε­σε σε α­σθέ­νεια με­γά­λη και έ­γι­νε πα­ρά­λυ­τος, τό­σο που σά­πη­σαν οι σάρ­κες του και εί­χε πό­νους με­γά­λους και κα­θε η­μέ­ρα καρ­τε­ρού­σε να πε­θά­νει. Και μί­α νύ­χτα λοι­πόν φαί­νε­ται σ’ αυ­τόν ο ά­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:
  Σύ­ρε στην έκ­κλη­σία μου που εί­ναι έ­ξω α­πό το κά­στρο και ο­νο­μά­ζε­ται Πη­γή, και πα­ρε νε­ρό, νί­ψε τα χε­ρια και τα πό­δια και ό­λο σου το κορ­μίκαι θα γί­νεις α­μέ­σως κα­λά. Έ­γώ που σου μι­λώ εί­μαι ο Δη­μή­τριος, που φυ­λά­ω το κά­στρο αυ­τό. Ξύ­πνη­σε λοι­πόν ο πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος ε­κεί­νος άρ­χοντας, πη­ρε απ ε­κεί­νο το νε­ρό, και πλύ­θη­κε ο­λό­κλη­ρος στο ό­νο­μα του α­γί­ου, και α­μέ­σως έ­γι­νε ό­λος υ­γι­ής, και ση­κώ­θη­κε και πη­γε στο κά­στρο, κη­ρύτ­τον­τας και με­γα­λύ­νον­τας το θαύ­μα της ι­ά­σε­ως που του έ­γι­νε.

   

Ο πα­λιός να­ός στο α­λώ­νι
  Στα μέ­ρη της Καπ­πα­δο­κί­ας σ’ έ­να χω­ριο που ο­νο­μα­ζό­ταν Δρα­κον­τί­α­να ή­ταν έ­νας γε­ωρ­γός, και κα­θά­ρι­ζε το χω­ρά­φι του να κά­μη ά­λώ­νι. Και ε­κεί βρη­κε σ’ έ­να τό­πο πέ­τρες πολ­λές, και βγά­ζον­τάς τις βρη­κε θε­μέ­λια πα­λιά και φά­νη­κε έ­νας νέ­ος ω­ραι­ό­τα­τος κα­βαλ­λά­ρης ως στρα­τι­ώ­της, και του λέ­ει:
  — Ω άν­θρω­πε, για­τί χα­λάς το σπί­τι μου να το κά­νεις ά­λώ­νι; Έ­γώ εί­μαι ο Δη­μή­τριος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη, που με τι­μούν έ­δω.
  Δι­ό­τι ε­κεί στην Καπ­πα­δο­κί­α τι­μού­σαν πο­λύ τον ά­γιο Δη­μή­τριο. Η­ταν πα­λαι­ά θε­μέ­λια ά­σβε­στω­μέ­να και κα­τά­λα­βαν πως ή­ταν κά­πο­τε ε­κεί εκ­κλη­σί­α του με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου. Και τό­τε έ­κα­ναν μί­α έκ­κλη­σία ο­μορ­φη και θαυ­μα­στή, και ι­στό­ρη­σαν σε μί­α ει­κό­να τον σταυ­ρό και τον ά­γιο, λέ­γον­τας:
  Επει­δή με το μαρ­τύ­ριο ο ά­γιος συ­νε­σταυ­ρώ­θη τω Χρι­στώ και γι’ αυ­το εί­ναι μα­ζί ι­στο­ρη­μέ­νος σε μί­α ει­κό­να. Και απ αυ­τό ο­νό­μα­σαν την εκ­κλη­σί­α ε­κεί­νη του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου του Σταυ­ρι­κού. Και πολ­λά θαύ­μα­τα γί­νον­ταν κα­θε μέ­ρα στην έκ­κλη­σία ε­κεί­νη α­πό τη χά­ρη του α­γί­ου.

   

 Ο ά­γιος Δη­μή­τριος και Α­χί­λει­ος πριν την ά­λω­ση
 Τον και­ρό κα­τά τον ό­ποι­ο έ­μελ­λε να κυ­ρι­ευ­θεί η Θεσ­σα­λο­νί­κη α­πό τους Ά­γα­ρη­νούς, πο­ρευ­ό­με­νοι κά­ποι­οι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί προς τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για την ε­ορ­τή του Α­γί­ου, έ­φθα­σαν στη βα­σι­λι­κή ο­δό, η ο­ποί­α εί­ναι στο Βαρ­δά­ρι.
 ­Εκεί, εί­δαν ό­φθαλ­μο­φα­νως κά­ποι­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ο­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και άλ­λον Αρ­χι­ε­ρέ­α, ο ό­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό το δρό­μο της Λά­ρι­σας. Ό­ταν συ­ναν­τή­θη­καν, ο στρα­τι­ώ­της ά­πε­τά­θη προς τον Αρ­χι­ε­ρέ­α και εί­πε:
 — Χαί­ρε, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε.
 Εί­πε και ο Άρ­χι­ε­ρεύς:
 — Χαί­ρε και συ, στρα­τι­ώ­τα του Χρι­στού Δη­μή­τρι­ε.
 Μό­λις ά­κου­σαν οι χρι­στια­νοί αυ­τά τα ο­νό­μα­τα, στα­μά­τη­σαν φο­βι­σμέ­νοι ε­κεί κον­τά για να δουν το τέ­λος. Λέ­γει, πά­λι ο στρα­τι­ώ­της:
 — Ά­πό που έρ­χε­σαι, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε, και που πη­γαί­νεις;.
 Τότε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Α­χίλ­λει­ος και εί­πε προς αυ­τόν:
 — Για τις α­μαρ­τί­ες και τις α­νο­μί­ες του κό­σμου πρό­στα­ξε ο Θε­ός να ε­ξέλ­θω ά­πό τη Λά­ρι­σα την ο­ποί­α φυ­λάτ­τω, δι­ό­τι θα πα­ρα­δο­θεί στα χέ­ρια των Α­γα­ρη­νων. Και ιδού εξ­ήλ­θα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοι­πόν ά­πό που έρ­χε­σαι; Πες μου σε πα­ρα­κα­λώ!.
 Τό­τε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:
 — Και ε­γώ το ί­διο έ­πα­θα, Άρ­χι­ε­ρεύ Α­χίλ­λει­ε. Πολ­λές φο­ρές βο­ή­θη­σα τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς και τους λύ­τρω­σα ά­πό αιχ­μα­λω­σί­ες και ά­πό θα­να­τι­κό καί ά­πό α­σθέ­νεια. Πλην τώ­ρα, ά­πό τις πολ­λές τους α­μαρ­τί­ες και α­νο­μί­ες α­πο­μα­κρύν­θη­κε ο Θε­ός απ αυ­τούς και με πρό­στα­ξε να τους α­φή­σω να πα­ρα­δο­θούν στα χέ­ρια των Ά­γα­ρη­νων. Γι’ αυ­τό υ­πά­κου­σα στην προ­στα­γή Του και ε­ξήλ­θα και πη­γαί­νω ο­που με προ­στά­ζει.
 Αυ­τά εί­παν και οι δύ­ο έ­σκυ­ψαν τα κε­φά­λια τους κά­τω στη γη και έ­κλα­ψαν. Ε­πει­τα ά­πό πολ­λή ώ­ρα φι­λή­θη­καν και α­πο­χαι­ρε­τί­σθη­καν και α­μέ­σως έ­γι­ναν ά­φαν­τοι. Αυ­τό το θαύ­μα εί­δαν οι Χρι­στια­νοί και δεν τόλ­μη­σαν να πά­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, άλ­λα γύ­ρι­σαν πί­σω, δι­η­γού­με­νοι το ό­ρα­μα. Δεν πέ­ρα­σε μή­νας και η Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­ρι­εύ­θη­κε και λε­η­λα­τή­θη­κε ά­πό τους Τούρ­κους, ό­πως και η Λά­ρι­σα.
  
  
Οι Σα­ρα­κη­νοί στα τεί­χη
 Τα θαύ­μα­τα του Α­γί­ου συ­νε­κέν­τρω­ναν πλή­θος κό­σμου κατ έ­τος ά­πό τα πε­ρί­χω­ρα και ά­πό τις άλ­λες πό­λεις και τε­λού­σαν την πα­νή­γυ­ρη του Α­γί­ου στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κα­τά στις 26 Ό­κτω­βρίου. Οι Σα­ρα­κη­νοί ό­ταν έ­μα­θαν ό­τι οι χρι­στια­νοί πα­νη­γυ­ρί­ζουν αυ­τή την η­μέ­ρα και εί­ναι α­μέ­ρι­μνοι, σκέφθηκαν να έλθουν κρυφά το απόγευμα της έορ­της, και τη νύκτα να κυριεύσουν την πόλη. Ήλθαν λοιπόν και αγκυροβόλησαν τη νύ­κτα έ­ξω ά­πό το τεί­χος, θέ­λον­τας άλ­λους να σκο­τώ­σουν, κι άλ­λους να αιχ­μα­λω­τί­σουν.
 Ά­φού τε­λεί­ω­σε ο εσπερινός του Α­γί­ου Μάρ­τυ­ρος Νέ­στο­ρος και πή­γαν οι άν­θρω­ποι να η­συ­χά­σουν στις οι­κί­ες τους, πή­ρε φω­τιά το κου­βού­κλιο το ό­ποι­ο ή­ταν στον τά­φο του Α­γί­ου. Μό­λις εί­δαν οι άν­θρω­ποι ό­τι η Εκ­κλη­σί­α τους πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες, έ­τρε­ξαν να σβή­σουν τη φω­τιά, κά­ποι­οι άλ­λοι έ­παιρ­ναν ά­πό το α­σή­μι και το χρυ­σά­φιπου έ­λει­ω­νε. Ο­ταν εί­δε ο φύ­λα­κας της Εκ­κλη­σί­ας, ο­τι όρ­μη­σαν οι άν­θρω­ποι να πά­ρουν το α­σή­μι, που ή­ταν στον τάφο του Α­γί­ου, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει τί­πο­τα για τους Σα­ρα­κη­νούς, και θέ­λον­τας να τους σκορ­πί­σει α­πό την Εκ­κλη­σί­α, με νευ­ση βε­βαί­ως του Α­γί­ου, ο ό­ποι­ος τον κα­τηύ­θυ­νε ά­ο­ρά­τως, φώ­να­ξε δυ­να­τά:
 — Θεσ­σαλ­λο­νι­κεις, τρέξ­τε στα τεί­χη, δι­ό­τι ήλθαν ε­χθροί να σας κυ­ρι­εύ­σουν. Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς, μό­λις ά­κου­σαν τους λό­για αυ­τά, ε­πει­δή φο­βό­ταν την αιχ­μα­λω­σί­α, έ­τρε­ξαν να δουν αν πραγ­μα­τι­κά υ­πήρ­χαν ε­χθροί, οι ό­ποι­οι μό­λις εί­χαν αρ­χί­σει να βά­ζουν σκά­λες στα τεί­χη για να ει­σέλ­θουν στο φρού­ριο. Ο­ταν εί­δαν το αιφ­νί­διο κα­κό που συ­νέ­βη σ αυ­τούς, πάν­τες έ­πι­κα­λούν­το τον Α­γιο. Ον­τως ο Α­γιος, έ­τοι­μος βο­η­θός και προ­στά­της, α­μέ­σως εμ­φα­νί­στη­κε στα τεί­χη και μό­νος του φό­νευ­σε πολ­λούς Σα­ρα­κη­νούς. Οι υ­πό­λοι­ποι ε­χθροί, ό­ταν εί­δαν το θαυ­μα, ο­πι­σθο­χώ­ρη­σαν, δι­η­γού­με­νοι την συμ­φο­ρά τους.
   


Η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση 26 Ο­κτω­βρί­ου 1912
 Τέ­λη του μη­νός Ό­κτω­βρίου του 1912. Η νέ­α Ελ­λά­δα, με­γα­λούρ­γη­σε και ύ­ψώ­θη­κε στην παγ­κό­σμια συ­νεί­δη­ση, α­πο­πλύ­νον­τας την ήτ­τα του 1897 και ά­να­δει­χθει­σα με­γά­λη, κρα­ται­ά, θαυ­μα­τουρ­γη και ι­σχυ­ρη.
 Ο ή­ρω­ας Βό­τσης μα­ζί με τα γεν­ναί­α του παλ­λη­κά­ρια του υπ α­ριθ. 11 τορ­πιλ­λο­βό­λου πλοί­ου, κα­τόρ­θω­σαν να συν­τρί­ψουν την τε­λευ­ταί­α ελ­πί­δα την ο­ποί­α στή­ρι­ζαν οι Τούρ­κοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο ευ­γε­νής και ευ­σε­βής Υ­δραί­ος, ο Νι­κό­λα­ος Βό­τσης, έ­χει α­ναρ­τή­σει την ει­κό­να της Θε­ο­μή­το­ρος, του Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου και του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Κά­λε­σε έ­να ι­ε­ρέ­α στο Έ­λευ­θε­ρο­χώ­ρι και τέ­λε­σε μέ­σα στο πλοί­ο τον α­για­σμό. Ό­ταν τε­λεί­ω­σε η μυ­στι­κή ε­κεί­νη ι­ε­ρο­τε­λε­στί­α, ό­λοι οι ναύ­τες αι­σθά­νον­ταν στα στή­θη τους την θεία ί­σχύ. Το τορ­πιλ­λο­βό­λο δι­ηυ­θυ­νό­ταν τώ­ρα ή­ρε­μα προς τον ώ­ραι­ο κόλ­πο, και προ­στα­τευ­ό­ταν ά­πό τη θεί­α δύ­να­μη.
 Κι ενώ οι τουρ­κι­κοί προ­βο­λείς α­πό το α­κρω­τή­ριο Κα­ραμ­πουρ­νού της Κα­λα­μα­ριάς, φώ­τι­ζαν ό­λη τη θά­λασ­σα ά­πλε­τα και α­να­ζη­του­σαν το έλ­λη­νι­κό τορ­πιλ­λο­βό­λο, ε­κεί­νο ά­θέ­α­το μέ­σα α­πό το φως, δι­ο­λί­σθη­σε έ­ξω α­πό τον κόλ­πο.
 Ε­ξέ­λι­πε λοι­πόν και ο κίν­δυ­νος α­πό τη θά­λασ­σα, ο ό­ποι­ος ε­νέ­πνε­ε ζω­η­ρες α­νη­συ­χί­ες στους Ελ­λη­νες της Θεσ­σα­λο­νί­κης, που φο­βό­ταν κα­νο­νι­ο­βο­λι­σμό της πό­λε­ως τους, την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός της ξη­ράς θα προ­έ­λαυ­νε για να κα­τα­λά­βει την πό­λη.
  Στον στρα­τάρ­χη του ελ­λη­νι­κού στρα­τού, Δι­ά­δο­χο Κων­σταν­τί­νο, ο Τα­ξίν πά­σας αρ­χη­γός του τούρ­κι­κου στρα­τού ε­στει­λε α­πε­σταλ­μέ­νους για να τον βο­λι­δο­σκο­πή­σουν κα­τά πό­σον ή­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος να δε­χθει την πα­ρά­δο­ση της πό­λε­ως με τον ό­ρο ο­λοι οι Τούρ­κοι στρα­τι­ω­τες που βρί­σκον­ταν σ’ αυ­τήν να ά­φε­θουν ε­λεύ­θε­ροι. Α­κο­λού­θως υ­πο­γρά­φηκε στις 26 Ο­κτω­βρί­ου, η πα­ρά­δο­ση της πό­λε­ως η ο­ποί­α συ­νέ­βη ό­ταν πα­νη­γύ­ρι­ζε η πό­λη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων την έ­πέ­τει­ο του πο­λι­ού­χου και προ­στά­του της πό­λε­ως των Α­γί­ου Δη­μητρί­ου του Μυ­ρο­βλύ­του.
 Κι ενώ οι χρι­στια­νοί κά­τοι­κοι της πό­λε­ως δι­έ­τρε­χαν με ί­α­χες τους δρό­μους πα­νη­γυ­ρί­ζον­τας με έ­ξαλ­λο έν­θου­σιασ-μο την έ­λευ­θε­ρία, οι Τούρ­κοι και οι Ε­βραί­οι κά­τοι­κοι έ­κλει­ναν τα κα­τα­στή­μα­τά τους, και χω­ρίς ελ­πί­δα και κα-τσου­φι­α­σμέ­νοι α­πε­σύ­ρον­ταν στα σπί­τια τους.
 Και ό­ταν οι Ελ­λη­νες α­ξι­ω­μα­τι­κοί κα­τέ­λα­βαν το δι­οι­κη­τή­ριο, και α­πό τον ύ­ψη­λό κον­τά­ρι του κα­τέ­βαι­νε η η­μι­σέ­λη­νος και υ­ψω­νό­ταν υ­πε­ρή­φα­νος η γα­λα­νό­λευ­κη ση­μαί­α του Σταύ­ρου, τό­τε ο­λό­κλη­ρη η πό­λις δο­νή­θη­κε απ ά­κρη σ’ ά­κρη.
 Οι ο­μο­βρον­τί­ες των Ελ­λη­νι­κών ό­πλων χαι­ρέ­τι­σαν τους πρώ­τους κυ­μα­τι­σμούς της Ελ­λη­νι­κής ση­μαί­ας, και η πνο­ή της ε­λευ­θε­ρί­ας δι­α­χυν­τό­αν στην ω­ραί­α πό­λη.
Μέ­σα στην α­να­στά­τω­ση, η ο­ποί­α ε­πι­κρα­τού­σε τό­τε, έ­νας εύ­στα­λής λο­χί­ας των ευ­ζώ­νων ει­χε μί­α α­ξι­ο­ζή­λευ­τη έμ­πνευ­ση. Θε­ο­σε­βής πο­λύ, έ­ζή­λω­σε τη δό­ξαν της προ­τε­ραι­ό­τη­τος σε ε­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό γε­γο­νός. Γνω­ρί­ζων φαί­νε­ται α­πό την πα­ρά­δο­ση τα θρυλ­λού­με­να πε­ρί του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, πα­ρα­κα­λού­σε τον Θε­ό να εύ­δο­κή­ση ό­πως το τάγ­μα του εί­σέλ­θει πρώ­το στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και το εύ­φρό­συ­νο γε­γο­νός να συ­νε­τε­λε­σθεί κα­τά την έ­πέ­τει­ο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου του πο­λι­ού­χου της πό­λε­ως.
 Βλέ­ποντας ο ευ­σε­βής εύ­ζω­νας τον πό­θο του να εκ­πλη­ρώ­νε­ται έ­τρε­ξε να εκ­πλή­ρω­σειε­κεί­νο το ό­ποι­ο έ­τρε­φε ως ό­νει­ρο στην ψυ­χή του. Κα­τά την στιγ­μή που οι άλ­λοι συ­νά­δελ­φοι του πα­ρα­λη­ρού­σαν σαν με­θυ­σμέ­νοι α­πό το κλί­μα που δη­μι­ούρ­γη­σε ο εν­θου­σια­σμός των κα­τοί­κων, ε­κεί­νος κρυ­φά έ­φυ­γε α­πό τη Μο­νά­δα του και τρέ­χει να βρει το να­ό του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Σε λί­γο τα κλει­διά του να­ού ήρ­θαν στα χέ­ρια του και οι βα­ρει­ές θύ­ρες α­νοι­γαν και ά­φη­σαν ε­λεύ­θε­ρη την ει­σο­δο στον πρώ­το αν­τι­πρό­σω­πο του χρι­στι­α­νι­κού ελ­λη­νι­κού έ­θνους.
 Κά­τω α­πό τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα και τις ε­πευ­φη­μί­ες και τις ζη­τω­κραυ­γες των πα­ρι­στα­μέ­νων Ελ­λή­νων, ο ευ­σε­βής και γεν­ναί­ος λο­χί­ας ει­σερ­χό­ταν με ά­κρα κα­τα­νύ­ξη στον πε­ρι­καλ­λη να­ό που ε­πί πεν­τα­κό­σια έ­τη πε­ρί­με­νε την ί­ε­ρα στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α ο ί­ε­ρός χώ­ρος του θα αι­σθα­νό­ταν το πρώ­το ελ­λη­νι­κό πό­δι να βα­δί­ζει μέ­σα σ’ αυ­τόν. Οι κο­λώ­νες του να­ού έ­τρι­ξαν και οι τριγ­μοί των ε­κεί­νοι ή­σαν οι πρώ­τοι χαι­ρε­τι­σμοί, με τους ο­ποί­ους ύ­πο­δε­χό­ταν τον πρώ­το Έλ­λη­να στρα­τι­ώ­τη. Γο­νυ­πετης ο ευ­σε­βής λο­χί­ας, τρέ­μον­τας α­πό ι­ε­ρή συγ­κί­νη­ση, ψέλ­λι­σε την πρώ­τη δέ­η­ση, έ­κει που πριν λί­γο α­κου­γό­ταν η φω­νή του Χό­τζα που ι­κέ­τευ­ε τον Προ­φή­τη. Και ό­ταν τε­λεί­ω­σε την προ­σευ­χή του, ο ευ­γε­νής αυ­τός στρα­τι­ώ­της της πα­τρί­δος και εί­δε ο­τι ο πό­θο του εκ­πλη­ρώ­θη­κε, βγή­κε α­πό τον να­ό και έ­τρε­ξε μέ­σα στις ε­πευ­φη­μί­ας των Ελ­λή­νων να ε­πα­νέλ­θει στο τάγ­μα του.
     
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,
σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιαγιά στην Καππαδοκία τραγουδά Ελληνικό παραδοσιακό (Βίντεο)

Το νέο σύγχρονο μηχάνημα συγκομιδής ελιάς έφτασε και στις Σέρρες

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος