Ανακαίνιση του Ναού της Θεοτόκου «ἐν τῷ Νεωρίῳ», 31 Αυγούστου
Nεωρίου ο οίκος Aγνή σού πέλει,
Άλλος Σιλωάμ τας ιάσεις εκχέων.
Την εποχή που βασίλευαν ο Μιχαήλ και η Θεοδώρα, το 842, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας πατρίκιος που λεγόταν Αντώνιος. Είχε ένα μεγάλο αρχοντικό στην περιοχή του Νεωρίου. Εκεί υπήρχε και ένας ένδοξος ναός αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο, ο οποίος όμως είχε λεηλατηθεί από τους προηγούμενους εικονομάχους αυτοκράτορες και είχαν αφαιρεθεί οι άγιες εικόνες. Ο πατρίκιος αυτός ανακαίνισε τον ναό και από κάτω του έκτισε ένα μικρό λουτρό για τη σωματική του ξεκούραση. Πάνω από το λουτρό τελούνταν συνεχώς δοξολογίες στον Θεό. Έτσι ο ναός αυτός σκιάστηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με τη μεσιτεία της Παναγίας, και άρχισαν να γίνονται θεραπείες σε διάφορες ασθένειες.
Μερικοί ευσεβείς χριστιανοί παρακάλεσαν τον πατρίκιο να τους επιτρέψει να κάνουν μπάνιο στο λουτρό μια φορά την εβδομάδα, για χάρη των ασθενών αδελφών τους. Και πράγματι, οι άρρωστοι χριστιανοί που λούζονταν με πίστη θεραπεύονταν. Όταν έφτασε η ώρα να πεθάνει ο πατρίκιος, άφησε τον ναό και το λουτρό σε εκείνους τους θεοσεβείς χριστιανούς για τη σωτηρία της ψυχής τους. Επειδή όμως ήταν φτωχοί και δεν υπήρχε αρκετό νερό ούτε πόροι για συντήρηση, σιγά-σιγά το λουτρό εγκαταλείφθηκε και μαζί του και οι δοξολογίες. Το λουτρό τελικά διαλύθηκε, γιατί ο κόσμος έπαιρνε τα σκεύη και τα υλικά του. Ο ναός της Θεοτόκου όμως, επειδή ήταν ψηλός και παρείχε θεραπείες στους ασθενείς, διατηρήθηκε· και ένας ιερέας έμεινε εκεί να τελεί τις ακολουθίες, και ζούσε πλουσιοπάροχα από τη θεία χάρη που κατοικούσε στον ναό.
Όταν ο ευλογημένος αυτοκράτορας Ρωμανός έχτιζε το βασιλικό του παλάτι και χρειαζόταν υλικά, δηλαδή πέτρες και ξύλα, έμαθε ότι στον ναό της Θεοτόκου υπήρχαν πολλά υλικά, και σκέφτηκε να τον γκρεμίσει για να τα πάρει. Αλλά η Παναγία, της οποίας η χάρη κατοικούσε εκεί, δεν άφησε να συμβεί αυτό. Εμφανίστηκε μια νύχτα στον επιστάτη του παλατιού, που λεγόταν Ραίκτορας, και σε έναν νέο συγγενή του, και τους είπε με φοβερό τρόπο να μην τολμήσουν να γκρεμίσουν τον μικρό ναό στο Νεώριο. Ο νέος σηκώθηκε και πήγε και το είπε στη μητέρα του Ραίκτορα. Όταν το έμαθε ο αυτοκράτορας, είπε: «Δεν θέλω να έχω διαμάχη με την Παναγία· καλύτερα να αποκαταστήσετε τον ναό της όπου χρειάζεται». Έτσι, αντί να τον γκρεμίσουν, καθάρισαν το λουτρό και έστειλαν ανθρώπους να τον επισκευάσουν. Ο ναός της Θεοτόκου αποκαταστάθηκε, το λουτρό μεγάλωσε για να χωρά περισσότερους, άναψαν τις φωτιές και εκεί έκαναν το μπάνιο τους ο αυτοκράτορας Ρωμανός με τους γιους του, τον Κωνσταντίνο και τον Χριστόφορο. Χάρηκαν πολύ και με χρυσόβουλλο όρισαν να δίνεται κάθε χρόνο εισόδημα στον ναό, μαζί με βασιλική πομπή προς το λουτρό, και το παρέδωσαν στη Μονή του Ραίκτορα, ώστε οι μοναχοί της να φροντίζουν το λουτρό και την εκκλησία.
Θαύματα
Μία ευγενής γυναίκα αρρώστησε βαριά· το σώμα της πρήστηκε και υπέφερε από φρικτούς πόνους. Ξόδεψε όλη της την περιουσία σε γιατρούς, αλλά δεν βρήκε καμία ανακούφιση. Όταν άκουσε για τα θαύματα που γίνονταν στον ναό της Θεοτόκου στο Νεώριο, έτρεξε εκεί. Έμεινε πολλές ημέρες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και λυπημένη έφυγε και πήγε στην εκκλησία της Παναγίας στις Βλαχέρνες. Εκεί έπεσε στη γη και ικέτευσε την Παναγία με δάκρυα λέγοντας: «Λυπήσου με, Μητέρα του Χριστού, έχασα κάθε ελπίδα σε ανθρώπους και καταφεύγω σε σένα». Έμεινε εκεί εννιά μέρες. Η Παναγία εμφανίστηκε στο όνειρό της και της είπε: «Γυναίκα, γιατί με φωνάζεις συνεχώς και δεν με αφήνεις ήσυχη;» Εκείνη απάντησε: «Ξέρω ότι υποφέρω για τις αμαρτίες μου· αλλά ο Υιός σου κατέβηκε για μας τους αμαρτωλούς και γεννήθηκε από σένα, γι’ αυτό ήρθα να βρω έλεος».
Η Παναγία της είπε: «Πήγαινε στο ταπεινό μου σπίτι στο Νεώριο, και εκεί θα βρεις θεραπεία». Ξύπνησε η γυναίκα, ευχαρίστησε τον Θεό και πήγε γρήγορα στο Νεώριο. Έπεσε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου και την παρακάλεσε με δάκρυα. Τότε αποκοιμήθηκε και ξαναείδε την Παναγία, μαζί με έναν όμορφο άντρα, και του είπε: «Δες αυτή τη γυναίκα που υποφέρει, και άνοιξε την κοιλιά της». Και με το λόγο αυτόν την χτύπησε με το ραβδί του στην κοιλιά και μετά εξαφανίστηκαν. Η γυναίκα ξύπνησε και ένιωσε αφόρητη δυσωδία από το σώμα της. Έβγαλε αμέσως τα ρούχα της, μπήκε στο λουτρό, πλύθηκε και βγήκε θεραπευμένη. Έτσι προσκύνησε με ευγνωμοσύνη την εκκλησία, θυμίασε και δόξασε την Παναγία και τον Χριστό που γεννήθηκε από αυτήν.
Ένα άλλο θαύμα: Ένας μοναχός, ονόματι Αντώνιος, από τη Μονή Γαλακρίνου, αρρώστησε βαριά. Είχε πληγή στο χέρι που πρήστηκε τόσο πολύ ώστε οι γιατροί αναγκάστηκαν να του το κόψουν. Μετά η μόλυνση κατέβηκε στα πόδια και τον άφησε παράλυτο· περπατούσε πέντε χρόνια μόνο με το ραβδί, κουτσαίνοντας. Όταν οι Αρμένιοι πολέμησαν την Κωνσταντινούπολη, οι μοναχοί φοβήθηκαν και κατέφυγαν στην πόλη, μαζί και ο Αντώνιος, και έμειναν στο μετόχι της Μονής, δίπλα στο λουτρό της Θεοτόκου. Καθώς πλησίαζε η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι μοναχοί έφυγαν για τη Μονή τους· μόνο ο Αντώνιος έμεινε πίσω να φυλάει τα άλογα.
Μια μέρα, αφού πότισε τα ζώα, γύρισε στο σταύλο, κατέβηκε από το άλογο και στηρίχθηκε σε μια ταΐστρα περιμένοντας να του φέρουν το ραβδί του. Ο βοηθός του άργησε και ο Αντώνιος στενοχωρήθηκε γιατί ήθελε να πάει στη λειτουργία στον ναό της Θεοτόκου. Φαίνεται πως αποκοιμήθηκε, και τότε θεία δύναμη τον πήρε από το σταύλο και τον μετέφερε μέσα στην εκκλησία, όπου γινόταν η Θεία Λειτουργία. Τη στιγμή που ο ιερέας ύψωνε το Σώμα του Κυρίου και ο κόσμος έψαλλε «Εἷς Ἅγιος, Εἷς Κύριος», ξύπνησε ο Αντώνιος, φώναξε δυνατά: «Δόξα σοι ο Θεός που με ελέησες αυτή την ώρα, με τις πρεσβείες της Παναγίας!» και έπεσε με δάκρυα μπροστά στην εικόνα της.
Όλοι οι χριστιανοί που ήταν εκεί δοξολόγησαν τον Θεό και μεγάλυναν την Παναγία. Όταν το έμαθαν και οι μοναχοί της Μονής Γαλακρίνου, νόμισαν πως ήταν ψέμα· ήρθαν όμως στην Πόλη και είδαν τον Αντώνιο υγιή και δόξασαν τον Θεό. Παρόλο που δεν μπορούσε να περπατήσει τέλεια όπως με το άλλο πόδι, αυτό έγινε για παιδαγωγία και ωφέλειά του, όπως μόνο ο Θεός γνωρίζει.
Σημείωση: Το Νεώριο (γνωστό σήμερα ως Μπαχτσε Καπούσι) ήταν λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, στη νότια ακτή του Κεράτιου κόλπου, και εκεί υπήρχε ναυπηγείο.


