Άγιοι Ιουστίνος και Θεοδώρα οι ευσεβείς βασιλείς, 15 Νοεμβρίου
Στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ (527-565 μ.Χ.) και η σύζυγός του, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αποτελούν δύο από τις πλέον εμβληματικές και χαρισματικές μορφές. Η σχέση τους, η κοινή τους δράση και η ανάδειξη της Θεοδώρας από τα κατώτερα στρώματα σε Αύγουστα, έχουν τροφοδοτήσει πλήθος αφηγήσεων, οδηγώντας ενίοτε σε συγχύσεις ονομάτων και γεγονότων.
Η Θεοδώρα: Η μοναδική σύζυγος του Ιουστινιανού
Το ιστορικά ορθό γεγονός είναι ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός είχε μία και μοναδική σύζυγο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η οποία ονομαζόταν Θεοδώρα.
Η Θεοδώρα, πριν τον γάμο της, είχε πράγματι ένα ταραχώδες παρελθόν ως ηθοποιός και, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ως εταίρα. Ο Ιουστινιανός την ερωτεύτηκε βαθιά και αποφάσισε να την παντρευτεί, παρακάμπτοντας μάλιστα έναν παλαιό ρωμαϊκό νόμο που απαγόρευε στα μέλη της αριστοκρατίας (και της Συγκλήτου) να συνάπτουν γάμο με γυναίκες τέτοιου επαγγέλματος.
Όταν ο Ιουστινιανός ανήλθε στον θρόνο, η Θεοδώρα έλαβε τον επίσημο τίτλο της Αυγούστας (Augusta, δηλαδή Αυτοκράτειρας). Ωστόσο, δεν μετονομάστηκε ποτέ. Το όνομά της παρέμεινε Θεοδώρα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Η Σύγχυση: Λουπικία και Ευφημία
Η πηγή της σύγχυσης προέρχεται από μια άλλη αυτοκρατορική σύζυγο, η οποία έζησε λίγο νωρίτερα: τη σύζυγο του θείου και προκατόχου του Ιουστινιανού, του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518-527 μ.Χ.).
Η γυναίκα του Ιουστίνου Α΄:
Ονομαζόταν Λουπικία (Lupicia) πριν γίνει αυτοκράτειρα.
Όταν ο Ιουστίνος έγινε αυτοκράτορας και παντρεύτηκαν επίσημα, μετονομάστηκε σε Ευφημία (Euphemia).
Επομένως, οποιαδήποτε αναφορά ότι η αυτοκράτειρα Θεοδώρα λεγόταν αρχικά Λουπικία και μετονομάστηκε Ευφημία είναι λανθασμένη. Πρόκειται για ιστορική ανακρίβεια που συγχέει τη Θεοδώρα (σύζυγο Ιουστινιανού) με την Ευφημία (σύζυγο Ιουστίνου Α΄ και θεία της Θεοδώρας).
Πρώτος αυτοκράτορας της δυναστείας ήταν ο Ιουστίνος Α΄ (Flavius Iustinus Augustus, π. 450 - 1 Αυγούστου 527), ο οποίος βασίλευσε από το 518 μέχρι τον θάνατό του. Καταγόταν από τα Βεδεριανά, πόλισμα στην επαρχία της Δαρδανίας (διοίκηση Ιλλυρικού). Μητρική του γλώσσα ήταν τα λατινικά. Περί το 470 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως απλός στρατιώτης στην αυτοκρατορική φρουρά.1 Άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, δεν είχε λάβει καλή μόρφωση· αν μάλιστα πιστέψουμε τον Προκόπιο, ήταν αγράμματος και για την υπογραφή των εγγράφων χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο διατρυτό.2 Επί Αναστασίου Α΄ αναδείχτηκε σε επικεφαλής (κόμητα) των εξκουβιτόρων. Όταν το 518 ο άτεκνος Αναστάσιος πέθανε, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχό του, ο Ιουστίνος επωφελήθηκε της θέσης του για να αναδειχτεί νέος αυτοκράτορας με την υποστήριξη της αυτοκρατορικής φρουράς, παραγκωνίζοντας τους ανιψιούς του Αναστασίου. Παντρεμένος με την Ευφημία, παρέμεινε και ο ίδιος άτεκνος. Είχε ωστόσο μερικούς ανιψιούς, στους οποίους φρόντισε να δώσει εξαίρετη μόρφωση. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γιος της αδελφής του, Πέτρος Σαββάτιος, τον οποίο στη συνέχεια ο αυτοκράτορας υιοθέτησε κι έτσι εκείνος έλαβε το νέο του όνομα, Ιουστινιανός, με το οποίο πέρασε στην ιστορία.
Οπαδός του δόγματος της Χαλκηδόνας, ο Ιουστίνος Α΄ απομακρύνθηκε από την εκκλησιαστική πολιτική που είχε ακολουθήσει ο Αναστάσιος. Τον Μάρτιο του 519 αποκατέστησε τις σχέσεις με τον πάπα της Ρώμης, βάζοντας τέλος στο λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα, που είχε προκληθεί από την έκδοση του Ενωτικού του Ζήνωνος. Η αντίδραση του πληθυσμού των ανατολικών επαρχιών, όπου ο μονοφυσιτισμός είχε μεγάλη διάδοση, αντιμετωπίστηκε με διωγμούς. Ο μονοφυσίτης πατριάρχης Αντιοχείας Σεβήρος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αλεξάνδρεια, όπου βρήκε καταφύγιο κοντά στον πατριάρχη Τιμόθεο Γ΄. Όσο για τη Δύση, η προσέγγιση της Ρώμης δεν σήμανε τη σύναψη στέρεης συμμαχίας με τους Οστρογότθους. Σύντομα ο βασιλιάς των τελευταίων, Θεοδώριχος, φοβούμενος συνωμοσίες και δόλο από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στράφηκε εναντίον των Ρωμαίων συγκλητικών, μερικούς από τους οποίους καταδίκασε σε θάνατο.
Πολλοί ιστορικοί3 εξετάζουν υπό ενιαίο πρίσμα τη διακυβέρνηση του Ιουστίνου Α΄ και του ανιψιού και διαδόχου του Ιουστινιανού Α΄. Η παράδοση αυτή ανάγεται ήδη στον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος είναι και μία από τις βασικότερες πηγές που διαθέτουμε σήμερα για την περίοδο και τη διακυβέρνηση του Ιουστινιανού. Και πράγματι, ο Ιουστινιανός υπήρξε το δεξί χέρι του θείου του, ο οποίος είχε σπεύσει να του απονείμει πολύ υψηλά διοικητικά αξιώματα· τα δε τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου, η διακυβέρνηση είχε στην πραγματικότητα περιέλθει στα χέρια του Ιουστινιανού. Έτσι, μέρος της πολιτικής του Ιουστίνου, και σίγουρα η πολιτική των διωγμών κατά των "αιρετικών", χρεώνονται σε μεγάλο βαθμό και στον Ιουστινιανό, ο οποίος εξάλλου τις συνέχισε και χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τις συνέπειές τους.
Ιουστινιανός Α΄
Μετά το θάνατο του Ιουστίνου Α΄, τον Απρίλιο του 527, τον διαδέχτηκε ο Ιουστινιανός (Flavius Petrus Sabbatios, π. 482 - 14 Νοεμβρίου 565). Ο Ιουστινιανός υπήρξε ικανός και φιλόδοξος πολιτικός και είχε την ικανότητα να επιλέγει τους κατάλληλους συνεργάτες προκειμένου να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του: τέτοιοι συνεργάτες υπήρξαν ο κοιαίστωρ Τριβωνιανός, οι στρατηγοί Βελισσάριος και Νάρσης και ο έπαρχος του πραιτορίου Ιωάννης Καππαδόκης. Επιπλέον, μεταξύ των προσωπικοτήτων με μεγάλη επιρροή στο περιβάλλον του Ιουστινιανού υπήρξε αναμφίβολα και η σύζυγός του Θεοδώρα (π. 497 - 548).
Ο γάμος της Θεοδώρας και του Ιουστινιανού ήταν ένα ξεχωριστό φαινόμενο στην ιστορία των αυτοκρατορικών επιγαμιών και γάμων. Η Θεοδώρα ήταν ηθοποιός που συμμετείχε σε έργα με άσεμνο περιεχόμενο, αν και εγκατέλειψε τη σκηνή μετά τη γνωριμία της με τον Ιουστινιανό. Γυναίκες που ασκούσαν παρόμοια επαγγέλματα απαγορευόταν να παντρεύονται με συγκλητικούς, τάξη στην οποία ανήκε ο Ιουστινιανός· εξάλλου ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένες από την εκκλησιαστική ζωή. Πέραν αυτού, φαίνεται ότι η Θεοδώρα ήταν ευνοϊκά διακείμενη προς τον μονοφυσιτισμό, κάτι που συνιστούσε επίσης σοβαρό εμπόδιο για τον γάμο της με τον Ιουστινιανό.4 Η σύζυγος του Ιουστίνου, Ευφημία, αντιτάχθηκε σθεναρά στον γάμο αυτό. Μετά τον θάνατό της το 524, ωστόσο, έμενε κυρίως το νομικό εμπόδιο, το οποίο ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε πείθοντας τον θείο του να εκδώσει νόμο (CJ V.4.23) σύμφωνα με τον οποίο οι ηθοποιοί που είχαν εγκαταλείψει τη σκηνή δεν απαγορευόταν πλέον να παντρεύονται υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Ο Ιουστινιανός και Θεοδώρα παντρεύτηκαν και, την 1η Απριλίου 527, ο Ιουστίνος αναγόρευσε τον Ιουστινιανό συναυτοκράτορα. Η πιο γνωστή απεικόνιση του αυτοκρατορικού ζεύγους, πλαισιωμένου από αυλική συνοδεία, είναι τα ψηφιδωτά στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας.
Ήδη από την εποχή του, οι εκτιμήσεις για τον Ιουστινιανό κάλυπταν όλο το φάσμα, από τις ανεπιφύλακτα θετικές έως τις απόλυτα αρνητικές. Ο ίδιος ο Προκόπιος μας δίνει δύο αντικρουόμενα πορτραίτα του Ιουστινιανού, στα «Υπέρ των πολέμων» και «Περί κτισμάτων» από τη μία και στα «Ανέκδοτα» (Απόκρυφη ιστορία) από την άλλη.5 Κατά παρόμοιο τρόπο διίστανται και οι αποτιμήσεις των σύγχρονων ερευνητών.6 Μετά από τις λαμπρές επιτυχίες της πρώτης περιόδου της βασιλείας του Ιουστινιανού, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο κι στην πολιτική σκηνή, ήρθαν οι εξουθενωτικοί πόλεμοι στα Βαλκάνια, στην Ιταλία, στη Βόρεια Αφρική και στις ανατολικές επαρχίες. Το τίμημα που πλήρωσε το Βυζάντιο για την πραγματοποίηση των μεγαλόπνοων σχεδίων του Ιουστινιανού αποδείχθηκε πολύ μεγάλο κι ίσως πέραν των δυνατοτήτων του: τεράστιοι πόροι απαιτήθηκαν, όχι μόνο για τη διεξαγωγή των πολέμων, αλλά και για την αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος σε όλες τις περιοχές που επανακτήθηκαν, καθώς και για την ανέγερση και την συντήρηση αμυντικών κατασκευών. Μεγάλο ήταν και το βάρος των τεράστιων ποσών που καταβάλλονταν στους Πέρσες και σε άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας.
.jpg)

