Όσιος Αμωναθάς, 12 Δεκεμβρίου
Μισῶ τὰ τῆς γῆς Ἄγγελοι δέξασθέ με,
Ἀμωναθᾶς ὁ θεῖος ἐκλείπων λέγει.
Μια μέρα ένας διοικητής ήρθε στο Πελουσίο για να επιβάλει κεφαλικό φόρο στους μοναχούς, όπως και στον κοσμικό πληθυσμό. Όλοι οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν για αυτό το ζήτημα και πήγαν στον Αββά Αμοναθά. Μερικοί από τους Πατέρες σκέφτηκαν ότι έπρεπε να πάνε αυτοπροσώπως στον αυτοκράτορα.
Ο Αββάς Αμοναθάς τους είπε: «Δεν χρειάζεται τόσος κόπος. Προτιμήστε να παραμείνετε ήσυχα στα κελιά σας, να νηστέψετε για δύο εβδομάδες, και εγώ μόνος μου, με τη χάρη του Θεού, θα τακτοποιήσω αυτή την υπόθεση».
Έτσι οι αδελφοί γύρισαν στα κελιά τους. Ο γέροντας έμεινε ειρηνικά στο δικό του κελί. Στο τέλος της δεκαπενθήμερης νηστείας, οι αδελφοί δυσαρεστήθηκαν με τον γέροντα, τον οποίο δεν είχαν δει να κινείται καθόλου, και είπαν: «Ο γέροντας δεν έκανε τίποτε για την υπόθεσή μας».
Την δέκατη πέμπτη ημέρα, όπως είχαν συμφωνήσει, οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν πάλι και ο γέροντας ήρθε κρατώντας γράμμα με τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Όταν το είδαν, είπαν με μεγάλη απορία: «Πότε το πήρες αυτό, αββά;»
Τότε ο γέροντας είπε: «Πιστέψτε με, αδελφοί, εκείνη τη νύχτα πήγα στον αυτοκράτορα, ο οποίος έγραψε αυτό το γράμμα· έπειτα, πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, το επικύρωσα από τον διοικητή, και έτσι γύρισα σε εσάς».
Ακούγοντάς τα αυτά, οι αδελφοί γέμισαν φόβο (ευλάβεια) και έπεσαν μπροστά του. Έτσι η υπόθεσή τους διευθετήθηκε, και ο διοικητής δεν τους ενόχλησε πλέον.
Ο Όσιος Αμωναθάς απεβίωσε ειρηνικά.



