Ιωάννης Βλάχος
Ο Ιωάννης Βλάχος, υιός του Αθανασίου και της Ελένης, γεννήθηκε στα Κάτω Πορρόϊα Σερρών το 1935. Ήταν ο πρώτος από τα τέσσερα αδέλφια. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του κατά την περίοδο του πολέμου. Το 1950 εισήχθη στο Γυμνάσιο Σιδηροκάστρου, από το οποίο αποφοίτησε το 1956. Οι πρώτες του σπουδές ήταν εξαιρετικές, καθώς ήταν από τους καλύτερους μαθητές του Γυμνασίου και πάντοτε λάμβανε μαθητικές διακρίσεις, τις οποίες όμως ποτέ η μετριοφροσύνη του δεν του επέτρεπε να αναφέρει στους δικούς του ή στους φίλους του.
Παράλληλα φοίτησε στα κατηχητικά σχολεία της Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου, στα οποία δίδασκαν εκτός από τους μόνιμους εργαζόμενους του Ευαγγελίου και διάφοροι διαπρεπείς θεολόγοι που υπηρετούσαν εκείνη την περίοδο στο στρατό.
Ο Ιωάννης Βλάχος, με ευγενική φύση και έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, με πλούσιο οικογενειακό ιδεολογικό υπόβαθρο και ευσέβεια, και με την ενίσχυση της τότε πνευματικής κίνησης του Σιδηροκάστρου, αποφάσισε να σπουδάσει Θεολογία. Έτσι, το 1956 συμμετείχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εισήχθη μεταξύ των πρώτων. Εγγράφηκε στο Α΄ έτος των σπουδών και, ως υπότροφος της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου, εισήχθη στο Θεολογικό Οικοτροφείο της Αποστολικής Διακονίας, όπου παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών του.
Εκεί, γνωρίστηκε με εκλεκτούς συναδέλφους και παρακολούθησε σημαντικούς πανεπιστημιακούς δασκάλους της εποχής εκείνης, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε όλη την πνευματική κίνηση της Αθήνας. Ιερές ακολουθίες, κηρύγματα, ομιλίες, διαλέξεις και ό,τι καλό μπορούσε να προσφέρει η πόλη σε έναν λαμπρό φοιτητή ήταν πάντα μέσα στις επιλογές του. Οι βιβλιοθήκες τον είχαν τακτικό επισκέπτη. Η κοσμική ζωή του ήταν άγνωστη. Η φοιτητική του ζωή στην Αθήνα ομοίαζε με τη φοιτητική ζωή του Αγίου Βασιλείου στην ίδια πόλη. Τακτικός στις πανεπιστημιακές παραδόσεις και εξετάσεις, ποτέ δεν απέφυγε να προσέλθει σε εξετάσεις και ποτέ δεν απέτυχε στη Θεολογική Σχολή.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1960 αποφοίτησε με τον βαθμό «Λίαν καλώς».
Στη συνέχεια, κατατάχθηκε στον στρατό και έγινε έφεδρος αξιωματικός της Αεροπορίας. Μετά τις σχετικές εκπαιδεύσεις, υπηρέτησε στη θρησκευτική υπηρεσία του Γ.Ε.Α., όπου του δόθηκαν ευκαιρίες να αναπτύξει το έργο του και να προσφέρει στα στρατευμένα νιάτα ό,τι καλό είχε η ευγενική του ψυχή. Εκτιμήθηκε από αξιωματικούς και σμηνίτες και, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, προσλήφθηκε ως καθηγητής σε σχολείο διαφωτιστών της Αεροπορίας, όπου δίδαξε για πολλά χρόνια με ωραία αντιμισθία.
Η αδιοριστία των καθηγητών, και ιδιαίτερα των θεολόγων, εκείνη την εποχή, τον οδήγησε προσωρινά στην ιδιωτική εκπαίδευση. Παράλληλα, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου επεκτάθηκε στις σπουδές του γύρω από την ιστορία και την αρχαιολογία και αποφοίτησε το 1968.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων και αφιερώθηκε στη μελέτη και τη διδασκαλία. Φύσει βιβλιόφιλος, απέκτησε μια τεράστια προσωπική βιβλιοθήκη, στην οποία αφιέρωνε πολλές ώρες, ώστε να είναι πάντα ενημερωμένος για κάθε νέο βιβλίο. Η δίψα του για γνώση τον ώθησε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να ασχοληθεί συστηματικά με την επιστημονική έρευνα, και γι' αυτό επιθυμούσε να προσληφθεί ως επιστημονικός βοηθός σε κάποιο ΑΕΙ. Ωστόσο, οι σπουδές του και η αποκατάσταση των μικρότερων αδελφών του δεν του επέτρεψαν να απομακρυνθεί από την Αθήνα.
Το 1966 διορίστηκε ως θεολόγος καθηγητής στον Ν. Έβρου, αλλά δεν αποδέχθηκε τον διορισμό. Το 1969 διορίστηκε ως φιλόλογος καθηγητής στον Ν. Φθιώτιδας, αλλά και πάλι δεν αποδέχθηκε τον διορισμό. Στους παραπάνω λόγους της παραμονής του στην Αθήνα συνέβαλαν και προβλήματα υγείας των γονέων του, για τα οποία έδειξε μεγάλο υιϊκό ενδιαφέρον.
Είχε διάφορες υποσχέσεις για πρόσληψή του ως βοηθού σε ανώτατη σχολή, αλλά οι υποσχεθέντες τον αγνόησαν. Γνώριζε πολλά σπουδαία πρόσωπα, αλλά ποτέ δεν ενοχλούσε κανένα για προσωπικά του θέματα. Πρώην συνάδελφοί του, εκμεταλλευόμενοι τις ανώμαλες καταστάσεις της εποχής, ανέδειξαν σπουδαία καριέρα, ενώ ο Ιωάννης Βλάχος παρέμεινε πάντοτε ο σεμνός γυμναστικός δάσκαλος. Είχε γίνει μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων και της Εθνικής Ένωσης Βορείων Ελλήνων. Ήταν επίσης Γενικός Γραμματέας της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών - Μελενίκου. Σε όλα τα καθήκοντά του ανταποκρινόταν επάξια.
Συγκέντρωνε πάντα υλικό για επιστημονική έρευνα, το οποίο δυστυχώς δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί. Είχε πολλές σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, άλλα ταξινομημένα και άλλα όχι, πράγμα που δείχνει τον ευσυνείδητο ερευνητή. Δυστυχώς, η πολύωρη διδακτική του εργασία δεν του άφηνε τον απαραίτητο χρόνο για έρευνα. Τις σχολικές διακοπές τις περνούσε συνήθως σε μοναστήρια για εξέταση χειρογράφων και εικόνων ή στην Αθήνα για έρευνα του επιστημονικού υλικού του. Διακοπές για αναψυχή δεν γνώριζε ποτέ.
Η επαγγελματική αβεβαιότητα στην ιδιωτική εκπαίδευση τον απασχολούσε. Άκουσε πολλές φορές υποδείξεις από φίλους για κάτι πιο μόνιμο. Υπέβαλε αίτηση για διορισμό ως καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει έναν τέτοιο διορισμό, γιατί άλλοι "άνθρωποι" με προτεραιότητα πέρασαν μπροστά. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες συναλλαγές και πιέσεις, και σε σχετικές υποδείξεις γνωστών απαντούσε με σιωπή. Για να ενισχύσει τα προσόντα του, προχώρησε στην έκδοση της μικρής εργασίας του "Η διδασκαλία των εκθέσεων" (Αθήνα 1975, σελ. 32), στην οποία φαίνεται η πληρότητα της ενημέρωσης και ο συνδυασμός μελέτης και πείρας. Επίσης, το 1976 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως ακροατής στο μάθημα των Παιδαγωγικών και παρακολούθησε για δύο χρόνια τους τρεις ειδικούς καθηγητές. Υποβλήθηκε στις σχετικές εξετάσεις και πήρε πιστοποιητικό σπουδών. Στη συνέχεια, δημοσίευσε την εργασία του "Ο ναός του Αγίου Αθανασίου Φιλύρας Πορροΐων Σερρών" (Αθήνα 1976, σελ. 45, Ανάτυπο από τα "Σερραϊκά Χρονικά").
Το φθινόπωρο του 1977 διορίστηκε καθηγητής φιλόλογος στην εκκλησιαστική εκπαίδευση και τοποθετήθηκε στο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο και στη συνέχεια στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Καβάλας. Ο ώριμος παιδαγωγός βρισκόταν σε σχολείο όπου απαιτούνταν ειδικά προσόντα δασκάλου. Η ευσέβειά του, το ήθος του και ο ζήλος του να δώσει και να αναδείξει ανθρώπους τον επέβαλαν άμεσα στο περιβάλλον όπου βρέθηκε. Οι ιερωμένοι μαθητές έβρισκαν στο πρόσωπό του τον ιδανικό δάσκαλο. Έμενε και το απόγευμα στο σχολείο και τότε συνέχιζε να διδάσκει με άλλον τρόπο. Πολλά διηγείτο στους ιερείς, πάντα απαντούσε στις απορίες τους και συχνά παρουσίαζε διάφορα θέματα διαφανειών (σλάιντς). Τελευταία δημοσίευσε την εργασία "Ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή του Μελενίκου (εκθέσεις των μητροπολιτών Ειρηναίου και Αιμιλιανού)" Αθήνα 1979 σελ. 74 (ανάτυπο από τα "Σερραϊκά Χρονικά"). Μετά από λίγους μήνες, ο Ιωάννης Βλάχος προσβλήθηκε από την επάρατο νόσο και εγχειρίστηκε στο νοσοκομείο Καβάλας. Ήρθε στην Αθήνα αναμένοντας βελτίωση της υγείας του. Δυστυχώς, στις 28/1/80 εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, εν μέσω θρηνούντων οικείων και φίλων. Την επόμενη μέρα, 29/1/80, έγινε η κηδεία του στην γενέτειρά του και ετάφη εκεί, στην αγαπημένη του μακεδονική γη.
Ευσεβής, ενάρετος, ευγενικός, πρόθυμος να υπηρετεί ιδανικά, υπήρξε αφανής αγωνιστής. Άρτιος στο διδακτικό του έργο, προσεκτικός μελετητής σε διάφορα θέματα, εργατικός όσο λίγοι, φιλότιμος και αξιοπρεπής, γοήτευε τους ανθρώπους που τον γνώριζαν. Απλός, ταπεινός και γεμάτος καλοσύνη, προσέτρεχε πάντοτε στις ανάγκες των άλλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι εκτιμάτο από όσους τον γνώριζαν και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει καλή ανάμνηση από αυτόν. Δεν στενοχώρησε ποτέ κανέναν και κανείς δεν μπορεί να βρεθεί για να πει κάτι κακό γι' αυτόν. Στόχοι του η Εκκλησία, η Πατρίδα, η Παιδεία, ο άνθρωπος, η επιστήμη, η οικογένεια. Έχοντας πάντα κατά νου αυτά, ρύθμιζε τις ενέργειές του. Για αυτόν μπορεί να ειπωθεί ότι υπήρξε "ο άρτιος του θεού άνθρωπος". Η πρόωρη εκδημία του αφήνει κενό, γιατί σήμερα άνθρωποι όπως ο Ιωάννης Βλάχος είναι σπάνιοι. Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου ας αναπαύσει την ψυχή του.