Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων



Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ήσυχο σπίτι κοντά σε έναν κήπο, ζούσε ένα κορίτσι που το έλεγαν Αλίκη. Ήταν περίεργη και γεμάτη φαντασία, πάντα αναζητούσε κάτι νέο και μαγικό να δει ή να ανακαλύψει. Εκείνη την ημέρα, καθώς καθόταν δίπλα στη μεγάλη λίμνη στον κήπο, άκουσε έναν παράξενο ήχο: ήταν ένας λευκός λαγός που περνούσε τρέχοντας, κρατώντας ένα ρολόι στο χέρι του και λέγοντας δυνατά «Ωχ, θα αργήσω!».

Η Αλίκη, γεμάτη περιέργεια, τον ακολούθησε καθώς έμπαινε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα κάτω από ένα φράχτη. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε να πέφτει σε ένα μακρύ, σκοτεινό τούνελ που φαινόταν να μην έχει τέλος. Καθώς έπεφτε, κοίταζε γύρω της και έβλεπε ράφια γεμάτα βιβλία, ρολόγια και περίεργα αντικείμενα, όλα να αιωρούνται γύρω της, λες και ο χρόνος είχε σταματήσει.

Όταν τελικά προσγειώθηκε απαλά σε έναν μαλακό σωρό από φύλλα, βρέθηκε σε έναν λαβύρινθο από παράξενα δωμάτια και διαδρόμους. Κάθε πόρτα ήταν διαφορετική: μερικές ήταν μικροσκοπικές, άλλες γιγάντιες, και όλες έκλειναν με περίεργες κλειδαριές που κανείς δεν μπορούσε να ανοίξει με τα χέρια. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα μικρό τραπεζάκι με ένα μπουκάλι που έγραφε πάνω του «Πιες με». Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Αλίκη ήπιε μια γουλιά και, προς έκπληξή της, άρχισε να μικραίνει μέχρι που μπορούσε να περάσει μέσα από μια πόρτα που προηγουμένως φαινόταν αδύνατο να διαβεί.

Στο άλλο μέρος της Χώρας των Θαυμάτων, η Αλίκη συναντούσε όλο και πιο παράξενους χαρακτήρες. Πρώτα γνώρισε τη Λευκή Χελώνα, που της μίλησε με απαλή φωνή για τα μυστήρια της Χώρας και της έδειξε δρόμους που άλλαζαν μέγεθος και σχήμα κάθε φορά που τα κοίταζε. Μετά συνάντησε τον Τρελό Καπελά, που οργανώσει ένα τσάι-πάρτι όπου οι καλεσμένοι έπιναν τσάι από φλιτζάνια που δεν τελείωναν ποτέ και έτρωγαν κέικ που έκανε τον καθένα να αλλάζει ύψος με το κάθε μπουκιά. Η Αλίκη γέλασε πολύ, αλλά ένιωσε και λίγο χαμένη, γιατί η λογική που ήξερε δεν υπήρχε εκεί.

Καθώς συνέχιζε την περιπλάνησή της, βρέθηκε σε ένα μεγάλο κήπο γεμάτο λουλούδια που μιλούσαν και έντομα που τραγουδούσαν. Τα λουλούδια την καλούσαν να παίξει μαζί τους, αλλά και την προειδοποιούσαν για την αυστηρή Βασίλισσα των Καρδιών, που ήταν γνωστή για τις εκρήξεις θυμού της και την τυραννική της φύση. Η Αλίκη κατάλαβε ότι έπρεπε να είναι προσεκτική και να χρησιμοποιεί τη σοφία της, καθώς οι παράξενες φιλίες και οι περίεργες συναντήσεις μπορούσαν να τη βοηθήσουν ή να την βάλουν σε μπελάδες.

Μια μέρα, η Αλίκη βρέθηκε να περπατά σε έναν μακρύ διάδρομο γεμάτο πόρτες και καθρέφτες. Σε έναν από τους καθρέφτες, είδε το είδωλό της να κινείται ανεξάρτητα, σαν να είχε δική του ζωή. Το είδωλο μίλησε και την προέτρεψε να ανακαλύψει τα μυστικά της Χώρας των Θαυμάτων όχι με βία αλλά με ευφυΐα και θάρρος. Εκείνη η συνάντηση την έκανε να καταλάβει ότι η περιπέτεια δεν ήταν μόνο παιχνίδι και διασκέδαση· υπήρχαν κανόνες και μυστήρια που έπρεπε να λύσει για να επιβιώσει και να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο.

Η Αλίκη συνάντησε επίσης την Καμήλα, που της είπε για τις δοκιμασίες που θα αντιμετώπιζε αν πήγαινε στο παλάτι της Βασίλισσας. «Η λογική σου και η καρδιά σου πρέπει να συνεργαστούν», είπε η Καμήλα. «Μη φοβηθείς να μιλήσεις την αλήθεια, γιατί εδώ η αλήθεια έχει περισσότερη δύναμη από τη δύναμη.» Η Αλίκη την άκουσε προσεκτικά, γνωρίζοντας ότι το ταξίδι της στη Χώρα των Θαυμάτων ήταν πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι είχε φανταστεί.

Μέχρι στιγμής, η Αλίκη είχε μάθει ότι η περιέργεια ήταν το πιο δυνατό όπλο της. Κάθε παράξενος χαρακτήρας που συνάντησε – ο Γρύφων, η Μαλακή Χελώνα, ο Τρελός Καπελάς, τα μιλώντας λουλούδια και η Καμήλα – της έδειχνε κάτι νέο, κάποιο μυστικό ή κάποιο αίνιγμα που έπρεπε να λύσει. Η περιπέτειά της δεν ήταν μόνο για να εξερευνήσει, αλλά για να καταλάβει τον ίδιο τον εαυτό της και τη δύναμη της φαντασίας και της λογικής της.

Καθώς η μέρα περνούσε, η Αλίκη βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο παλάτι, όπου η Βασίλισσα των Καρδιών διοργάνωνε ένα μεγάλο δικαστήριο για να τιμωρήσει όποιον είχε παραβεί τους κανόνες της Χώρας. Οι μάρτυρες ήταν παράξενα πλάσματα, και οι κατηγορούμενοι ήταν ζώα και κάρτες. Η Αλίκη κατάλαβε ότι έπρεπε να είναι προσεκτική αλλά και να μιλήσει με θάρρος όταν ήρθε η σειρά της να καταθέσει.

Η Αλίκη στάθηκε μπροστά στο μεγάλο τραπέζι του δικαστηρίου, όπου η Βασίλισσα των Καρδιών καθόταν σε ένα θρόνο, με το στέμμα της να γυαλίζει και τα μάτια της να σπινθηρίζουν από θυμό. Δίπλα της καθόταν ο Βασιλιάς, πιο ήσυχος και λιγότερο αυστηρός, που προσπάθησε να ηρεμήσει την Αλίκη με ένα ελαφρύ νεύμα. Γύρω τους, οι κάρτες – όλες οι μορφές της τράπουλας – στέκονταν όρθιες, με το κεφάλι ψηλά, σαν στρατιώτες.

Ο Λευκός Λαγός σφύριξε δυνατά και φώναξε: «Η δίκη αρχίζει!». Οι μάρτυρες στάθηκαν στη σειρά, ο ένας πιο παράξενος από τον άλλον. Ο Τρελός Καπελάς μπήκε πρώτος, κρατώντας ένα φλιτζάνι τσαγιού στο ένα χέρι και ένα κομμάτι ψωμί με βούτυρο στο άλλο. Ξεκίνησε να εξηγεί γιατί είχε πάρει μέρος στο τσάι-πάρτι, αλλά μπερδευόταν συνεχώς, χάνοντας τα λόγια του και μπερδεύοντας τις ημερομηνίες. Ο Μάρτιος Λαγός τον διόρθωνε συνεχώς, και ο Μικρός Ύπνος (ο Νυσταγμένος Χάρος) έπαιζε με τα μάτια του, μισοκοιμισμένος, δίνοντας μια αστεία αίσθηση στο σκηνικό.

Η Αλίκη παρακολουθούσε προσεκτικά, σημειώνοντας στον νου της κάθε λεπτομέρεια. Κατάλαβε ότι η λογική που γνώριζε στον πραγματικό κόσμο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εδώ: οι κανόνες άλλαζαν συνεχώς, οι μαρτυρίες ήταν αστείες και τα γεγονότα φαινομενικά παράλογα. Παρ’ όλα αυτά, η Αλίκη ήξερε ότι έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμη και να χρησιμοποιήσει τη σοφία της.

Καθώς οι μάρτυρες παρουσίαζαν τα γεγονότα, η Βασίλισσα των Καρδιών ξέσπασε ξανά: «Αποκεφαλισμός!», φώναξε σε κάθε αβλαβές λάθος που έκαναν τα πλάσματα. Οι φύλακες έτρεχαν, έπιαναν τους μάρτυρες και τους έδιωχναν προσωρινά από το δωμάτιο, ενώ η Αλίκη παρακολουθούσε σοκαρισμένη αλλά και γεμάτη θάρρος.

Όταν ήρθε η σειρά της Αλίκης να μιλήσει, πήρε μια βαθιά ανάσα και βήμα-βήμα ξεκίνησε να εξηγεί όσα είχε δει και ζήσει. Μίλησε για το Τρελό Τσάι, για τα μιλώντας λουλούδια, για τη Λευκή Χελώνα και τον Γρύφο, αλλά και για τα μυστήρια που είχε ανακαλύψει στον δρόμο της. Οι κάρτες άκουγαν με προσοχή, και η Βασίλισσα, αν και αρχικά εκνευρισμένη, άρχισε να παρατηρεί την αποφασιστικότητα και την ειλικρίνεια της Αλίκης.

Καθώς η δίκη προχωρούσε, η Αλίκη παρατήρησε κάτι παράξενο: οι τάρτες που είχαν κλαπεί εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά της, και φάνηκε πως δεν υπήρχε κανένα αληθινό έγκλημα. Όλα τα πλάσματα είχαν μπερδευτεί, και η ίδια η Βασίλισσα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η δικαιοσύνη στη Χώρα των Θαυμάτων δεν ήταν ποτέ όπως στον πραγματικό κόσμο.

Με θάρρος, η Αλίκη πρότεινε: «Ας μην αποκεφαλίζουμε κανέναν. Ας λύσουμε το μυστήριο μαζί, με λογική και συνεργασία.» Η φωνή της ήταν τόσο σταθερή, που όλοι σιώπησαν. Η Βασίλισσα, για πρώτη φορά, φάνηκε να σκέφτεται ήρεμα και να μην ξεσπά σε θυμό. Τα πλάσματα άρχισαν να γελούν, να συζητούν και να συνεργάζονται για να αποκαλύψουν την αλήθεια για τις τάρτες.

Η δίκη τελείωσε με γέλια, συγνώμες και φιλίες. Η Αλίκη είχε μάθει πως η φαντασία, η λογική και η θάρρος μπορούσαν να αλλάξουν ακόμα και τα πιο παράξενα και απειλητικά γεγονότα στη Χώρα των Θαυμάτων. Το ταξίδι της είχε τελειώσει, και καθώς η μέρα έφτανε στο τέλος της, ένιωσε ξανά το σώμα της να μεγαλώνει, έτοιμο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο.

Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε στο λιβάδι δίπλα στην αδελφή της, που καθόταν ήρεμη, μαζεύοντας τα φύλλα από τον κήπο. Η Αλίκη χαμογέλασε και της είπε για τις απίθανες περιπέτειες της. Η αδελφή της άκουγε με προσοχή, γεμάτη θαυμασμό για τη φαντασία και το θάρρος της μικρής Αλίκης.

Η Αλίκη έμαθε κάτι πολύ σημαντικό εκείνη την ημέρα: ακόμα και οι πιο παράλογες καταστάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με θάρρος, καλή καρδιά και καθαρό μυαλό. Και όσο ζούσε, θα κρατούσε ζωντανή μέσα της τη Χώρα των Θαυμάτων, για να θυμάται ότι η φαντασία και η ειλικρίνεια είναι τα πιο δυνατά όπλα που έχει κανείς.

Καθώς η Αλίκη παρακολουθούσε τους τελευταίους μάρτυρες και τις κάρτες να τρέχουν πάνω-κάτω, ένιωσε ότι όλο αυτό το χάος είχε κάτι μαγικό και διδάσκοντάς την. Κάθε πλάσμα στη Χώρα των Θαυμάτων είχε τη δική του λογική και τις δικές του συνήθειες, και αυτό την έκανε να σκεφτεί πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος της φαντασίας από τον δικό της.

Ξαφνικά, η Βασίλισσα των Καρδιών σηκώθηκε, τα μάτια της άστραφταν, και φώναξε: «Αποκεφαλισμός!». Τα πλάσματα πάγωσαν, και η Αλίκη κατάλαβε πως αν δεν έπαιρνε πρωτοβουλία, κάποιος θα τιμωρούνταν άδικα. Με θάρρος, μπήκε μπροστά και είπε: «Βασίλισσα, δεν υπάρχει λόγος να τιμωρούμε κανέναν. Ας δούμε τι πραγματικά συνέβη με τις τάρτες».

Η φωνή της ήταν τόσο σταθερή και γεμάτη αυτοπεποίθηση που οι φύλακες σταμάτησαν, οι κάρτες έκρυψαν προσωρινά τα όπλα τους, και η Βασίλισσα κοίταξε την Αλίκη, μισοεκπληκτή και μισοθυμωμένη. Η Αλίκη πρότεινε να ψάξουν όλοι μαζί για τα ίχνη των κλεμμένων τάρτων, χωρίς φωνές και τιμωρίες.

Ο Λευκός Λαγός και ο Γρύφος την ακολούθησαν, και μαζί με τον Τρελό Καπελά και τον Μάρτιο Λαγό, άρχισαν να ψάχνουν γύρω από το τραπέζι, κάτω από τις καρέκλες, ακόμα και πίσω από τις κουρτίνες. Τα λουλούδια στο δικαστήριο τους παρακολουθούσαν με περιέργεια, και κάποια μιλούσαν μεταξύ τους: «Τι παράξενοι επισκέπτες!», «Δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ τόση φασαρία».

Η Αλίκη παρατήρησε ότι οι τάρτες δεν είχαν χαθεί τελικά· απλώς είχαν μετακινηθεί από τις κάρτες που τις έβαλαν να προσέχουν ενώ κανείς δεν κοιτούσε. Με ένα χαμόγελο, τους μάζεψε όλους και τους επέστρεψε στο τραπέζι. «Βλέπετε; Δεν υπήρξε κλοπή, μόνο ένα μικρό μπέρδεμα», είπε.

Η Βασίλισσα, παρά την αρχική της οργή, άρχισε να ηρεμεί. «Λοιπόν, ίσως δεν χρειάζεται να αποκεφαλίσουμε κανέναν σήμερα», είπε αργά. Τα πλάσματα ξέσπασαν σε γέλια, και η Αλίκη ένιωσε μια ανακούφιση που ποτέ δεν είχε φανταστεί.

Μετά από αυτό, η Αλίκη γύρισε στο τραπέζι και παρατήρησε όλες τις κάρτες να χορεύουν γύρω της, σαν να της έκαναν τελετή τιμής. Τα πλάσματα άρχισαν να τραγουδούν και να γελούν, και ο Γρύφος της είπε: «Η φαντασία σου είναι η πιο ισχυρή δύναμη εδώ μέσα. Χάρη σε εσένα, όλα είναι ξανά ήρεμα».

Η Αλίκη κοίταξε γύρω της και συνειδητοποίησε ότι όλα τα παράξενα πλάσματα είχαν γίνει φίλοι της. Ο Τρελός Καπελάς της πρόσφερε τσάι, ο Μάρτιος Λαγός της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί με βούτυρο, και ο Γρύφος της χάιδεψε απαλά το κεφάλι. Το δικαστήριο είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη γιορτή, γεμάτη γέλια και μουσική.

Όμως, η Αλίκη ένιωσε ξανά τη μαγεία να τη σηκώνει. Το σώμα της μεγάλωνε, και ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. Με ένα τελευταίο βλέμμα στη Χώρα των Θαυμάτων, είπε: «Θα σας θυμάμαι πάντα». Τα πλάσματα της κούνησαν τα χέρια τους και της φώναξαν αντίο.

Ξαφνικά, βρέθηκε ξανά στο λιβάδι, με το κεφάλι της στην αγκαλιά της αδελφής της, που την κοιτούσε με αγάπη. Τα φύλλα έπεφταν ήσυχα από τα δέντρα, και τα πουλιά κελαηδούσαν στον κήπο. Η Αλίκη χαμογέλασε, αναλογιζόμενη όλες τις περιπέτειες που είχε ζήσει.

Η αδελφή της την αγκάλιασε και είπε: «Τι όνειρο ήταν αυτό, Αλίκη;». Η Αλίκη γέλασε και απάντησε: «Ήταν μια περιπέτεια που μου έμαθε να έχω θάρρος, καλή καρδιά και να πιστεύω στη φαντασία μου».

Από εκείνη την ημέρα, η Αλίκη κράτησε μέσα της τη Χώρα των Θαυμάτων, για να θυμάται ότι η μαγεία υπάρχει παντού γύρω μας, αρκεί να κοιτάμε με τα μάτια της καρδιάς και να μην φοβόμαστε τα παράξενα. Κι έτσι, μεγάλωσε με χαρά, γελώντας, μαθαίνοντας και μοιράζοντας τις ιστορίες της σε όλα τα παιδιά που ήθελαν να ονειρευτούν, όπως και εκείνη.

Και έζησε, όπως λένε όλα τα καλά παραμύθια, ευτυχισμένη για πάντα.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άγιος Μάριος επίσκοπος Σεβαστείας

Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο, 4 Οκτωβρίου

Μεταφορά από τη Μάλτα στο Γκάτσινα τμήματος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, μαζί με την εικόνα της Παναγίας της Φιλερμίου και το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 12 Οκτωβρίου

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Σαν σήμερα



Εορτασμοί σήμερα


Αναρτήσεις...

  • Φόρτωση αναρτήσεων...

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού