Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΑ από τον Φιλανδό δημοσιογράφο Άντερο Βάρτια

Τα ξημερώματα της 6ηςΑπριλίου [1941] τα βουνά πίσω από τα σύνορα της Βουλγαρίας έμοιαζαν νεκρά και εγκαταλειμμένα. Οι απότομες πλαγιές με τους κέδρους και τις φτέρες και οι γυμνοί βράχοι από πάνω τους, πάνω από τις κορυφές των οποίων ανέτειλε κατακόκκινος ο ήλιος, έδειχναν να καταπίνουν στην αγκαλιά τους τον στενό δρόμο που περνούσε από την κοιλάδα του Στρυμόνα και οδηγούσε στον Νότο.

Το γερμανικό τάγμα εφόδου βρισκόταν σε απόσταση 200 μέτρων από τα σύνορα και περίμενε το σήμα της επίθεσης προχωρώντας μέσα στο σκοτάδι. Η ελληνική συνοριακή φρουρά, καμιά τριανταριά άντρες, άνοιξε πυρ κι έπειτα υποχώρησε με προσοχή προς τον Νότο. Τα κτίρια της φρουράς έπιασαν φωτιά.
Οι πρώτοι πυροβολισμοί έθεσαν σε συναγερμό την ελληνική άμυνα. Ψηλά από το βουνό, σε ύψος περίπου 1800 μέτρων, έπεσαν πράσινες και κόκκινες φωτοβολίδες και ακολούθησε σειρά σφοδρών πυροβολισμών.
Στις 5.50 το γερμανικό πυροβολικό άνοιξε πυρ. Σφοδρά πυρά που έσκιζαν το σκοτάδι έπεφταν πάνω στα βουνά. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, εκρήξεις αντηχούσαν σχεδόν ασταμάτητα ανάμεσα στα βράχια και τέλος χάθηκαν σαν βουητό στο διάστημα. Έπειτα πάλι όλα σιώπησαν.
Καθώς ξημέρωνε χτύπησαν τα στούκας που έλαμπαν ασημιά κάτω από τον ήλιο. Όρμησαν σαν γεράκια πάνω στις ορεινές θέσεις των Ελλήνων. Οι τεράστιες βόμβες ξεκολλούσαν γιγάντιους ογκόλιθους, ξέσκιζαν την κάλυψη των αμυντικών θέσεων στις πλαγιές και χτυπούσαν τις θυρίδες που ήταν κρυμμένες στα γκρίζα βράχια. Οι πρώτες πτήσεις των γερμανικών αεροπλάνων έγιναν από πιο μακρινά αεροδρόμια. Είκοσι λεπτά αργότερα κι ενώ η πρώτη επίθεση είχε τελειώσει σηκώθηκαν πάλι, αυτή τη φορά όμως από αεροδρόμια δίπλα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο καπνός και η σκόνη από τους βομβαρδισμούς είχαν σχεδόν κρύψει τον ήλιο.
Το πρώτο γερμανικό τάγμα εφόδου είχε εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος και είχε φτάσει στη γραμμή Μεταξά. Ακολουθούσαν τα τανκς.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες είχαν αποτραβηχτεί από τα σύνορα. Ταμπουρωμένοι στα αμπριά τους περίμεναν την πρώτη αναμέτρηση των Γερμανών και των Ελλήνων.
Το γερμανικό τάγμα συνέχιζε την προέλασή του χωρίς να προαισθάνεται κάτι κακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο διάσπαρτα πυρά τουφεκιών τους είχαν ενοχλήσει και εξεπλάγησαν όταν στο άνοιγμα που υπήρχε κάτω από την απότομη πλαγιά άρχισαν να τους χτυπούν από καμιά τριανταριά σημεία στα βουνά έντονες ομοβροντίες πυροβολικού και πολυβόλων.
Ο διοικητής του τάγματος τραυματίστηκε σοβαρά και το θωρακισμένο αυτοκίνητό του χτυπήθηκε κι έπιασε φωτιά στη μέση της κοιλάδας. Ο πρώτος στρατιώτης που παρασημοφορήθηκε σ’ αυτό τον παγκόσμιο πόλεμο, ο λοχαγός Σουλτζ, έπεσε στην πρώτη γραμμή του λόχου του.
Το γερμανικό πυροβολικό χτυπούσε αλύπητα. Τα βομβαρδιστικά επιτίθονταν ξανά και ξανά σε μεγάλα κύματα εναντίον των ορεινών θυλάκων. Μάταια. Τα βαριά πυροβόλα του πεζικού, οι χειροβομβίδες και τα φλογοβόλα δεν μπορούσαν να θραύσουν τη γραμμή Μεταξά. Τα τεθωρακισμένα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συνήθως. Η κατάσταση έμοιαζε μ’ αυτήν στο Έιν: έπρεπε να ανοίξει δρόμο το πεζικό.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η γραμμή Μεταξά είχε δείξει τα λιονταρίσια νύχια της. Ο ισχυρός πυλώνας της, το ύψωμα 322, είχε σταματήσει την προέλαση των Γερμανών. Η γραμμή Μεταξά δεν μπορούσε να καταληφθεί με κατά μέτωπο επίθεση. Κάθε λόφος έκρυβε μέσα του ένα ή περισσότερα θωρακισμένα οχυρά, τα όρια των οποίων αποκαλύφθηκαν μόνο όταν οι χειροβομβίδες και οι βόμβες διέλυσαν την πράσινη κάλυψή τους.
Η μόνη πιθανότητα να πληγούν τα ελληνικά οχυρά ήταν η κίνηση αποκλεισμού που έκαναν οι Γερμανοί την επόμενη νύχτα ενώ συνεχιζόταν οι μάχες.
Την εντολή του αποκλεισμού έλαβε ένα τάγμα των ορεινών δυνάμεων που στάλθηκε αεροπορικώς και προχώρησε μέσα από φαράγγια και απάτητες πλαγιές στα νώτα των Ελλήνων.
Χτύπησε ξαφνικά τα οχυρά από πίσω χρησιμοποιώντας φλογοβόλα, χειροβομβίδες και εκρηκτικά. Στα βαθιά υπόγεια οχυρά και στα ανοίγματά τους έγιναν άγριες μάχες άνευ προηγουμένου, στις οποίες, κυρίως οι σκαπανείς των γερμανικών ορεινών μονάδων, έδειξαν εξαιρετική γενναιότητα και μαχητικότητα. Ίσως αναγνωρίζοντας τη γενναιότητά τους, αλλά συγχρόνως και τη γενναιότητα των ελλήνων στρατιωτών, ο επικεφαλής του γερμανικού στρατεύματος δήλωσε στο ανακοινωθέν του: «Οι μάχες στήθος με στήθος που έλαβαν χώρα στη Γραμμή Μεταξά δεν έχουν προηγούμενο σε κανένα πεδίο πολέμου».
Οι διηγήσεις των πρώτων αιχμαλώτων αποκάλυψαν κάτι παράξενο: Οι Έλληνες είχαν συνεχώς την εντύπωση ότι πολεμούσαν εναντίον των Βουλγάρων. Μόνο το βράδυ της δεύτερης μέρας κατάλαβαν ότι στη Γραμμή Μεταξά είχαν επιτεθεί οι Γερμανοί.
Αφού τα φλογοβόλα που κατευθύνονταν στο άνοιγμα των οχυρών δεν βοήθησαν, οι γερμανοί σκαπανείς διείσδυσαν βαθιά στους υπόγειους διαδρόμους των οχυρών, όπου με χειροβομβίδες και εκρηκτικά προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμο στα βάθη του βουνού. Οι σκληρές και αιματηρές μάχες που έγιναν στα ορύγματα της γραμμής Μεταξά, και στα καταφύγια έμοιαζαν με οδομαχίες στα λαβυρινθώδη στενά μιας υπόγειας και άγνωστης πόλης, μέσα στον καπνό και το σκοτάδι.

Η πρώτη μέρα της μάχης ήταν ηλιόλουστη και καθαρή. Το επόμενο βράδυ το βαρόμετρο έπεσε ξαφνικά και το πρωί έβρεχε. Το παχύ στρώμα σκόνης που κάλυπτε τον δρόμο προς τον Νότο μετατράπηκε γρήγορα σε λάσπη, η επιφάνειά του μαλάκωσε και σύντομα οι δρόμοι της Βόρειας Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με λασπόλουτρα παρά με δρόμους κυκλοφορίας. Τα ορεινά οχυρά και ο στρατηγός Καιρός ήταν στο πλευρό των Ελλήνων.
Στον λασπωμένο δρόμο και κάτω από καταρρακτώδη βροχή οι γερμανικές δυνάμεις περίμεναν ακόμα δύο μέρες μέχρι να μπορέσουν να συνεχίσουν την προέλαση. Οι μάχες συνεχίζονταν σφοδρές για την κατάληψη του οχυρού. Πολλά υπόγεια οχυρά είχαν ήδη καταληφθεί και οι γενναίοι έλληνες υπερασπιστές τους είχαν πέσει ή είχαν αιχμαλωτιστεί. Όμως το γιγαντιαίο υπόγειο οχυρό που εδώ κι εκεί ήταν λαξευμένο στον βράχο σε βάθος πάνω από 40 μέτρα κρατούσε ακόμα πεισματικά.
Οι Γερμανοί είχαν συνδέσει τις κομμένες τηλεφωνικές γραμμές του οχυρού με το δικό τους τηλεφωνικό κέντρο. Έτσι το βράδυ της τρίτης μέρας ήρθαν σε επαφή με τη διοίκησή του.
«You have a division above you — kapitulation is the only delivery» (έχετε μια μεραρχία από πάνω σας. Μόνο αν παραδοθείτε θα σωθείτε), φώναξε στο τηλέφωνο ένας από τους στρατιώτες με τα αγγλικά που είχε μάθει στο σχολείο.
Απάντηση δεν ακούστηκε. Όμως, την ίδια μέρα το απόγευμα το οχυρό παραδόθηκε.
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Τα γερμανικά στρατεύματα που προέλαυναν από τη Νότια Σερβία μέσω της κοιλάδας του Αξιού ήταν ήδη έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Τη νύχτα της 8ηςπρος 9η Απριλίου, στις 12 τα μεσάνυχτα, δύο έλληνες αξιωματικοί έφεραν ένα σπουδαίο μήνυμα στον διοικητή των γερμανικών μονάδων που επιτίθονταν στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έμενε σε ένα πανδοχείο. Ο ένας ήταν ο διοικητής της πόλης, στρατηγός, και ο άλλος ο διοικητής της στρατιάς της Ανατολικής Μακεδονίας, ο οποίος έφερε μήνυμα από τον στρατηγό Μπακόπουλο για παράδοση του στρατού και ανακωχή. Εκεί, στο μικρό πανδοχείο, γύρω από ένα τραπέζι, κρίθηκε η τύχη της στρατιάς της Θράκης, της Θεσσαλονίκης και της Γραμμής Μεταξά. Οι έλληνες αξιωματικοί άλλαξαν την ώρα στα ρολόγια τους βάζοντας αυτήν την Γερμανίας. Τα γερμανικά τάγματα εφόδου μπήκαν στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου, ώρα 7.00 το πρωί. Το ίδιο απόγευμα παραδόθηκε και η Γραμμή Μεταξά.
Το μεγαλοπρεπές ελληνικό οχυρό που κατασκευάστηκε μυστικά μετά το 1935, έπεσε λόγω της αδυναμίας των πτερύγων του. Οι Γερμανοί το πολιόρκησαν δύο φορές με μια κυκλωτική κίνηση που έφτασε ως τις ακτές του Αιγαίου και μια σφοδρή επίθεση στα νώτα του μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν αποφασιστικό πλήγμα για τους υπερασπιστές της, αλλά μέχρι τη στιγμή που η ελληνική φρουρά της πόλης ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ότι η Γραμμή Μεταξά παραδόθηκε, οι μάχες συνεχίστηκαν σφοδρές και αιματηρές για την κατάληψη του υψώματος 322 και των υπόγειων οχυρών. Οι μάχες αυτές μπορούν να συγκριθούν με τις σφοδρότερες μάχες του δυτικού μετώπου.
Τη Γραμμή Μεταξά υπερασπίστηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία των Ελλήνων περίπου 22.500 άντρες. Από το οχυρό του υψώματος 322 βγήκαν 1400 άντρες.
Όταν οι γενναίοι υπερασπιστές του οχυρού βγήκαν στο φως του ήλιου, είδαμε μοναδικές σκηνές που θα μείνουν στην ιστορία αυτού του πολέμου.
Ένας γερμανός αξιωματικός πρόσφερε τσιγάρο και μια γουλιά κονιάκ από το παγούρι του στον έλληνα αξιωματικό που λίγο νωρίτερα είχε σταθεί εναντίον του με το πιστόλι στο χέρι στο άνοιγμα του οχυρού.
«Συγνώμη, αλλά δεν έχω φωτιά» είπε ο Έλληνας λαχανιασμένος και έκπληκτος.
 «Παρακαλώ», απάντησε ο Γερμανός και του άναψε το τσιγάρο.
Έλληνες στρατιώτες κουβαλούσαν γερμανούς τραυματίες.
 «Χτυπούσατε με αναθεματισμένη ακρίβεια», διαπίστωσε ο έλληνας αξιωματικός που σύρθηκε έξω από το οχυρό με το πολυβόλο στο χέρι και το πρόσωπο ματωμένο.
«Αμυνθήκατε έξοχα» απάντησε ο επικεφαλής των Γερμανών που είχαν πολιορκήσει το οχυρό.
Οι γερμανοί στρατιώτες τριγύριζαν παραξενευμένοι στον υπόγειο λαβύρινθο της Γραμμής Μεταξά. Τους συνόδευε ένας έλληνας αξιωματικός.
«Αν ζούσε ο Μεταξάς, η Ελλάδα και η Γερμανία δεν θα είχαν εμπλακεί ποτέ σε πόλεμο», είπε. «Ο Μεταξάςσπούδασε τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο, στην Πολεμική Ακαδημία».
«Ήταν μαθητής του von Schlieffen», απάντησε χαμογελώντας ο γερμανός αξιωματικός. «Ένας από τους καλύτερους μαθητές του. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο».
Έπειτα από τις τριήμερες σφοδρές μάχες, στο πεδίον της μάχης που ήταν ακόμα γεμάτο πτώματα ελλήνων και γερμανών στρατιωτών, δημιουργήθηκε μια συντροφικότητα που έκανε αυτόν τον πόλεμο –θα επιθυμούσα να πω– ανθρώπινο και όμορφο. Έλληνες και Γερμανοί στρατιώτες χαιρετιόντουσαν μέσα στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά που είχαν καταληφθεί όπως δύο ξιφομάχοι, οι οποίοι έπειτα από έναν σκληρό αγώνα χαιρετιούνται με τα ξίφη τους και δίνουν τα χέρια. Κι αυτό δεν έγινε μόνο τις πρώτες μέρες του πολέμου στην κοιλάδα του Στρυμόνα, αλλά καθ’ όλη τη διάρκειά της επίθεσης. Κλασική και εξωπραγματική φιλία ανάμεσα στον γενναίο νικητή και τον γενναίο ηττημένο. Ο Χίτλερ προσέβλεπε στην ελληνική φιλία όταν διέταζε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στη γη της Αρχαίας Ελλάδας. Στα χώματα της Ελλάδας πολεμούσε εναντίον της Αγγλίας και όχι των Ελλήνων. Και οι διαταγές του πραγματοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο όταν, ενώ ακόμα συνεχιζόταν ο πόλεμος, η διοίκηση του γερμανικού στρατού απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους κι έδωσε εντολή οι έλληνες αξιωματικοί που απελευθερώνονται να διατηρούν τον οπλισμό τους.
Ο πόλεμος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, από τον πρώτο πυροβολισμό που έπεσε το πρωί της 6ηςΑπριλίου 1941, ήταν σε κάποια σημεία αδιανόητος για να είναι πόλεμος. Ήταν ένας πόλεμος ανθρώπινος. Για τη Γιουγκοσλαβία δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο.
[…]

Μετ. από τα φινλανδικά: Μαρία Μαρτζούκου

Άντερο Βάρτια (Antero Vartia)

Ο Άντερο Βάρτια (1912-1969) υπήρξε δημοσιογράφος και μουσικός με σπουδές στη Ακαδημία Σιμπέλιους και κατά τη δεκαετία του 1930 μάλιστα συνέθεσε μουσική για τον φινλανδικό κινηματογράφο. Εργάστηκε ως συντάκτης εξωτερικών ειδήσεων στην εφημερίδα Uusi Suomi από το 1937. Διετέλεσε ανταποκριτής της εφημερίδας στην Κοπεγχάγη (1939), το Βερολίνο (1940-41) και τη Στοκχόλμη (1943-1950). Το 1941 ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα στην Βαλκανική Εκστρατεία Από το 1951 εργάστηκε στην Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Λονδίνο.



Kun aamu sarasti huhtikuun 6. pnä [1941], Bulgarian rajan takana kohoava vuoristo näytti kuolleelta ja hylätyltä. Jyrkät katajaa ja sananjalkoja kasvavat rinteet ja niiden yllä kohoavat paljaat kallioseinämät, joiden huipuilla punersi nouseva aurinko, näyttivät kokonaan nielevän syliinsä Struma-joen laaksossa kiemurtelevan, etelään johtavan kapean tien.
Saksalainen kärkipataljoona oli 200 metrin päässä rajalta odottanut hyökkäysmerkkiä. Se eteni pimeässä rajan yli. Kolmikymmenmiehinen kreikkalainen rajavartiojoukkue avasi kivääritulen, mutta vetäytyi sen jälkeen varovaisesti etelään. Rajavartioston rakennukset paloivat.
Ensimmäiset laukaukset olivat hälyttäneet kreikkalaisten puolustuslinjan. Jostakin ylhäältä vuorilta 1 800 metrin korkeudesta ammuttiin punaisia ja vihreitä valoraketteja, joita seurasi sarja kumeita laukauksia.
Saksalainen tykistö avasi tulen klo 5.50. Valojuova- ammukset iskivät kiivaina ryöppyinä vuorenseinämiä vastaan. Lähtölaukaus, kranaatin ulvonta ja räjähdys kaikuivat melkeinpä loppumattomiin kallioiden välissä ja häipyivät lopulta kumeana huminana avaruuteen. Sitten oli jälleen hiljaista.
Aamun valjetessa hyökkäsivät syöksypommittajat. Niiden tasot hohtivat hopealta auringonpaisteessa.
Ne iskivät kuin haukat kreikkalaisten vuoristoasemia vastaan. Raskaat pommit irroittivat kallionseinämistä jättiläismäisiä lohkareita, repivät hajalle vuorenrinteisiin rakennettujen puolustusasemien naamioverhot ja iskivät harmaaseen kallioon kätkettyjä ampuma- ja tähystysaukkoja vastaan. Ensimmäisen lentonsa saksalaiset koneet suorittivat kauempana olevilta kentiltä. Kaksikymmentä minuuttia myöhemmin ensimmäisen hyökkäyksen päätyttyä ne lähtivät jälleen uudelle lennolle — nyt jo aivan Bulgarian ja Kreikan rajan läheisyydessä olevilta kentiltä. Pommiräjähdysten aiheuttamat savu- ja pölypilvet uhkasivat pimentää auringon.
Saksalainen kärkipataljoona oli marssinut kaksi kilometriä Kreikan maaperällä saapuessaan Metaxas-linjan uloimmille esteille. Panssarit vyöryivat sen jäljessä.
Bulgarialaiset sotilaat oli vedetty rajalta taaksepäin. Kaivautuneina maakuoppiin he odottivat saksalaisten ja kreikkalaisten ensimmäistä yhteenottoa.
Saksalaisten kärkijoukkojen pahaa aavistamatta jatkaessa etenemistään, jota tähän mennessä oli häirinnyt vain hajanainen kiväärituli, yllätti ne jyrkän vuorenseinämän alla olevalla aukiolla kolmestakymme­nestä eri puolilla olevasta vuoristopesäkkeestä tasangolle suuntautuva raivoisa, suorasuuntauksella ampuvien tykkien ja konetuliaseiden tuli. Pataljoonankomentaja haavoittui vaikeasti, ja hänen panssari­autonsa ammuttiin tuleen keskellä tasankoa. Tämän maailmansodan ensimmäisen rautaristin ritariristin saaja luutnantti Schultz kaatui komppaniansa kärjessä.
Saksalaisten tykistö ampui lakkaamatta. Syöksypommittajat hyökkäsivät uudelleen kerta kerran jälkeen suurina aaltoina vuoristolinjan pesäkkeitä vastaan. Turhaan. Jalkaväen raskaiden konekiväärien, käsikranaattien ja liekinheittimien tuli ei pystynyt Metaxas-linjan kallioseinämiin. Panssarivoimia ei voitu käyttää niinkuin tavallisesti. Tilanne oli samankaltainen kuin Aisnella: jalkaväen oli avattava panssareille tie.
Kun alkoi hämärtää, saksalaisten oli pakko vetääntyä. Metaxas-linja oli näyttänyt leijonankyntensä. Sen mahtava tukipylväs, Festungsberg, kukkula 322, oli pysäyttänyt saksalaisten etenemisen. Metaxas-linjaa ei voitu vallata rintamahyökkäyksellä. Jokainen kallionkukkula kätki sisäänsä yhden tai useampia panssaroituja pesäkkeitä, joiden ääriviivat paljastuivat vasta kranaattien ja lentopommien revittyä hajalle niiden vihreät naamiot.
Ainoa mahdollisuus kreikkalaisten vuorilinnoituksen kukistamiseen oli saartoliike, johon saksalaiset ryhtyivät seuraavana yönä taistelujen jatkuessa Festungsbergin solassa.
Saartokäskyn saanut vuoristojoukkojen pataljoona, jota huollettiin lentoteitse, eteni kallionsolien kautta kreikkalaisten selustaan raivattuaan itselleen tien ylitse­pääsemättömiltä tuntuvien jyrkkien vuoriharjanteiden yli.
Se iski yllättäen linnoitusjärjestelmän selustaan käyttäen aseinaan liekinheittimiä, käsikranaatteja ja kasapanoksia. Syvissä maanalaisissa bunkkereissa ja niiden aukoilla käytiin ennenkuulumattoman kiivaita lähitaisteluja, joissa varsinkin saksalaisten vuoristojoukkojen pioneerit osoittivat tavatonta rohkeutta ja taistelumieltä. Ehkä juuri heitä tarkoittaen ja antaen samalla tunnustuksen urhoollisille kreikkalaisille sotilaille Saksan puolustusvoimien ylijohto ilmoitti tiedonannossaan: »Metaxas-linjalla on käyty sellaisia lähitaisteluja, joita ei ole vielä nähty millään sotanayttämöllä. »
Ensimmäisten vankien kertomukset paljastivat ihmeellisen seikan: kreikkalaiset olivat koko ajan luulleet taistelevansa bulgarialaisiavastaan. Vasta toisen taistelupäivän iltana heille selvisi, että Metaxas-linjaa vastaan hyökkäävät joukot olivat saksalaisia.
Kun bunkkerin aukkoon suunnattu liekinheitin ei auttanut, saksalaiset pioneerit tunkeutuivat linnoituksen syviin, maanalaisiin käytäviin, joissa he käsikranaatein ja kasapanoksin taistelivat itselleen tien yhä syvemmälle vuoren uumeniin. Metaxas-linjan kaikuvissa holveissa, maanalaisissa miehistöasumuksissa ja varastosuojissa käydyt kiihkeät ja veriset taistelut olivat kuin katutaisteluja maanalaisen, tuntemattoman kaupungin sokkeloisissa labyrinteissa, savussa ja pimeässä.
Ensimmäinen taistelupäivä oli ollut aurinkoinen ja kirkas. Seuraavana yönä ilmapuntari laski yht’kkiä, ja aamulla satoi taivaan täydeltä. Etelään johtavan tien paksu pölykerros vaihtui nopeasti liejuksi, tien pohja pehmeni, ja Pohjois-Kreikan tiet muistuttivat pian enemmän mutakylpylöitä kuin liikennöitäviä teitä. Vuorilinnoitukset ja kenraali Sää olivat kreikkalaisten puolella.
Rankkasateessa liejuisella tiellä saksalaiset päävoimat odottivat vielä kaksi päivää voidakseen jatkaa etenemistään. Taistelut jatkuivat kiihkeinä Festungsbergin omistuksesta. Useita maanalaisia pesäkkeitä oli jo vallattu, ja niiden urhoollinen kreikkalainen miehistö oli jo kaatunut tai otettu vangiksi. Mutta jättiläismäinen maanalainen linnoitus, joka paikoitellen oli louhittu kallioon yli 40 metrin syvyyteen, piti vielä sitkeästi puoliaan.
Saksalaiset olivat yhdistäneet katkaistut, linnoitukseen johtavat puhelinjohdot oman komentopaikkansa puhelimeen. He saivat kolmannen taistelupäivän iltana yhteyden linnoituksen komentopaikkaan.
— You have a division above you — kapitulation is the only delivery (yläpuolellanne on divisioona — antautuminen on ainoa pelastuskeino), huutaa eräs vuoristojoukkojen pioneeri koulussa oppimallaan englannin kielellä puhelimeen.
Vastausta ei kuulu. Mutta saman päivän iltana Festungsberg antautuu.
Tapahtumat olivat lännempänä kehittyneet nopeasti. Etelä-Serbiasta Vardar-joen laakson suuntaisesti edenneet saksalaiset joukot olivat jo Salonikin porteilla.
Huhtikuun 9. päivän vastaisena yönä klo 24 kaksi kreikkalaista upseeria toi tärkeän sanoman Kavaklin majatalossa asuvalle Salonikiin hyökkäävien saksalaisten joukkojen komentajalle. Toinen oli Salonikin kaupungin komendantti, kenraali arvoltaan, toinen Kreikan itämakedonialaisen armeijan esikuntapäällikkö, joka toi kenraali Bakopoulosin armeijan antautumisilmoituksen ja aselevonpyynnön. Pienen majatalon pöydän ääressä ratkaistiin Kreikan Traakian-armeijan, Salonikin ja — Metaxas-linjan kohtalo. Kreikkalaiset upseerit muuttivat kellonsa Saksan aikaan. Saksalaiset kärkijoukot marssivat Salonikiin huhtikuun 9. päivän aamuna klo ½ 7. Metaxas-linja antautui saman päivän iltana.
Kreikkalaisten mahtava linnoitusjärjestelmä, jota oli salaisesti rakennettu jo vuodesta 1935 lähtien, kaatui sivustojensa heikkouteen. Saksalaiset saartoivat sen kaksinkertaisesti, ulompaa suurella, Egeanmeren rantaan ulottuvalla pihtiliikkeellä ja Struma-joen laaksossa linnoitusvyöhykkeen selustaan suunnatulla vahvan iskujoukon hyökkäyksellä. Salonikin valtaus oli sen puolustajille ratkaiseva isku. Mutta siihen hetkeen saakka, kun Salonikin kreikkalainen varuskunta lennätinteitse ilmoitti antautuneestaan>antautumisestaan Metaxas-linjan päälinnaketta komentavalle upseerille, taistelut jat­kuivat kiivaina ja verisinä »kukkula 322:n» ja muiden maanalaisten pesäkkeiden omistuksesta. Niitä voidaan täydellä syyllä verrata länsirintaman kiihkeimpiin taisteluihin Saksan suurten voittojen päivinä.
Metaxas-linjaa puolusti saksalaisten hyökkäyksen tapahtuessa kreikkalaisten tietojen mukaan n. 22 500 miestä. Yksistään kukkula 322:n uumenista nousi maan pinnalle 1400 miestä.
     
Kun vuorilinnoituksen urhoolliset puolustajat astuivat suojistaan päivänvaloon, nähtiin kohtauksia, jotka lienevät ainutlaatuisia tämän sodan historiassa.
Saksalainen upseeri tarjosi savukkeen ja kenttäpullostaan kulauksen konjakkia kreikkalaiselle upseerille, joka hetkistä aikaisemmin oli seissyt pistooli kädessä häntä vastassa linnoituksen suuaukolla.
— Pahoittelen, minulla ei ole tulta, kreikkalainen sanoi hengästyneenä ja hämillään.
— Olkaa hyvä! Saksalainen upseeri sytytti hänen savukkeensa.
Kreikkalaiset sotilaat taluttivat haavoittunutta saksalaista.
— Te ammuitte kirotun tarkasti, totesi kreikkalainen upseeri, joka ryömi esiin konekivääripesäkkeestään kasvot yltä päältä veressä.
— Te puolustauduitte loistavasti, vastasi pesäkettä piirittäneen saksalaisen pioneerijoukkueen johtaja.
Saksalaiset sotilaat kulkivat ihmetellen Metaxas-linjan maanalaisissa labyrinteissa. Heitä opasti kreikkalainen upseeri.
 Jos Metaxas[1] olisi saanut elää, ei Kreikan ja Saksan sotaa koskaan olisi tullut, sanoi hän. — Metaxas opiskeli neljä vuotta Berliinin sota-akatemiassa.
— Hän oli von Schlieffenin oppilas, totesi saksalainen upseeri hymyillen. —Etevimpiä hänen oppilaitaan.
He ymmärsivät toisiaan.
     
Kiihkeän, kolme päivää kestäneen taistelun päätyttyä syntyi taistelukentällä, jolla äsken vielä oli kymmeniä kreikkalaisten ja saksalaisten sotilaiden ruumiita, asetoveruus, joka teki Kreikan sodasta inhimillisen ja — tekisi mieli sanoa — kauniin sodan. Kreikkalainen ja saksalainen sotilas tervehtivät toisiaan kukistuneen Metaxas-linjan kalliobunkkereissa kuin kaksi miekkailijaa, jotka kiihkeän ottelun jälkeen tervehtivät toisiaan miekoillaan ja puristavat toistensa kättä. 
Sellaista ei tapahtunut vain ensimmäisinä taistelupäivinä Struma-joen laaksossa, vaan se jatkui koko sodan ajan — urhoollisen voittajan ja urhoollisen voitetun välinen klassillinen, epätodellinen ystävyys.
Hitler oli vedonnut Kreikan ystävyyteen antaessaan joukoilleen käskyn marssia antiikin Hellaan maahan. Hän taisteli Kreikan maaperällä Englantia, ei kreikka­laisia vastaan. Kauneimmalla tavalla hänen sanansa kävivät toteen silloin, kun Saksan sotavoimain ylijohto taistelujen vielä jatkuessa Kreikan maaperällä vapautti kaikki kreikkalaiset sotavangit ja antoi määräyksen, että kreikkalainen upseeri vankeudesta vapautuessaan tai taistelusta luovuttuaan sai säilyttää aseensa.
Saksan ja Kreikan sota oli ensimmäisistä huhtikuun 6. päivän aamuna ammutuista laukauksista lähtien eräiltä kohdiltaan käsittämätön ollakseen sota. Se oli inhimillinen sota. Jugoslaviasta ei kukaan voi sanoa samaa. […]

] »Kreikan Rautakäsi» ja diktaattori, Metaxas-linjan suunnittelija ja rakentaja, kenraali Johann Metaxas, jonka muistomerkki oli pystytetty erään linnoitetun kukkulan harjanteelle Struma-joen laaksossa, kuoli kuten virallisesti ilmoitettiin sydänhalvaukseen tammikuun 30. pnä 1941 neuvoteltuaan edellisinä päivinä Englannin lähi-idän armeijan ylipäällikön kenraali Wavellin kanssa, joka odottamatta oli saapunut Ateenaan. Mitä neuvottelut koskivat, ei ole tarkoin tiedossa, mutta yleisesti on vallalla käsitys, että Metaxas vastusti jyrkästi englantilaisen maaarmeijan lähettämistä Kreikkaan pitäen Kreikan tulevalle kohtalolle onnellisempana, jos brittiläinen apu rajoittuisi vain ilmavoimiin, Saksalaisella taholla on virallisesti viitattu mahdollisuuteen, että Englannin Secret Service raivasi hänet tieltään, koska hänen tiedettiin olleen brittien suunnitelmien esteenä.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου