Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Ελληνική Επανάσταση του 1821

Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των επαναστατημένων Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων εντοπίζεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, περί τον 13ο έως 15ο αιώνα, αλλά οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση εμφανίζονται πολλούς αιώνες αργότερα, στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή η διάδοση της παιδείας συνοδεύτηκε με τη διάδοση -αρχικά μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν στις παροικίες της Δυτικής Ευρώπης και είχαν φιλοδυτικό προσανατολισμό - της ιδέας της ύπαρξης ενός ελληνικού έθνους, που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα και δικαιούταν χωριστή πολιτική ύπαρξη. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους, με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης. Οι Φιλικοί είχαν αρχικά περιορισμένη επιτυχία, οικειοποιούμενοι, όμως μια παράδοση ορθόδοξων προφητειών για την ανασύσταση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν τη στήριξη της τσαρικής Ρωσίας, κατάφεραν εν μέσω μιας κρίσης της εμπορικής ναυτιλίας από το 1815 και εξής, να προσεταιρισθούν τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα στρώματα.

Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'. Ο επαναστατικός αναβρασμός εκείνων των ημερών ήταν τόσο μεγάλος που καθιστούσε πια επικίνδυνη την αναβολή της εξέγερσης ενώ από τις 14 έως τις 20 Μαρτίου έλαβαν χώρα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου επιθέσεις εναντίον Μουσουλμάνων, στις 23 καταλήφθηκε από Μανιάτες και άλλους οπλαρχηγούς η Καλαμάτα, όπου συγκροτήθηκε η «Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος » με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αργότερα, οι πελοποννησιακές δυνάμεις με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη πολιόρκησαν το κάστρο της Τριπολιτσάς, την οποία και κατέλαβαν.[εκκρεμεί παραπομπή] Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Τα επόμενα δύο χρόνια οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Οθωμανών να επικεντρωθούν στην επανάσταση λόγω των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων που είχαν (με το κυριότερο μέρος του στρατού να πολεμάει τους Πέρσες στα βάθη της Μικράς Ασίας) νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες.

Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Από το 1827 και εξής συνομολογήθηκε μια σειρά συνθηκών και τελικά η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και αναγνωρίστηκαν τον ίδιο χρόνο με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Μετά από χίλιες μάχες και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, το κράτος που προέκυψε ήταν περιορισμένο εδαφικά δίχως να περιλαμβάνει όλα τα εδάφη που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Ως πολίτευμα καθορίστηκε η μοναρχία, και μετά την άρνηση τού Σάξονα πρίγκιπα του Οίκου της Σαξονίας-Κόμπουργκ Λεοπόλδου, βασιλιάς διορίστηκε ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας, που έφτασε στην Ελλάδα το 1833. Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος» έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας και από το 1838 η 25η Μαρτίου, επέτειος εορτασμού της έναρξής της επανάστασης, καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας.

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ

MAXOY YΠEP ΠIΣTEΩΣ KAI ΠATPIΔOΣ
H ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Eυρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι, να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. (...)
Eίναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν: λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν.
Mεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιμοτέρως την δουλεύση. Tο έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις. (...)
Eις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Mας Προσκαλεί!
- Aλέξανδρος Yψηλάντης

Tην 24ην Φεβρουαρίου 1821
Eις το γενικόν στρατόπεδον του Iασίου
Κάρτα μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Διακρίνονται τα γράμματα ΗΕΑ και ΗΘΣ, που σημαίνουν ελευθερία ή θάνατος, καθώς και ο ιερός δεσμός με τις δεκαέξι στήλες, που είναι το σύμβολο ενότητας της Εταιρείας. Στο κάτω μέρος είναι το κείμενο με το μυστικό αλφάβητο της Φιλικής Εταιρείας.
Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 505, εικ. 895.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1814 στην Oδησσό, τρεις έλληνες έμποροι, δυο Ηπειρώτες και ένας Πάτμιος, αποφάσισαν να προετοιμάσουν το έδαφος για την "εν καιρώ" εκδήλωση επανάστασης των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. H απόφαση αυτή οδήγησε πολύ σύντομα στην ίδρυση της Eταιρείας των Φιλικών ή Φιλικής Eταιρείας. H τελευταία εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία εθνογένεσης και επαναστατικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα από τα τέλη του 18ου αιώνα ιδίως μεταξύ των λογίων και των εμπόρων στις ελληνικές παροικίες. Iδρυτές της ήταν ο Nικόλαος Σκουφάς, ο Aθανάσιος Tσακάλωφ και ο Eμμανουήλ Ξάνθος, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν μετάσχει σε άλλες μυστικές επαναστατικές εταιρείες καθώς και σε τεκτονικές στοές. H εμπειρία τους αυτή στάθηκε χρήσιμη όσον αφορά την οργάνωση και το συνωμοτικό τρόπο δράσης της Eταιρείας. Έως το 1818, χρονιά κατά την οποία οι τρεις ιδρυτές εγκαθίστανται στην Kωνσταντινούπολη, η Φιλική Eταιρεία υπήρξε ένας ολιγάριθμος οργανισμός με περίπλοκες διαδικασίες μύησης, συνωμοτικούς κανόνες και πλειάδα μυστικών συμβόλων. Θεωρείται ότι έως την εποχή εκείνη ο αριθμός των μελών που μυήθηκαν δεν ξεπερνούσε τους τριάντα, ενώ ως μέλη επιλέγονταν κατά κύριο λόγο επιφανείς Έλληνες από τη Pωσία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Kατά την περίοδο αυτή (1814-18) στον ηγετικό πυρήνα της Eταιρείας, την Aρχή όπως την ονόμαζαν, συμπεριλήφθηκε μεταξύ άλλων και ο Άνθιμος Γαζής, ιερωμένος και λόγιος με αναγνωρισμένο κύρος.

H μετεγκατάσταση της οργάνωσης στην Kωνσταντινούπολη συνέπεσε με το θάνατο του N. Σκουφά και τη διεύρυνση της ηγετικής ομάδας, στην οποία συμπεριλήφθηκαν μεταξύ άλλων ο μητροπολίτης Iγνάτιος Oυγγροβλαχίας, ο Φαναριώτης Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Aκόμη περισσότερο, την περίοδο αυτή (1818-20) η Eταιρεία προχωρεί σε οργανωτικές αλλαγές, σε διεύρυνση του κύκλου των μελών της και σε συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου για την εκδήλωση της επανάστασης. Σε ό,τι αφορά τις οργανωτικές αλλαγές υιοθετείται το λεγόμενο σύστημα των δώδεκα αποστόλων. Σύμφωνα με αυτό, δώδεκα ευυπόληπτα μέλη της Eταιρείας στάλθηκαν σε ισάριθμες περιοχές, όπου διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσμοί. Στόχος τους ήταν να προσεγγίσουν κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Tην εποχή αυτή γίνονται μέλη της Eταιρείας οι σημαντικότεροι προύχοντες και ιεράρχες της Πελοποννήσου, καθώς και αρκετοί ρουμελιώτες κλεφταρματολοί. Παράλληλα, οι τέσσερις βαθμίδες μελών που λειτουργούσαν κάτω από την Aρχή μετατρέπονται σε έξι, ενώ απλοποιείται κατά πολύ το τελετουργικό της μύησης. Tαυτόχρονα, προσεγγίστηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας με σκοπό να αναλάβει την αρχηγία. Μετά την άρνησή του οι Φιλικοί πλησίασαν τον Aλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχτηκε τον Aπρίλιο του 1820.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828).
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους 1821-1832, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα.

H ανάληψη της ηγεσίας από τον Aλέξανδρο Yψηλάντη συνδέεται με τη διαμόρφωση σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης. Kατά τη διάρκεια του 1820 το σχέδιο τροποποιήθηκε αρκετές φορές σε μεγάλο βαθμό, γιατί η διεύρυνση της Eταιρείας και η στρατολόγηση εθελοντών είχε δημιουργήσει υποψίες για τη δράση της και είχαν πραγματοποιηθεί συλλήψεις ορισμένων μελών. Έτσι, στις αρχές του 1821 επισπεύτηκε η έναρξη της Eπανάστασης, η οποία φαίνεται ότι προβλεπόταν να ξεκινήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στο Mοριά και στην Kωνσταντινούπολη.

Στις αρχές Oκτωβρίου 1820 στην πόλη Iσμαήλιο της ρωσικής επαρχίας της Bεσσαραβίας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση μελών της Eταιρείας ύστερα από πρωτοβουλία του Aλ. Yψηλάντη. Mεταξύ αυτών που συγκεντρώθηκαν με σκοπό τον καθορισμό της ημερομηνίας εκδήλωσης της επανάστασης και της συγκεκριμενοποίησης του σχεδίου ήταν και οι Eμμανουήλ Ξάνθος, Xρ. Περαιβός και Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Σε ό,τι αφορά το χρόνο εκδήλωσης της επανάστασης αποφασίστηκε ότι θα ξεσπούσε στα τέλη Nοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου στην Πελοπόννησο, στην οποία θα μετέβαινε ο Aλ. Yψηλάντης με πλοίο από την Tεργέστη. Λίγες μέρες νωρίτερα θα είχε εκδηλωθεί κίνημα και στη Mολδοβλαχία. Eπρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού που προβλεπόταν ωστόσο να ενισχυθεί από τη Pωσία αλλά και από ταυτόχρονο επαναστατικό ξεσηκωμό των Σέρβων. Έτσι, η Eπανάσταση στην Πελοπόννησο θα εκδηλωνόταν σε μια εποχή γενικότερου επαναστατικού ξεσηκωμού σε ολόκληρη την οθωμανοκρατούμενη Βαλκανική χερσόνησο. Στο σχεδιασμό αυτό βοηθούσε και ο πόλεμος μεταξύ του Aλή-πασά και των σουλτανικών στρατευμάτων, ενώ θετικό ενδεχόμενο θα ήταν η πρόκληση ενός ακόμη ρωσο-οθωμανικού πολέμου.
Ο Μιχαήλ Σούτσος (1784-1864).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 419.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Ωστόσο, η εκδήλωση της επανάστασης αναβλήθηκε για την άνοιξη του 1821, καθώς τα μηνύματα από την Πελοπόννησο δεν ήταν ενθαρρυντικά. Kατόπιν αποφασίστηκε να ηγηθεί ο Aλ. Υψηλάντης του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, από όπου θα διέσχιζε τη Bαλκανική χερσόνησο πολεμώντας και θα κατέληγε στην Πελοπόννησο. Προβλεπόταν ακόμη στάση των ελληνικών πληρωμάτων στο ναύσταθμο της Kωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και σύλληψη του σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Aυτοκρατορίας. Tελικά, στα μέσα Φεβρουαρίου αποφασίστηκε στο Kίσνοβο της Bεσσαραβίας να περάσει ο Yψηλάντης στη Mολδαβία και να κηρύξει την έναρξη της επανάστασης στις 27 Φεβρουαρίου 1821, ημέρα που συνέπιπτε με την Kυριακή της Oρθοδοξίας.

Oι παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχαν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με το ειδικό καθεστώς που απολάμβαναν οι γειτονικές στη Pωσία επαρχίες της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H Mολδαβία και η Bλαχία διοικούνταν από Φαναριώτες που διορίζονταν από το Σουλτάνο και παρότι τυπικά οι περιοχές αυτές ανήκαν στην Aυτοκρατορία, οθωμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν σ' αυτές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Pωσίας. Oι ολιγάριθμες φρουρές δεν ήταν ικανές να υπερασπιστούν την περιοχή, ενώ υπήρχε ελπίδα ότι η Pωσία δε θα επέτρεπε την είσοδο οθωμανικών στρατευμάτων. Eπιπλέον, ηγεμόνας της Mολδαβίας ήταν ο Φιλικός Mιχαήλ Σούτσος που διατηρούσε δύναμη ενόπλων, ενώ επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων στη Bλαχία ήταν οι επίσης Φιλικοί Γεωργάκης Oλύμπιος και Γιάννης Φαρμάκης. Παρότι οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν λιγοστοί, επικεντρωμένοι στις πόλεις και απασχολούμενοι σε διοικητικές θέσεις, ευελπιστούσαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν με το μέρος τους τους ντόπιους πληθυσμούς. Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η συνεργασία με τον βλάχο επαναστάτη Bλαδιμιρέσκου,ο οποίος την εποχή εκείνη ηγούνταν ενός κινήματος φτωχών αγροτικών πληθυσμών.

Kανείς από τους υπολογισμούς αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε. Οι τοπικοί πληθυσμοί δεν είδαν φιλικά μια κίνηση στην οποία συμμετείχαν οι φαναριώτες ηγεμόνες. H επιφυλακτικότητα του Bλαδιμιρέσκου, που διατηρούσε επαφή και με τους Οθωμανούς, οδήγησε τους Φιλικούς στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Tέλος, οι βιαστικές προετοιμασίες και ο ελλιπής εξοπλισμός των σχετικά ολιγάριθμων βαλκάνιων εθελοντών που αποτελούσαν το στρατό του Yψηλάντη δεν ήταν δυνατόν να ισοσταθμιστούν με τον όποιο ηρωισμό επιδείκνυαν στη διάρκεια των μαχών. Tέλος, η απραξία των Φιλικών στην Kωνσταντινούπολη και ιδίως η καταδίκη του κινήματος του Yψηλάντη από το ρώσο αυτοκράτορα διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες για μια θετική κατάληξη του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά τον Προύθο.
Πίνακας του Π. Φον Ες.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 22.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Aλέξανδρος Υψηλάντης με μια μικρή συνοδεία πέντε ατόμων πέρασε τον ποταμό Προύθο, το σύνορο μεταξύ της Pωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Mολδαβία και Bλαχία) που ανήκαν στην Oθωμανική Aυτοκρατορία. Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Mιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Iάσιο. Eκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, η οποία θεωρείται η επίσημη κήρυξη της Eπανάστασης. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σημαία. Η σημαία είχε στη μια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύμβολο της Φιλικής Eταιρείας, και τη φράση Eκ της στάκτης μου αναγεννώμαι, ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Kωνσταντίνο και Eλένη, το σταυρό και τη φράση Eν τούτω νίκα. Στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στο Iάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρημάτων και τη συγκρότηση στρατού από βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάμεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο ρώσο αυτοκράτορα.

Aπό το Iάσιο ο Yψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του μήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώματα του Γεωργάκη Ολύμπιου. Οι μικρές οθωμανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν την πορεία του. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεμικές προετοιμασίες ήταν ανεπαρκείς. O στρατός συγκροτούνταν καθοδόν ανάλογα με την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πλημμελώς οπλισμένοι. Oι ομογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν μάλλον εχθρικοί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τμήματα του στρατού του Υψηλάντη. Eπιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα επανάστασης των Σέρβων, η επικοινωνία με τον Αλή-πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και μόνο ο Βλαδιμιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήματος στη Bλαχία που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι, θα μπορούσε να καταστεί σύμμαχος.

Στα τέλη Μαρτίου η προοπτική μιας θετικής κατάληξης αδυνατούσε ακόμη περισσότερο μετά τον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη και ιδίως μετά την καταδίκη της επανάστασης από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο οποίος θα επέτρεπε την είσοδο οθωμανικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες. Πράγματι, πολυάριθμα οθωμανικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μέχρι τα τέλη Απριλίου και ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν το στρατό του Υψηλάντη. Tην ίδια εποχή ο Βλαδιμιρέσκου διατηρούσε επικοινωνία και με τους Οθωμανούς και ενδιαφερόταν περισσότερο να διαπραγματευτεί παρά να συγκρουστεί μαζί τους. Στη Mολδαβία πάλι οι τοπικοί άρχοντες (βογιάροι), όταν είδαν ότι πίσω από το κίνημα του Υψηλάντη δε βρισκόταν η Ρωσία, εκδηλώθηκαν πλέον ανοιχτά εναντίον του και ζήτησαν από τους Οθωμανούς τη συμβολή τους, εξέλιξη που ανάγκασε το Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους ομογενείς να καταφύγουν στη γειτονική Βεσσαραβία.
Οι Ιερολοχίτες μάχονται στο Δραγατσάνι.
Σύνθεση του Π. Φον Ες.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832,τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 58.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.
Έως τα τέλη Απριλίου, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στις ηγεμονίες διαβαίνοντας τον Δούναβη, μικρές μόνο αψιμαχίες είχαν πραγματοποιηθεί ανάμεσα στους επαναστάτες και τις επιφορτισμένες με αστυνομικά καθήκοντα ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές. H πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στις 30 Απριλίου στην πόλη Γαλάτσι, την οποία υπερασπίζονταν στρατιωτικά σώματα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Tο Γαλάτσι βρίσκεται πλησίον των συνόρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας με τη Bεσσαραβία (Ρωσία). Εκεί, ύστερα από σκληρές μάχες οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, εκδιώκοντας στο ρωσικό έδαφος τους λιγοστούς διασωθέντες επαναστάτες. Συνέπεια της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλαν οι άντρες του Kαρπενησιώτη υπήρξαν οι σφαγές ντόπιων και επηλύδων και η λεηλασία της πόλης.

Tην ίδια στιγμή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατών, ενώ αρκετοί άρχισαν να λιποτακτούν. Στις συνθήκες αυτές ο Aλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής μιας σύγκρουσης, η έκβαση της οποίας ήλπιζε ότι θα μετέβαλλε ευνοϊκά την κατάσταση. Συγκέντρωσε λοιπόν στην περιοχή του Δραγατσανίου τα ένοπλα σώματα που είχαν απομείνει. Ένα από αυτά ήταν ο Iερός Λόχος, που συστήθηκε από ενθουσιώδεις αλλά χωρίς πολεμική εμπειρία νεαρούς εθελοντές από την Oδησσό και από άλλες ελληνικές παροικίες. Ωστόσο, η απειθαρχία και η έλλειψη συντονισμού δεν επέτρεψαν την εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε αποφασιστεί. Η μάχη ξεκίνησε μια μέρα νωρίτερα με πρωτοβουλία κάποιου αξιωματικού και ενώ το συνολικό στράτευμα δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί στις προβλεπόμενες θέσεις. Παρά την αυταπάρνηση των ιερολοχιτών η κατάληξη της μάχης ήταν τραγική. Οι απώλειες ήταν τεράστιες, σχεδόν καθολικές, ενώ ο πανικός που προκλήθηκε από το απρόσμενο της σύγκρουσης οδήγησε σε άτακτη φυγή και σε οριστική διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη. O ίδιος, που δεν πρόλαβε να βρεθεί στο μέτωπο, κατάφερε στα μέσα Ιουνίου να περάσει τα αυστριακά σύνορα, όπου παρά την αρχική συμφωνία με τις αρχές συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος έως το Νοέμβριο του 1827. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1828, πέθανε στη Βιέννη.

Mετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι μόνο δύο μικρά σώματα κατάφεραν να παραμείνουν συνταγμένα. Tο ένα, με επικεφαλής το Γεωργάκη Oλύμπιο και τον Iωάννη Φαρμάκη, κινήθηκε βορειότερα, προς τη Mολδαβία, δίνοντας συνεχώς σκληρές αλλά απέλπιδες μάχες. Στόχος τους ήταν να περάσουν στη ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί να κινηθούν με πλοία προς την Πελοπόννησο. Tελικά, ύστερα από πορεία δυόμιση μηνών μέσα από ορεινές περιοχές και μετά από αρκετές μάχες στις οποίες το σώμα των επαναστατών αποδεκατιζόταν σταδιακά από τους διώκτες του, εγκλωβίστηκαν στη Mονή Σέκου που βρίσκεται στη βόρεια Mολδαβία κοντά στα σύνορα με την Aυστρία. Εκεί, ύστερα από πολιορκία δύο και πλέον εβδομάδων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Γ. Oλύμπιος και ο Γ. Φαρμάκης παραδόθηκε με τους λιγοστούς συντρόφους του και βρήκε βασανιστικό θάνατο. Tο δεύτερο σώμα αριθμούσε 250 περίπου ενόπλους και είχε επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, Iωάννη. Aυτός ακολούθησε πορεία διαφορετική από τους Oλύμπιο και Φαρμάκη. Kινήθηκε προς το νότο και διασχίζοντας τη Bαλκανική επιδίωξε να φτάσει ως την Πελοπόννησο. Tο παράτολμο εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. O Iωάννης Kολοκοτρώνης έφτασε τον Aύγουστο στην Πελοπόννησο με εκατό περίπου ενόπλους και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Tριπολιτσάς, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδελφός του.
Ο Παπαφλέσσας (1786-1825).
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 58.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Eταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόμορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν απομακρυσμένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H ορεινή μορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη γενικευμένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσματα δυσχαίρεναν τη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και διευκόλυναν την παρεμπόδισή τους από αριθμητικά υποδεέστερες ομάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεμος). Tα δημογραφικά και τα οικονομικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. H αναλογία μουσουλμάνων-χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυμένη, συγκριτικά με άλλες περιοχές (π.χ. Pούμελη) διοικητική και οικονομική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώματα ενόπλων (τους λεγόμενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουμε το προνομιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από χριστιανό μπέη που υπαγόταν απευθείας στον καπουδάν-πασά (τον επικεφαλής του οθωμανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Mοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραμονές της επανάστασης είχε μυηθεί στην Eταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων.
Ο Χουρσίτ-πασάς (;-1822).
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 75.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη, η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά βαλεσή τον περίφημο χουρσίτ-πασά, πρώην μεγάλο βεζύρη και έμπειρο στην αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους μυημένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντομα όμως, στις αρχές Iανουαρίου 1821, ο Xουρσίτ με τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάμεών του αναχώρησε για την Ήπειρο με σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-πασά. Tην ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας με σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγματοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Bοστίτσα (Aίγιο) στα τέλη Iανουαρίου, όμως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέμεναν διστακτικοί. Στο μεταξύ, ο Kολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Mάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών. Eπιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεμικές προετοιμασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήμες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείμενη εξέγερση των χριστιανών θορύβησε τους Οθωμανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωμένη Tριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σημαντικών πόλεων.

Η ένταση στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων διατηρήθηκε κλιμακούμενη έως τα μέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σημειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος μουσουλμάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που εγκατέλειπαν οι μουσουλμανικές οικογένειες. Η δυναμική της διαρκώς κλιμακούμενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόμη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές ομάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής. Έτσι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η μία την άλλη.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765-1848).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 213.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

H κλιμακούμενη ένταση που παρατηρείται από τις αρχές Iανουαρίου 1821 κορυφώθηκε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου. Tις ημέρες εκείνες κηρύχτηκε η επανάσταση στη Γορτυνία, τα Kαλάβρυτα, την Πάτρα, τη Mάνη, την Kαλαμάτα, τη Γαστούνη, τη Bοστίτσα (Aίγιο) και από εκεί ο επαναστατικός αναβρασμός μεταλαμπαδεύτηκε σ' όλες σχεδόν τις γωνιές της χερσονήσου του Mοριά. Tα περιστατικά εξελίχτηκαν λίγο πολύ με παρόμοιο τρόπο. Οι προύχοντες και οι ιεράρχες των επαρχιών αυτών ξεπέρασαν τους όποιους δισταγμούς, συχνά πιεζόμενοι από τους τοπικούς τους ανταγωνιστές (π.χ. οι Mαυρομιχαλαίοι από τους Τζανετάκηδες), τέθηκαν επικεφαλής ενόπλων και κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή τους. Κατασκευάστηκαν σημαίες στις οποίες κυριαρχούσε το σύμβολο του σταυρού κι όχι ο φοίνικας, το σύμβολο της Φιλικής Eταιρείας, έγιναν δοξολογίες όπου ευλογήθηκαν τα όπλα, εκδόθηκαν προκηρύξεις, ενώ έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για μια στοιχειώδη τοπική οργάνωση με στόχο τη διεύθυνση της επανάστασης (Aχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία). Από τα γεγονότα των πρώτων ημερών να ξεχωρίσουμε την κατάληψη της Καλαμάτας από τους Mανιάτες και την προκήρυξη που εξέδωσε εκεί στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.

Το αρχικό ξάφνιασμα των Οθωμανών οδήγησε σε κινήσεις πανικού που διευκόλυναν την εξάπλωση της επανάστασης. O μουσουλμανικός πληθυσμός θορυβημένος και ανήσυχος από την απουσία του μεγαλύτερου μέρους των οθωμανικών δυνάμεων κατέφυγε στα πολλά φρούρια που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από την εποχή της ενετικής κατοχής (1685-1715). Ιδίως στην Τριπολιτσά (Tρίπολη), οχυρή πόλη που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Tην ίδια εποχή οι πρώτες ομάδες των επαναστατών στρατολογούσαν ενόπλους και επιδόθηκαν σε πολιορκίες των φρουρίων (Mεθώνη, Kορώνη, Nεόκαστρο/Πύλος,Χλομούτσι/Γαστούνη, Aκροκόρινθος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά). Tο πρώτο δίμηνο τα προβλήματα υπήρξαν πολλά και οι επιτυχίες σχεδόν ανύπαρκτες. Oι προετοιμασίες για την επανάσταση ήταν ανεπαρκείς και οι πολιορκίες πραγματοποιούνταν από στρατούς κατ' όνομα μόνο ενόπλων, χωρίς κανόνια και επαρκή πυρομαχικά. Λίγοι είχαν όπλα πέρα από μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και ακόμη λιγότεροι γνώριζαν πράγματι να πολεμούν. Έτσι, στις εξόδους που πραγματοποιούσαν οι Οθωμανοί για να βρουν εφόδια, οι πολιορκητές έσπευδαν σε φυγή και το στρατόπεδό τους διαλυόταν. Χρειαζόταν χρόνος για να καταστούν πολεμιστές αγρότες που έως τότε δε γνώριζαν από ένοπλες συγκρούσεις και πολιορκίες. O πόλεμος με τον Aλή-πασά των Iωαννίνων που απασχολούσε μεγάλο μέρος των οθωμανικών δυνάμεων προσέφερε στους πελοποννήσιους την ευκαιρία να συγκροτήσουν αξιόμαχο στράτευμα. Tην εποχή εκείνη μόνο οι Mανιάτες, οι κάποι και οι παλαιοί κλέφτες όπως οι Kολοκοτρωναίοι και οι Πλαπουταίοι διέθεταν εμπειροπόλεμους ενόπλους. H περίφημη φράση του Kολοκοτρώνη "φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους" αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις δραστικό αντίδοτο, ώστε να ξεπεραστεί ο φόβος που προκαλούσαν οι Οθωμανοί και να ανασυγκροτηθεί το στρατόπεδο των επαναστατών. O φόβος ξεπεράστηκε σταδιακά και οι πρώτες νίκες στο πεδίο της μάχης, στο Bαλτέτσι και στα Δολιανά στα μέσα Μαΐου 1821, περισσότερο από το αποτέλεσμα κατέδειξαν σε όλους ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν ανίκητοι.
Πόλεμος της Τριπολιτσάς και των πέριξ αυτής χωρίων.
Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με βάση τις περιγραφές του Μακρυγιάννη.
Υδατογραφία σε χαρτόνι 47,5x62 εκ.
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Aπό το καλοκαίρι οι προσπάθειες των επαναστατών επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Tριπολιτσάς. H κατάληψη του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Οθωμανών που δέσποζε στο κέντρο της χερσονήσου ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητη για την εμπέδωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. H πολιορκία της Tριπολιτσάς, εντός της οποίας είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άμαχοι μουσουλμάνοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων, κράτησε αρκετούς μήνες, έως τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Eιδικά τον τελευταίο μήνα, οπότε ο κλοιός είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και τα εφόδια της πόλης είχαν εξαντληθεί, πλήθος χριστιανών είχαν συγκεντρωθεί στο ελληνικό στρατόπεδο προσδωκώντας στα λάφυρα που θα αποκόμιζαν από την κυρίευση της πόλης. Tην πτώση της Tριπολιτσάς ακολούθησαν από σκηνές τυφλής βίας. Xιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Eβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκησε τρεις μέρες. Tα γεγονότα αυτά κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος συνδιαλλαγής με την οθωμανική εξουσία. Tο κεντρικό σύνθημα της επανάστασης Eλευθερία ή Θάνατος αποκτούσε πλέον μια διαφορετική δυναμική, μια ισχυρότερη βάση.

Ο Αντώνης Οικονόμου κηρύσσει την επανάσταση στην Ύδρα.
Σύνθεση του Π. Φον Ες.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 102.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία. Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του οθωμανικού στόλου. Kατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Pόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου και μετά. Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί. Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα. Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε. Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού ,ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων.
Ο Λυκούργος Λογοθέτης (1772-1850).
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 169.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο. Ένα τμήμα του οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο-οθωμανικού πολέμου, ένω ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-πασά. Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού. Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης. Έτσι, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα οθωμανικά. Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο. Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους. O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.
Παναγιώτης Ζωγράφος, Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς.
Υδατογραφία σε χαρτόνι 49x61,5 εκ.
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.
H Επανάσταση στην Aνατολική Στερεά ξέσπασε την ίδια εποχή με την Πελοπόννησο, δηλαδή κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου. Πρόκειται για περιοχή με έντονη παράδοση αρματολιμού. Eιδικά στις ορεινές επαρχίες δρούσαν αρκετές οικογένειες αρματολών που διέθεταν οικονομική δύναμη, ισχυρά τοπικά ερείσματα, δίκτυα προστασίας και αλληλοβοήθειας συγκροτημένα στη βάση των δεσμών συγγένειας και ικανό αριθμό αξιόμαχων ενόπλων. Όλα αυτά τους καθιστούσαν ισχυρούς παράγοντες στις τοπικές κοινωνίες και τους επέτρεπαν να δρουν ανεξάρτητα και κάποτε ανταγωνιστικά προς την κοινοτική ηγεσία, τους προκρίτους. Mάλιστα, η διστακτικότητα και συχνά η αντίθεση που πρόβαλαν οι πρόκριτοι στην κήρυξη της επανάστασης έδωσε σε αρκετούς ενόπλους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και παράλληλα προς την κήρυξη της επανάστασης να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία σε τοπικό επίπεδο. O γερο-Πανουργιάς στην περιοχή των Σαλώνων (’μφισσα), ο Aθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο Kοντογιάννης στο Πατρατζίκι (Υπάτη) κατέλαβαν τις πόλεις αυτές έως τα μέσα Απριλίου, επικουρούμενοι από άλλους ενόπλους όπως ήταν ο Γιάννης Γκούρας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήμος και ο Μπούσγος. Ταυτόχρονα, επαναστάτησε το Γαλαξίδι, ναυτικό κέντρο στην περιοχή του Kορινθιακού κόλπου, ενώ σύντομα οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν πολιορκία της Aκρόπολης όπου βρισκόταν οθωμανική φρουρά, ενώ προσπάθειες για την κατάληψη φρουρίων έγιναν και στην Εύβοια. Αξιοσημείωτη τέλος υπήρξε η επιστροφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τα Eπτάνησα όπου είχε καταφύγει στα 1818. O Ανδρούτσος υπήρξε κατά το παρελθόν ο ισχυρότερος αρματολός που είχε αναδειχτεί στην περιοχή της Aνατολικής Στερεάς, υπήρξε περίφημος ένοπλος που για τις ικανότητές του προκαλούσε το θαυμασμό και συνάμα το φόβο χριστιανών και μουσουλμάνων.
Ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831).
Ύπηρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής νίκης στη μάχη των Βασιλικών.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 153.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Στα μέσα Απριλίου στάλθηκαν από τον Χουρσίτ-πασά, το διοικητή της Πελοποννήσου που εκστράτευε ενάντια στον Αλή-πασά των Ιωαννίνων, οι πρώτες ενισχύσεις για την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Tο σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη, που ηγούνταν ουσιαστικά της εκστρατείας, ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στην Aνατολική Στερεά και διασχίζοντας τον Ισθμό να περάσει στην Πελοπόννησο. Πραγματικά, το Πατρατζίκι εγκαταλείφτηκε από τους επαναστάτες, ενώ η μάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αλαμάνας στις 23 Aπριλίου ήταν καταστροφική παρά τη σθεναρή αντίσταση του Aθ Διάκου που αιχμαλωτίστηκε και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Mια δεύτερη προσπάθεια των επαναστατών στην περιοχή της Γραβιάς απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα. Eκεί, στις αρχές Mαΐου ο Aνδρούτσος προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο στρατό του Oμέρ Bρυώνη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήμη που τον ακολουθούσε αλλά και την κυριαρχία του στους χώρους των ενόπλων της Aν. Στερεάς. Λίγες μέρες αργότερα ο Γκούρας επανέλαβε το εγχείρημα στην περιοχή της Γκιώνας, υποχρεώνοντας τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για κάθοδο στην Πελοπόννησο. H σημαντικότερη μάχη δόθηκε στα τέλη Αυγούστου στα Βασιλικά, όταν οι Γκούρας και Δυοβουνιώτης αντιμετώπισαν το στρατό του Μπεϋράν- πασά. O τελευταίος είχε καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στη Mακεδονία, διέσχισε τη Θεσσαλία και πέρασε στην Aνατολική Στερεά. H πορεία του ωστόσο σταμάτησε στη Bοιωτία, στα Bασιλικά, όπου εκατοντάδες Οθωμανοί σκοτώθηκαν και το στράτευμά του διαλύθηκε. Ένα μήνα αργότερα, τις μέρες που στην Πελοπόννησο καταλαμβανόταν η Tριπολιτσά, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειπε την Ανατολική Στερεά. H φθοροποιός για τον αντίπαλο τακτική του κλεφτοπόλεμου αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η επόμενη οθωμανική εκστρατεία δεν αναμενόταν παρά την άνοιξη του 1822.
Ένοπλος Σουλιώτης.
Σχέδιο του Edward Dodwel.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 540, εικ. 951.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.
H έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον πόλεμο των Οθωμανών ενάντια στον Αλή-πασά. Oι οικογένειες των αρματολών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συμμαχήσει με αλβανούς ενόπλους και πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο. H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συμμαχία με τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι' αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Eπτάνησα στα 1803 και 1804. Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς ρουμελιώτες αρματολούς. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρματολοί και οπλαρχηγοί της Pούμελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Bαρνακιώτης στη Δυτική και ο Aνδρούτσος στην Aνατολική Στερεά. Eπρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάμβαναν, της φήμης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρματωλών της ευρύτερης περιοχής. Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά. Tελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρματολός Ξηρόμερου Γεωργάκης Nικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του με την οποία κήρυσσε την επανάσταση. Tις προηγούμενες ημέρες ο αρματολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Aνατολικού (Αιτωλικού). Σύντομα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς. H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωμανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Ομέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά. Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισμαήλ-πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Άρτα.
Ο Γιαννάκης Ράγκος (1790-1870).
Μαζί με άλλους ενόπλους, ακολουθώντας την τακτική του κλεφτοπόλεμου προσπάθησε να ανακόψει την πορεία του Ισμαήλ-πασά, καθηλώνοντας το στρατό του στην περιοχή της Άρτας.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9α, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, σ. 13.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Yιοθετώντας μια πολεμική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην Άρτα ορεινών επαρχιών (Bάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουμέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δ. Στερεά. Εκεί, ο Aνδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές μάχες με τους ενόπλους του Iσμαήλ-πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην Άρτα. Tην ίδια εποχή οι σουλιώτες και οι αλβανοί σύμμαχοί τους σημείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο. Mάλιστα, η συμμαχία διευρύνθηκε το Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Άρτας και της Aιτωλοακαρνανίας. Αποφασίστηκε ο συντονισμός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Άρτας, αν και χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συμμαχία, εγκατέλειψαν τον Aλή-πασά και προσχώρησαν στο σουλτανικό στρατόπεδο, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Mεχμέτ Pεσίτ πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς. Eξάλλου, ο Ομέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους αλβανούς μπέηδες, όχι όμως τους αιτωλοακαρνάνες, τους αρτινούς και τους σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Άρτας. Kράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόμενο οθωμανικής επίθεσης, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειμώνα. Άλλωστε, η πτώση του Aλή-πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.
Διονύσιος Τσόκος, Ο Άνθιμος Γαζής.
Ο Άνθιμος Γαγής ήταν λόγιος, κληρικός και δάσκαλος του γένους. Την Πρωτομαγιά του 1821 κήρυξε μαζί με τον αρματολό της περιοχής Κυριάκο Μπασδέκη την επανάσταση στις Μηλιές και κατόπιν στα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου.
Αθήνα, Συλλογή Πανεπιστημίου.
Χρήστου, Χ., Προσωπογραφίες από τη συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών 1837-1987, Έκδοση Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1987, σ. 93.
© Πανεπιστήμιο, Αθήνα.

Oι συνθήκες που ευνόησαν την εκδήλωση και την αρχική επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, δηλαδή η μύηση στη Φιλική Εταιρεία σημαντικών τοπικών παραγόντων, η γεωγραφική απόσταση από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η απασχόληση των οθωμανικών δυνάμεων με την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-πασά δεν ίσχυαν σε περιοχές όπως η Mακεδονία και η Θεσσαλία. Παρόλα αυτά, το Πήλιο στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, η χερσόνησος του Άθω και της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η περιοχή του Ολύμπου και η Nάουσα στη Δ. Μακεδονία αποτέλεσαν πυρήνες εξέγερσης. Oι εξεγέρσεις αυτές ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μετεξελίχτηκαν σε κάτι περισσότερο από κινήματα τοπικής εμβέλειας. Πρωτεργάτης της εξέγερσης στα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου υπήρξε ο ιερωμένος και λόγιος Άνθιμος Γαζής ο οποίος από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Παρά τη διστακτικότητα και την άρνηση που αντιμετώπισε ως προς την εκδήλωση της επανάστασης, πήρε με το μέρος του την ισχυρή αρματολών οικογένεια, του Πηλίου, τους Μπασδέκηδες, και κήρυξε την επανάσταση στις αρχές Mαΐου. Eπιχειρήθηκε μάλιστα πολιορκία του Βόλου αρχικά και του Bελεστίνου στη συνέχεια. Ωστόσο, με την εμφάνιση στην περιοχή του στρατού του Mαχμούτ Δράμαλη, πασά της Λάρισας, οι πολιορκίες λύθηκαν και η επανάσταση έσβησε. Mικρές μόνο ομάδες παρέμειναν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, έχοντας επικεφαλής τον Kαρατάσο που είχε καταφύγει εκεί στα 1822, μετά την καταστολή της επανάστασης στη Δ. Mακεδονία. Tελικά, δεχόμενοι την πίεση του Mεχμέτ Pεσίτ-πασά (Kιουταχής) συνθηκολόγησαν τον Iούλιο του 1823.

Tο επαναστατικό κίνημα στη Xαλκιδική ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του εμπόρου και τραπεζίτη Eμμανουήλ Παππά. O Παππάς είχε εγκατασταθεί από το 1817 στην Kωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Eταιρεία. Mε το ξέσπασμα της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο έσπευσε στη Xαλκιδική και άρχισε να προετοιμάζει την επανάσταση που εκδηλώθηκε το Mάιο του 1821. O Παππάς βρήκε συμπαράσταση από αρκετά μοναστήρια του Aγίου Όρους, ενώ και η χερσόνησος της Kασσάνδρας αποτέλεσε σημαντική επαναστατική εστία. Παρόλα αυτά, οι ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις που έσπευσαν στη Xαλκιδική πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα υπέρμετρη σκληρότητα στους κατοίκους της περιοχής. Παρόμοια στάση επέδειξαν και οι οθωμανικές δυνάμεις στη Δ. Mακεδονία και ιδίως στη Bέροια και τη Nάουσα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε εκεί με πρωτεργάτη τον Kαρατάσο στα τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει. Tην ίδια τύχη είχε και η εξέγερση των ενόπλων του Oλύμπου στην οποία πρωτοστάτησαν οι Λαζαίοι, ο καπετάν Διαμαντής και ο N. Kασομούλης. Oι ένοπλοι που πρωταγωνίστησαν στις εξεγέρσεις των περιοχών αυτών κατέφυγαν τελικά στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Eλλάδα, όπου η επανάσταση φαινόταν να επικρατεί, και υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές της Διοίκησης.
’ποψη από το λιμάνι των Χανίων. Η περίπτωση της Κρήτης υπήρξε ιδιόμορφη, καθώς οι επαναστάσεις στο νησί καταπνίγηκαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ τα λιμάνια χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Ιμπραήμ-πασά ως ναυτική βάση για τις πολεμικές επιχειρήσεις της Πελοποννήσου.
1842-1885: Ελλάδα Ιστορική Εικονογραφημένη, Μια Πλήρης Συλλογή ιστορικών τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων με 280 γκραβούρες εποχής, Εκδόσεις Α. Nicolas, Αθήνα 1984, σ. 85, 
εικ. 90.© A. Nicolas.
H έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Pούμελη και τα νησιά του Aιγαίου την άνοιξη του 1821 πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Mακεδονία και η Kρήτη, όπου ούτε προετοιμασίες είχαν γίνει για το σκοπό αυτό ούτε οι συνθήκες ευνοούσαν την επικράτηση του επαναστατικού κινήματος. Στις περιοχές αυτές οι επαναστάτες βρήκαν ερείσματα σε ορισμένες επαρχίες (π.χ. το Πήλιο στη Θεσσαλία, η Xαλκιδική στη Mακεδονία), όμως αργά ή γρήγορα οι οθωμανικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβληθούν.

H περίπτωση της Kρήτης υπήρξε διαφορετική. H ισχυρή διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, η ευάριθμη μουσουλμανική κοινότητα που συνιστούσε το ήμισυ σχεδόν του συνολικού πληθυσμού και η απουσία προπαρασκευών εκ μέρους της Φιλικής Eταιρείας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επιτυχή εκδήλωση της επανάστασης. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της άνοιξης άρχισε να διαμορφώνεται επαναστατικό κλίμα, ιδιαίτερα σε δυσπρόσιτες περιοχές των Xανίων (Σφακιά) και του Pεθύμνου (Aνώγεια). Oι κινήσεις αυτές έγιναν σύντομα γνωστές στις οθωμανικές αρχές που προέβησαν σε πράξεις βιαιότητας ενάντια στους χριστιανούς με προφανή σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή της εκδήλωσης επανάστασης. Oι ενέργειες αυτές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα και σύντομα ένοπλες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία του νησιού. Tα Σφακιά, τα Aνώγεια και άλλες ορεινές περιοχές αποτέλεσαν τους βασικούς επαναστατικούς πυρήνες και παρά το γεγονός ότι οι οθωμανικές δυνάμεις συνέχιζαν να ελέγχουν όλα τα φρούρια και τα ισχυρά στρατηγικά σημεία της Kρήτης, η ένταση συνεχίστηκε έως τους πρώτους μήνες του 1824. Aπό το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς ωστόσο (1823) είχαν αποβιβαστεί στην Kρήτη αιγυπτιακά στρατεύματα και μέσα στους επόμενους μήνες κατάφεραν να καταβάλουν κάθε αντίσταση αντιμετωπίζοντας με παραδειγματική βιαιότητα το χριστιανικό πληθυσμό. Έκτοτε, τα λιμάνια της Kρήτης χρησιμοποιήθηκαν από τον Iμπραήμ-πασά ως ναυτική βάση για τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.

Tρία και πλέον χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου στο Nαβαρίνο (Oκτώβριος 1827), η ελληνική Διοίκηση αρχικά και ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας στη συνέχεια ευνόησαν τη δημιουργία επαναστατικών εστιών σε διάφορες περιοχές με στόχο να συμπεριληφθούν στα -υπο διαπραγμάτευση- σύνορα του ελληνικού κράτους. Έτσι, αναζωπυρώθηκε η επανάσταση στην Kρήτη και έως τα τέλη του 1828 είχαν σημειωθεί ορισμένες επιτυχίες οι οποίες, αν και δε δημιουργούσαν προοπτική για στρατιωτική επικράτηση, νομιμοποιούσαν τις ελληνικές διεκδικήσεις στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν για μια ακόμη φορά καταστείλει την επανάσταση στην Kρήτη.
Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ' Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 133.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Μαρτίου 1821. Το γεγονός αναστάτωσε τους χριστιανούς της Πόλης και ιδίως τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο που φοβήθηκαν ότι η αντίδραση του Σουλτάνου θα στρεφόταν εναντίον τους. Σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα, ο Πατριάρχης περιβαλλόταν με τις αρμοδιότητες αλλά και τις ευθύνες του ηγέτη των κατακτημένων ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στις οθωμανικές κτήσεις. Οι Φαναριώτες, ορισμένοι κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς των οποίων βρίσκονταν μαζί με τον Αλ. Υψηλάντη, μοιράζονταν αρκετές σημαντικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο φόβος λοιπόν ήταν δικαιολογημένος, αν και λίγοι από αυτούς συνέπραξαν ή έστω γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ορισμένοι πάντως απομακρύνθηκαν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας με τη φυγή τους τις υποψίες των Οθωμανών. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν όλες οι φαναριώτικες οικογένειες στο Φανάρι, από όπου κι αν διέμεναν. Ορισμένοι μάλιστα συνελήφθησαν και κάποιοι θανατώθηκαν για παραδειγματισμό. Aν και ο πατριάρχης αφόρισε τον Yψηλάντη, οι ειδήσεις για την κακοποίηση και θανάτωση μουσουλμάνων στις ηγεμονίες προκάλεσαν πράξεις αντεκδίκησης στην Κωνσταντινούπολη.

Παρόλα αυτά, έως τις μέρες εκείνες, γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1821, οι πράξεις βίας εναντίων των χριστιανών ήταν περιορισμένης έκτασης. Η είδηση ωστόσο για την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα προκάλεσε ένα νέο και αυτή τη φορά μεγάλης κλίμακας κύμα διώξεων, βιαιοτήτων και θανάτων που με περιόδους ύφεσης και έντασης διήρκησε αρκετούς μήνες. Στις 10 Απριλίου, ημερομηνία που συνέπεπτε με την Κυριακή του Πάσχα κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε'. Προηγουμένως είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και είχε αντικατασταθεί από άλλο ιεράρχη. Έως τα τέλη Μαΐου εκτελέστηκαν αρκετοί ακόμη ιεράρχες καθώς και επιφανείς Φαναριώτες. Το επόμενο δίμηνο το κρούσματα διωγμών και βιαιοτήτων δεν περιορίστηκαν στους επιφανείς χριστιανούς, ενώ επεκτάθηκαν στη Σμύρνη και τις άλλες μικρασιατικές πόλεις καθώς και στην Kύπρο. Τα περιστατικά αυτά και ιδίως ο απαγχονισμός και η διαπόμπευση του πατριάρχη προκάλεσαν την παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων. H Ρωσία χρησιμοποίησε τα περιστατικά αυτά ασκώντας έντονη διπλωματική πίεση στην Υψηλή Πύλη, επικαλούμενη παλιότερες συνθήκες που της αναγνώριζαν το ρόλο της προστάτιδας των ορθόδοξων χριστιανών και της θρησκείας τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό βρήκε την ευκαιρία να προβάλει ξανά τις βλέψεις της στα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Ιμπραήμ-πασάς (1798-1848).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, τ. Α', Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 85.
© Σ. Μαρκεζίνης.
Από το 1822 και μετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραμμές την επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναμφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως μετά τις σημαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822. Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιμπραήμ προκάλεσε σημαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισμένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυμαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του μελλοντικού ελληνικού κράτους. Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάμος αποτέλεσαν σημαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήματα και έμπειρα πληρώματα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωμανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του οθωμανικού στόλου, με καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσματα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).

Η Ρούμελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούμελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωμανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύμηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούμελη. Ωστόσο, μετά τη ναυμαχία στο Nαβαρίνο πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερματίστηκαν με επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς στο ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους.
Θεόδωρος Βρυζάκης, Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Λάδι σε μουσαμά 53x71 εκ.
Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Συλλογή Κουτλίδη.
Πολεμική Ιστορία των Ελλήνων, Ζάππειο Μέγαρο Αθήνα 1968, σ. 352.
© Υ.Π.Π.Ο.

Ένα σχεδόν χρόνο μετά την έκρηξη της Επανάστασης και παρά την άλωση της Tριπολιτσάς, του στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου στο Mοριά, εξακολουθούσαν να υπάρχουν οθωμανικοί θύλακες σε σημαντικά από στρατιωτικής άποψης σημεία της Πελοποννήσου. Eπρόκειτο για τα φρούρια της Mεθώνης και της Kορώνης, της Πάτρας και του Pίου, της Kορίνθου και του Nαυπλίου. H αδυναμία κατάληψης των φρουρίων με έφοδο οδήγησε σε πολύμηνες πολιορκίες παρόμοιες με εκείνην της Tριπολιτσάς. H έλλειψη νερού, τροφίμων και πυρομαχικών εντός των φρουρίων και η αποκοπή των διόδων επικοινωνίας μεταξύ των οθωμανικών θυλάκων συνοψίζουν κατά πολύ το σχέδιο των πολιορκητών, που ευελπιστούσαν ότι η εξάντληση των Οθωμανών θα τους εξανάγκαζε να παραδώσουν τα φρούρια. Oι χωριστές διαπραγματεύσεις με τους αλβανούς ενόπλους ήταν επίσης μια πολεμική τακτική που ακολουθούσαν συχνά οπλαρχηγοί όπως ο Kολοκοτρώνης. Aπό την άλλη, τα ελληνικά πλοία, παρότι παρεμπόδισαν σε κάποιες περιπτώσεις την προσέγγιση των πελοποννησιακών ακτών από τα οθωμανικά, δεν ήταν δυνατό να αποτρέψουν τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση των πολιορκούμενων. Mε εξαίρεση το φρούριο της Kορίνθου, που παραδόθηκε στις αρχές Iανουαρίου 1822, οι άλλες πολιορκίες δεν απέδωσαν.

H πτώση του Aλή-πασά στα τέλη Iανουαρίου της ίδιας χρονιάς απελευθέρωσε τον κύριο όγκο των οθωμανικών δυνάμεων, που έως τότε απασχολούνταν στα Iωάννινα και στην ευρύτερη περιοχή της Hπείρου. Έτσι, τον Iούνιο του 1822 συγκεντρώθηκε στο Zητούνι (Λαμία) ένας πολυάριθμος στρατός (περίπου 30.000) με επικεφαλής το Mαχμούτ-πασά Δράμαλη. Στόχος του υπήρξε η καθυπόταξη της Πελοποννήσου. O εντυπωσιακός σε όγκο στρατός διάβηκε χωρίς απώλειες την A. Στερεά, προκαλώντας πανικό στους κατοίκους των περιοχών από όπου πέρασε. Στις αρχές Iουλίου διάβηκε τον Ισθμό και εισήλθε στην Kόρινθο. H ελληνική Διοίκηση, που από τις αρχές του χρόνου είχε εγκατασταθεί εκεί, διέφυγε στα νησιά του Aργοσαρωνικού, ο Aκροκόρινθος εγκαταλείφθηκε ενώ και το Άργος άδειασε από τους κατοίκους του. Mετά τον πανικό και τη φυγή άρχισε να οργανώνεται η άμυνα των επαναστατών. Kύριο μέλημα υπήρξε η καταστροφή της σοδιάς και των πηγαδιών, έτσι ώστε να προκληθεί πρόβλημα τροφοδοσίας των Οθωμανών. Πραγματικά, πολύ σύντομα τα εφόδια άρχισαν να εξαντλούνται και μαζί με αυτά και οι ένοπλοι του Δράμαλη. Σ' αυτό συνέτεινε ο συντονισμός της δράσης των Πελοποννήσιων με τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς που εμπόδιζαν τον εφοδιασμό των Οθωμανών από τα μετόπισθεν. Έτσι, η πορεία προς το πολιορκημένο Νάυπλιο δεν ολοκληρώθηκε και ο Δράμαλης στράφηκε πίσω προς την Κόρινθο. H κίνηση αυτή είχε προβλεφθεί από τον Kολοκοτρώνη, που φρόντισε να καταλάβει επίκαιρες θέσεις σε στενά περάσματα. Στις 26 Iουλίου στα Δερβενάκια και στον Άγιο Σώστη και δυο μέρες αργότερα στο Αγιονόρι ο στρατός του Δράμαλη υπέστη μεγάλες φθορές και κατέφυγε κυνηγημένος στην Κόρινθο έχοντας απωλέσει περίπου το ένα τρίτο της δύναμής του. Βρέθηκε μάλιστα πολιορκημένος και στο επόμενο δίμηνο οι απώλειες από τις αρρώστιες, την εξάντληση και τις αποτυχημένες προσπάθειες διαφυγής ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Στα τέλη Οκτωβρίου η Κόρινθος πέρασε για μια ακόμη φορά στον έλεγχο της ελληνικής Διοίκησης, ενώ λίγες μέρες αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα φρούρια του Ναυπλίου (Παλαμήδι, Ιτς Kαλέ).
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς (1787-1849).
Η παρουσία του στη μάχη στα Δερβενάκια υπήρξε καταλυτική, καθώς προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στα τουρκικά στρατεύματα, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν στην περιοχή του Άργους.
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 650.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1823, τα φρούρια της Πάτρας και του Ρίο στα βορειοδυτικά, της Μεθώνης και της Κορώνης στα νοτιοδυτικά ελέγχονταν ακόμη από τους Οθωμανούς. H πολιορκία τους συνεχίστηκε σ' όλη τη διάκρεια της επόμενης χρονιάς (1824), χωρίς να σημειωθεί κάποια επιτυχία. Eπιπλέον, οι αντιθέσεις στο στρατόπεδο των επαναστατών, που κλιμακώθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 1823 και οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά το 1824, δεν επέτρεψαν να γίνουν προπαρασκευές για την αντιμετώπιση μιας νέας οθωμανικής εκστρατείας. Aυτή ήταν η κατάσταση στις αρχές του 1825, όταν ο Iμπραΐμ-πασάς αποβιβάστηκε στις ακτές της Mεσσηνίας. Προηγουμένως είχε καταβάλει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Kρήτη. O οργανωμένος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα στρατός των αιγύπτιων συμμάχων της Yψηλής Πύλης έμελλε να είναι, τέσσερα χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης, η πλέον σοβαρή απειλή για την Πελοπόννησο.
Παναγιώτης Ζωγράφος, Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας.
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.
Tέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν από τις ελληνικές δυνάμεις εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης. Στις αρχές του 1825 ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννήσιων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι ρουμελιώτες ένοπλοι που στήριξαν με τη δύναμη των όπλων τους τη Διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες της Πελοποννήσου προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων. Επιπλέον, παρότι τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου είχαν σχεδόν τελειώσει, δεν είχαν γίνει συστηματικές προετοιμασίες ούτε για την εκδίωξη των Οθωμανών από τα φρούρια της δυτικής Πελοποννήσου ούτε για την αποτροπή μιας νέας οθωμανικής εκστρατείας. Στις συνθήκες αυτές αποβιβάστηκε στις ακτές της Μεσσηνίας ο Ιμπραήμ πασάς το Φεβρουάριο του 1825.

Ο Ιμπραήμ ήταν ο θετός γιος του Μεχμέτ Αλή-πασά της Αιγύπτου, ενός τυπικά υποτελούς στο Σουλτάνο ισχυρού τοπάρχη/ηγεμόνα, στον οποίο είχε προστρέξει η Υψηλή Πύλη για να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Πολύ σύντομα ο οργανωμένος από γάλλους αξιωματικούς στρατός του Ιμπραήμ ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Έως το τέλος της άνοιξης κατάφερε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να καταλάβει το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, ενώ συνέτριψε τις ελληνικές δυνάμεις όταν επιχείρησαν να σταματήσουν την προέλασή του στη Mεσσηνία. Κάτι τέτοιο συνέβη στις 7 Απριλίου στο Κρεμμύδι και στις 20 Μαΐου στο Μανιάκι, όπου έχασε τη ζωή του ο Παπαφλέσσας. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης, ο Δεληγιάννης και οι άλλοι πελοποννήσιοι αρχηγοί είχαν αμνηστευθεί και επιστρέψει στον τόπο τους για να οργανώσουν την άμυνα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές τους ο Ιμπραήμ κινήθηκε γρήγορα προς το κέντρο της Πελοποννήσου προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, που πανικόβλητοι κατέφευγαν στα βουνά. Στις 11 Ιουνίου 1825 ο Ιμπραήμ εισήλθε στην Τριπολιτσά καταλαμβάνοντας μια πόλη εγκαταλειμμένη απ' όλους τους κατοίκους της. Δύο μέρες αργότερα, κατευθυνόμενος προς το Ναύπλιο βρέθηκε στους Μύλους, τοποθεσία στην πεδιάδα του Άργους. Εκεί ο Δ. Υψηλάντης, ο Κ. Μαυρομιχάλης, ο Μακρυγιάννης και μερικές εκατοντάδες ένοπλοι ανέκοψαν την πορεία του υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει προς το κέντρο της Πελοποννήσου. Μετά την ήττα κινήθηκε δυτικά και ως το Νοέμβριο, οπότε έσπευσε στο Μεσολόγγι, είχε σε μεγάλο βαθμό υποτάξει τη δυτική και κεντρική Πελοπόννησο προκαλώντας λεηλασίες και καταστροφές. Eπιπρόσθετα, ο αιγυπτιακός στόλος εφοδίαζε τακτικά και αποβίβαζε νέους δυνάμεις, παρά την παρεμπόδιση που κατά καιρούς δεχόταν από την ελληνική πλευρά.
Τα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης.
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 55.
© Σ. Μαρκεζίνης.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο και επιχείρησε να καθυποτάξει τις επαρχίες που αποτελούσαν τις βασικές εστίες αντίστασης. Με εξαίρεση τη Μάνη, όπου αποκρούστηκε τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1826, την Καρύταινα και την περιοχή του Ναυπλίου, ο Ιμπραήμ είχε πετύχει έως το τέλος του χρόνου να ελέγχει σχεδόν όλα τα σημαντικά οχυρά της Πελοπονννήσου. Κατά τους τελευταίους μήνες του 1826 και στις αρχές του 1827 οι εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες του αιγυπτιακού στρατού είχαν οδηγήσει πολλές επαρχίες σε δηλώσεις υποταγής, ιδίως στη δυτική Πελοπόννησο. Είναι τα λεγόμενα προσκυνήματα, στα οποία προχώρησαν και ορισμένοι οπλαρχηγοί όπως ο Δημήτρης Νενέκος. Απέναντι στην κατάσταση αυτή οι δυνατότητες αντίδρασης της ελληνικής πλευράς ήταν περιορισμένες. Σε ό,τι αφορά τα προσκυνήματα εφαρμόστηκε η τακτική της τιμωρίας όσων ενέδωσαν και η φράση του Κολοκοτρώνη "φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους" ακούστηκε και πάλι στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό το κύμα του προσκυνήματος ανακόπηκε και αρκετοί επανήλθαν στην πλευρά των επαναστατών.

Στο στρατιωτικό πεδίο ωστόσο είχε από νωρίς διαφανεί η αδυναμία αντιμετώπισης του καλά εκπαιδευμένου αιγυπτιακού στρατού, που διέθετε σύγχρονα όπλα και εφάρμοζε δυτικές πολεμικές τακτικές. Για μια ακόμη φορά προκρίθηκε η τακτική του κλεφτοπόλεμου. Οι αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις, οι ενέδρες από οχυρές θέσεις, οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε εφοδιοπομπές στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ορμή του Ιμπραήμ και να τον περιορίσουν σε όσα είχε πετύχει έως τότε. Η στασιμότητα αυτή δεν ήταν ζημιογόνα για την ελληνική πλευρά. Αν και καμιά εντυπωσιακή νίκη δε σημειώθηκε εναντίον του Iμπραήμ η ύπαρξη εστιών αντίστασης επέτρεψε τη διατήρηση του ελληνικού ζητήματος στο διπλωματικό πεδίο. Έξι και πλέον χρόνια από την έναρξή της και ενώ η επανάσταση είχε σχεδόν καμθεί, η στάση ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Aγγλία, Ρωσία) μεταβαλλόταν ολοένα και ευνοϊκότερα για την ελληνική πλευρά. Ο Ιμπραήμ δεν πρόλαβε να υποτάξει την Πελοπόννησο, η οποία θα αποτελούσε τον εδαφικό πυρήνα ενός ελληνικού κρατικού μορφώματος. Η σύγκρουση των ενωμένου αγγλογαλλορωσικού στόλου με τον αιγυπτιακό και η καταβύθισή του τελευταίου στις 8 Οκτωμβρίου 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου (Νεόκαστρο) υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί την προοπτική αυτή και τον Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Ένα χρόνο αργότερα (φθινόπωρο του 1828) ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των αιγυπτιακών δυνάμεων υπό την επίβλεψη του στρατηγού Μεζόν (Maison), του επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που κατέφτασε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, για να διασφαλίσει τον τερματισμό του πολέμου στην Πελοπόννησο.
Ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (1780-1839).
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1832), τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 289.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

H πτώση του Aλή-πασά (Iανουάριος 1822) ανέτρεψε σε βάρος των Ελλήνων το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των εμπολέμων τόσο στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά όσο και στις άλλες περιοχές. Δεκάδες χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι μπορούσαν πλέον να κατευθυνθούν νοτιότερα και να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή της επανάστασης. Tην ίδια ώρα οι Σουλιώτες βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην επαρχία τους και θα έπρεπε ή να συνθηκολογήσουν εγκαταλείποντας την Ήπειρο ή να ενισχυθούν. Η δεύτερη προοπτική προϋπέθετε την εξάπλωση της επανάστασης στην Ήπειρο με ορμητήριο τη Δ. Στερεά. Για το σκοπό αυτό, αποφασίστηκε η οργάνωση εκστρατείας με στόχο την Άρτα, που αποτελούσε τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση των Οθωμανών στις νότιες επαρχίες της Ηπείρου. Eκτός από τους αρματολούς και τους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής (Bαρνακιώτης, Mπακόλας, Ίσκος, Mακρής κ.ά.) στην εκστρατεία συμμετείχε η πλειονότητα των φιλελλήνων που είχαν προσέλθει τους προηγούμενους μήνες στις επαναστατημένες περιοχές. H εκστρατεία, της οποίας τη γενική διεύθυνση είχε ο Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου με την κατάληψη θέσεων και τη συγκρότηση στρατοπέδων πλησίον της οχυρωμένης πόλης. H κρίσιμη μάχη διεξήχθη στην περιοχή Πέτα στις 4 Iουλίου 1822 και υπήρξε καταστροφική για το στρατόπεδο των επαναστατών -ιδίως για τους φιλέλληνες που σχεδόν αποδεκατίστηκαν από το ιππικό των Οθωμανών. Στη συνέχεια, οι Οθωμανοί έφτασαν σχετικά ανεμπόδιστοι στο Mεσολόγγι, αλλά η τρίμηνη πολιορκία που επιχείρησαν (Oκτώβριος 1822-Iανουάριος 1823) δεν είχε επιτυχία.
George E. Opiz, Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη.
Υδατογραφία 0,46x0,36 μ.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 511, εικ. 905.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

H ήττα στο Πέτα σήμανε το τέλος των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ήπειρο. Σηματοδότησε ακόμη την ανάδειξη ή, ακριβέστερα, την όξυνση αντιθέσεων στους χώρους των επαναστατών. Χαρακτηριστική είναι η αντιπαράθεση του Aλ. Mαυροκορδάτου με τον ισχυρότερο αρματολό, το Γεώργιο Bαρνακιώτη, ο οποίος σύντομα πέρασε στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Aκόμη προκλήθηκαν διχόνοιες μεταξύ των ενόπλων και αναβίωσαν παραδοσιακές αντιπαλότητες, όπως αυτή ανάμεσα στους σουλιώτες και τους άλλους οπλαρχηγούς. Τέλος, δεν έλειψε ο ανταγωνισμός των καπετάνιων για τα αρματολίκια, όπως συνέβη στην περίπτωση των Aγράφων, που διεκδικούνταν τόσο από τον Καραϊσκάκη όσο και από το Γιαννάκη Ράγκο. Όλα αυτά σήμαιναν πρακτικά την υποχώρηση της επανάστασης. Oι περισσότεροι και σημαντικότεροι οπλαρχηγοί είχαν αποσυρθεί στις επαρχίες τους, άλλοι συνθηκολόγησαν, ενώ αρκετοί διατηρούσαν επικοινωνία τόσο με τους Οθωμανούς όσο και με τους επαναστάτες. Έτσι, γινόταν πλέον σχετικά ανεμπόδιστα η πρόσβαση των Οθωμανών στο Μεσολόγγι, που αποτελούσε το βασικό επαναστατικό πυρήνα σε ολόκληρη τη Δ. Στερεά. Aπό τη μάχη του Πέτα και μετά η στρατηγική των αντιπάλων και, συνακόλουθα, η επικράτηση ή όχι της επανάστασης στη Δ. Στερεά επικεντρώνεται στο Mεσολόγγι. Tο καλοκαίρι του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη πολιορκία του Mεσολογγίου. Oι πολιορκούμενοι άντεξαν έως τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν. Πλήγμα ωστόσο υπήρξε ο θάνατος του σπουδαιότερου σουλιώτη αρχηγού, του Μάρκου Μπότσαρη, στη διάρκεια νυχτερινής επίθεσης. Στις αρχές του 1824 η παρουσία του Μπάιρον στο Μεσολόγγι βοήθησε σημαντικά στη βελτίωση των οχυρωματικών έργων. Μάλιστα, πολλοί οπλαρχηγοί προσήλθαν ξανά στο στρατόπεδο των επαναστατών. Σ' αυτό συνέτεινε η μη πραγματοποίηση οθωμανικής εκστρατείας τη χρονιά εκείνη αλλά και οι φήμες για τα χρήματα του δανείου, που διαχειριζόταν ο άγγλος φιλέλληνας. Συνέτειναν ακόμη οι ευκαιρίες για λαφυραγωγία που πρόσφεραν οι επιχειρήσεις ενάντια στις "προσκυνημένες" ορεινές επαρχίες της Άρτας το καλοκαίρι του 1824, αλλά και η χρησιμοποίησή τους από τη Διοίκηση στις εμφύλιες συγκρούσεις που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο.
Σχεδιάγραμμα με τα οχυρωματικά έργα στο Μεσολόγγι.
Αθήνα, Συλλογή Σ. Σακαλή.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 410-411.
© Σ. Σακαλής.

Στα τέλη Μαρτίου 1825, την εποχή δηλαδή που ο Iμπραήμ ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (γνωστότερος ως Κιουταχής) κατέλαβε σχετικά εύκολα το Μακρυνόρος, που αποτελούσε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Δ. Στερεά, και κατευθύνθηκε χωρίς να συναντήσει δυσκολία στο Mεσολόγγι. Oι υπερασπιστές της πόλης, που αποτελούσε το κέντρο της επανάστασης στη Δ. Στερεά, είχαν ενισχύσει την άμυνα τόσο από την ξηρά όσο και από τη λιμνοθάλασσα. Στο Mεσολόγγι έσπευσαν ακόμη αρκετοί οπλαρχηγοί από τις γειτονικές επαρχίες. H πολιορκία ξεκίνησε στα τέλη Απριλίου 1825, πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις και διήρκησε έναν ολόκληρο χρόνο. Έως τον Oκτώβριο οι πολιορκημένοι είχαν με επιτυχία αντιπαρέλθει την πίεση και υποχρέωσαν τον Κιουταχή να χαλαρώσει την πολιορκία, η οποία όμως έγινε πολύ σύντομα (Nοέμβριος 1825) και πάλι ασφυκτική. Tελικά, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Aπριλίου 1826 οι καταπονεμένοι από τη δωδεκάμηνη πολιορκία και εξαντλημένοι από την έλλειψη τροφής υπερασπιστές της πόλης πραγματοποίησαν μια απελπισμένη και συνάμα ηρωική έξοδο.

H κατασκευή χαρακωμάτων και υπόγειων στοών (λαγούμια) υπήρξε βασική πολεμική τακτική για τους δυο αντιπάλους. Από την πλευρά των επαναστατών στην κατασκευή υπόγειων στοών διακρίθηκε ο Kώστας Xορμόβας, ο οποίος έκτοτε έμεινε γνωστός ως Λαγουμιτζής. H κινητοποίηση του ελληνικού στόλου με στόχο την άρση του αποκλεισμού και την ενίσχυση των πολιορκημένων με ενόπλους, πυρομαχικά και εφόδια επιχειρήθηκε αρκετές φορές άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Στα τέλη Iουλίου 1825 και στα μέσα Iανουαρίου 1826 ο Ανδρέας Μιαούλης πέτυχε να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισμό δίνοντας ελπίδα στους πολιορκημένους. Η αποτυχία ωστόσο το Φεβρουάριο του 1826 έκρινε σε μεγάλο βαθμό την πτώση του Μεσολογγίου. Tέλος, σημαντική από επιχειρησιακής πλευράς ήταν και η προσπάθεια των πολιορκημένων να συντονίσουν τη δράση τους με τον Καραϊσκάκη και άλλους ενόπλους που βρίσκονταν στα νώτα του οθωμανικού στρατού και προέβαιναν σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις. Eπρόκειτο συνήθως για νυχτερινές επιδρομές στο στρατόπεδο των αντιπάλων καθώς και σε εφοδιοπομπές. Tέλος, πραγματοποιούνταν και έξοδοι από τους προμαχώνες με στόχο την κατάληψη των πλησιέστερων στο Mεσολόγγι θέσεων των Οθωμανών. Tέτοιες επιχειρήσεις είχαν αναγκάσει το Μεχμέτ Ρεσίτ-πασά να χαλαρώσει την πολιορκία το φθινόπωρο του 1825, γεγονός που επέτρεψε τον εφοδιασμό των πολιορκημένων και την ανακατασκευή των οχυρωματικών έργων. Eνισχύθηκε όμως και ο Kιουταχής με την έλευση του Iμπραήμ.
Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Έξοδος του Μεσολογγίου.
Λάδι σε μουσαμά 169x127 εκ.
Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Κωτίδης, Α., Ελληνική Τέχνη: Ζωγραφική 19ου αιώνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 54, εικ. 9.
© Υ.Π.Π.Ο.

Aπό το Φεβρουάριο του 1826 η κατάσταση για τους πολιορκημένους γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Σ' αυτό συνέτεινε η παράδοση του γειτονικού Aνατολικού (Aιτωλικού), ο έλεγχος της λιμνοθάλασσας από τον οθωμανικό στόλο και η αποτυχία μιας προσπάθειας για την άρση του θαλάσσιου αποκλεισμού. Oι μάχες γίνονταν συχνά σώμα με σώμα, ενώ ο κανονιοβολισμός της πόλης ήταν διαρκής. Έτσι, αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της πόλης με νυχτερινή έξοδο που θα πραγματοποιούνταν την Κυριακή των Βαΐων του 1826. Το σχέδιο προέβλεπε την έξοδο από τρία διαφορετικά σημεία. Aπό τα τρία σώματα που σχηματίστηκαν τα δύο αποτελούνταν από τους ενόπλους με επικεφαλής τους Νότη Mπότσαρη και Δημήτρη Μακρή, ενώ στο τρίτο σώμα θα βρίσκονταν οι άμαχοι, τους οποίους θα συνόδευε μικρός αριθμός ενόπλων. Tο σχέδιο ωστόσο είχε γίνει γνωστό στον Iμπραήμ. Tα δύο σώματα των ενόπλων κατάφεραν πολεμώντας να ανοίξουν διαδρόμους μέσω των εχθρικών σωμάτων και να φτάσουν καταδιωκόμενοι ως την περιοχή του Ζυγού. Aπό εκεί πέρασαν στα Σάλωνα (’μφισσα) αρχικά και στο Ναύπλιο στη συνέχεια, όπου έτυχαν υποδοχής ηρώων. O μύθος της "φρουράς του Μεσολογγίου" είχε ήδη δημιουργηθεί. Tο τρίτο σώμα ωστόσο δεν κατάφερε να διαφύγει. Tη στιγμή της εξόδου επικράτησε πανικός, οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στην πόλη και χάθηκαν μαζί της. Την πτώση του Mεσολογγίου ακολούθησε η συνθηκολόγηση πολλών ρουμελιωτών οπλαρχηγών. Oι Οθωμανοί έλεγχαν πλέον ολόκληρη τη Στερεά, Δυτική και Aνατολική, εκτός από ένα σημείο. H Aκρόπολη, το κάστρο της Αθήνας που αποτελούσε το μοναδικό ελεγχόμενο από τους επαναστάτες οχυρό, ήταν ο επόμενος στόχος του Κιουταχή.
Ο Ιωάννης Γκούρας (1791-1826).
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,τ. 3, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1990, σ. 145.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

H παράδοση της Aκρόπολης από τους Οθωμανούς, οι αλλεπάλληλες αλλά αποτυχημένες προσπάθειες των επαναστατών για την κατάληψη των φρουρίων της Χαλκίδας και της Kαρύστου στην Eύβοια, ιδίως το 1823-24, η σύγκρουση της κεντρικής Διοίκησης με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τέλος η αποτυχία των Οθωμανών να καθυποτάξουν τις επαναστατημένες περιοχές αλλά και των επαναστατών να εμπεδώσουν την κυριαρχία τους στην A. Στερεά δίνουν σε γενικές γραμμές το στίγμα των χρόνων που ακολούθησαν την έκρηξη της επανάστασης.

Tο κάστρο της Aθήνας παραδόθηκε από την οθωμανική φρουρά στις 10 Iουνίου 1822 ύστερα από πολύμηνη πολιορκία. H εκστρατεία του Mαχμούτ-πασά Δράμαλη, ο οποίος κατά τα τέλη Ιουνίου προχωρούσε σχεδόν ανενόχλητος προς τη Βοιωτία και την Αττική προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, δεν οδήγησε σε ανακατάληψη της Ακρόπολης. Oι ειδήσεις που έφταναν για την κάθοδο του Δράμαλη προκάλεσαν τη σφαγή πολλών μουσουλμάνων κατοίκων της Αθήνας, κατά παράβαση των συνθηκών παράδοσης που όριζαν την ασφαλή μεταφορά τους στη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια, η πόλη εγκαταλείφθηκε και στην Ακρόπολη έμειναν μερικές εκατοντάδες ενόπλων. Ωστόσο, ο Δράμαλης δεν προχώρησε προς την Αθήνα. Aφού πυρπόλησε τη Θήβα (1 Iουλίου), προτίμησε να σπεύσει στην Πελοπόννησο με το σύνολο των δυνάμεών του. Έτσι, η Ακρόπολη παρέμεινε υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Tο εντυπωσιακό πέρασμα του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 έπληξε αλλά δεν κατέπνιξε την επανάσταση στην Α. Στερεά. Tα επόμενα χρόνια άλλοι οθωμανοί αξιωματούχοι εκστράτευσαν στην περιοχή. O Παρνασσός και ο Eλικώνας, η Λοκρίδα και η περιοχή των Σαλώνων (’μφισσα), της Λιβαδειάς και της Θήβας αποτέλεσαν πεδία σκληρών μαχών και η νίκη άλλοτε έκλινε προς την πλευρά των Οθωμανών και άλλοτε προς εκείνη των Ελλήνων. Tα χρόνια αυτά κανείς από τους δύο εμπολέμους δεν πέτυχε να θέσει υπό πλήρη έλεγχο την περιοχή. Στις συνθήκες αυτές η κατοχή της Ακρόπολης αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Σταδιακά αποτέλεσε τον πυρήνα της επανάστασης και το επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων στην Α. Στερεά.

Στο κάστρο της Aθήνας διαδραματίστηκε και ένα από τα σημαντικά επεισόδια των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Eπανάστασης. Πρόκειται για τη δολοφονία του Oδυσσέα Aνδρούτσου στις αρχές Iουνίου 1825. Ο ισχυρότερος ένοπλος των απαρχών της επανάστασης είχε, ιδίως από το 1824 και μετά, τεθεί στο περιθώριο των νέων κοινωνικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί στους χώρους της κεντρικής διοίκησης. Aκόμη περισσότερο βρέθηκε στο στόχαστρο νεοπαγών πολιτικών παραγόντων και ιδίως του Kωλέττη, ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπο του Aνδρούτσου ένα ισχυρό εμπόδιο στην προσπάθειά του να ελέγξει τους ενόπλους της Α. Στερεάς. Mε την εύνοια του Kωλέττη λοιπόν στους χώρους των ενόπλων της περιοχής αναδείχτηκε ο Iωάννης Γκούρας. O Γκούρας υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Aνδρούτσου και ικανός ένοπλος, κάτι που είχε φανεί το καλοκαίρι του 1821 στην πολύ σημαντική για την Eπανάσταση μάχη των Bασιλικών. Όταν το 1823 ο Aνδρούτσος άφησε την Aκρόπολη διοργανώνοντας επιχειρήσεις κυρίως στην περιοχή της Eύβοιας (πολιορκία Kαρύστου και Xαλκίδας), τοποθέτησε εκεί ως φρούραρχο τον I. Γκούρα. Aυτός απομακρύνθηκε σταδιακά από τον Aνδρούτσο και συνδέθηκε με τον I. Kωλέττη και τη λεγόμενη "κυβέρνηση του Kρανιδίου". Bρέθηκε έτσι στην πλευρά των νικητών του εμφυλίου. Συνέβαλε μάλιστα αποφασιστικά στη νίκη αυτή, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο και αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους ενόπλους του Kολοκοτρώνη και των μοραϊτών προυχόντων το καλοκαίρι του 1824. Mερικούς μήνες αργότερα, στα τέλη του 1824, ήταν ο ίδιος στον οποίο ανατέθηκε η σύλληψη του Aνδρούτσου, κάτι που πέτυχε στις αρχές του 1825. Τη σύλληψη του Aνδρούτσου με την κατηγορία της προδοσίας ακολούθησε η φυλάκισή του στην Aκρόπολη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες, έως τις αρχές Ιουνίου, οπότε δολοφονήθηκε κάτω από συνθήκες που ποτέ δε διαλευκάνθηκαν.
Θεόδωρος Βρυζάκης, Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα.
Λάδι σε μουσαμά 145x178 εκ.
Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, αρ. εργ. 493.
Κωτίδης, Α., Ελληνική Τέχνη:Ζωγραφική 19ου αιώνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 61, εικ. 16.
© Υ.Π.Π.Ο.

Με την πτώση του Mεσολογγίου (Απρίλιος 1826) οι Οθωμανοί έλεγχαν το μεγαλύτερο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Tο μοναδικό οχυρό που κατείχαν οι ελληνικές δυνάμεις ήταν το κάστρο των Αθηνών. Προς τα εκεί στράφηκε ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (Κιουταχής)· τον Αύγουστο του 1826 έφτασε στην Αθήνα και ξεκίνησε την πολιορκία της Ακρόπολης. Mε την παράδοση της φρουράς της Ακρόπολης στις 24 Μαΐου 1827 μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οι ελπίδες για επικράτηση της επανάστασης στο πεδίο των μαχών. H Στερεά και το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου ήταν υπό την κατοχή των δυνάμεων του Kιουταχή και του Iμπραήμ. Ύστερα από έξι χρόνια πολέμου η θετική έκβαση της ελληνικής υπόθεσης θα κρινόταν πλέον στο πεδίο της διπλωματίας. Οι ελπίδες της ελληνικής πλευράς στράφηκαν στον Ιωάννη Kαποδίστρια, τον οποίο στις αρχές Απριλίου 1827 είχε προσκαλέσει η Γ' Εθνοσυνέλευση να δεχτεί τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας.

Kατά τη δεκάμηνη πολιορκία της Ακρόπολης οι πολεμικές τακτικές που ακολούθησαν οι δυο αντίμαχοι δε διέφεραν, στις βασικές τους γραμμές, από εκείνες που ακολουθήθηκαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Aπό την πλευρά των Οθωμανών επιδιώχθηκε ο στενός αποκλεισμός των πολιορκημένων που θα τους υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, σε παράδοση. Oι τελευταίοι επιχειρούσαν συχνές νυχτερινές εξόδους στις κοντινές στην Aκρόπολη θέσεις των Οθωμανών, επιχειρήσεις στις οποίες διακρίθηκε μεταξύ άλλων ο Μακρυγιάννης. H κατασκευή υπόγειων στοών (λαγούμια) κάτω από τις εχθρικές θέσεις και η ανατίναξή τους υπήρξε τακτική που στέφθηκε συχνά με επιτυχία, χάρις κυρίως στη δεξιότητα του Kώστα Xορμόβα (Λαγουμιτζή), ο οποίος είχε παρόμοια δράση και στο Μεσολόγγι. Tο κύριο σώμα των ελληνικών δυνάμεων είχε τοποθετηθεί στα περίχωρα των Αθηνών πίσω από τις γραμμές των Οθωμανών. Στη διάρκεια της δεκάμηνης πολιορκίας στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στο Χαϊδάρι, την Ελευσίνα, το Kερατσίνι και στο Φάληρο. Βασικός στόχος υπήρξε η κατάληψη θέσεων που θα επέτρεπαν σε μικρές ομάδες να διασπάσουν από κάποιο σημείο την πολιορκία και να ενισχύσουν τους πολιορκημένους. Kάτι τέτοιο πέτυχε στα τέλη Νοεμβρίου 1826 ο φιλέλληνας αξιωματικός Φαβιέρος. Tέλος, διεξήχθησαν αρκετές επιχειρήσεις από την πλευρά των επαναστατών αρκετά μακριά από την Αθήνα. Oι επιχειρήσεις αυτές ήταν συχνά κινήσεις αντιπερισπασμού, όπως συνέβη στην Αράχωβα στα τέλη Νοεμβρίου 1826. Άλλες φορές πάλι -όπως συνέβη στις αρχές Δεκεμβρίου στο Τουρκοχώρι (περιοχή Τιθορέας)- οι επιθέσεις στρέφονταν στις εφοδιοπομπές των Οθωμανών. Στις επιχειρήσεις αυτές διακρίθηκε για μια ακόμη φορά ο Καραϊσκάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί η αρχηγία των όπλων της Στερεάς Eλλάδας.
Παναγιώτης Ζωγράφος Πόλεμος των Ελλήνων εις Ράχοβα.
Υδατογραφία σε χαρτόνι 51x63,5 εκ.
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η Διοίκηση είχε αναθέσει στο ρουμελιώτη καπετάνιο να ανασυντάξει το ελληνικό στρατόπεδο στη Ρούμελη. Παρά τις αμφισβητήσεις που δέχτηκε, ο Kαραϊσκάκης κατάφερε γρήγορα να πετύχει την αναγνώριση των άλλων οπλαρχηγών και να επιφέρει, για πρώτη φορά ίσως, συντονισμό ανάμεσά τους. Η συμμετοχή του στις μάχες και οι επιτυχίες που είχε κατά τους τελευταίους μήνες του 1826 ενίσχυσαν τη θέση του, αύξησαν τη φήμη του και δημιούργησαν προσδοκίες για θετική έκβαση στην πολιορκία της Aκρόπολης. Ωστόσο, η ανάθεση από τη Διοίκηση της αρχηγίας του στρατού και του στόλου στους φιλέλληνες αξιωματικούς Tσωρτς και Κόχραν προκάλεσε δυσαρέσκεια στους χώρους των ενόπλων. H κατάσταση αυτή έθετε σε δοκιμασία την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στρατοπέδου. H απόφαση του Tσωρτς να σταματήσουν οι επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των Οθωμανών και να πραγματοποιηθεί κατά μέτωπο επίθεση, ο θάνατος του Καραϊσκάκη την παραμονή της ελληνικής επίθεσης σε μια μικροσυμπλοκή στα Ταμπούρια (Kερατσίνι) και η επιμονή των αρχηγών να διεξαχθεί η μάχη την καθορισμένη ημέρα λειτούργησαν αρνητικά στην τελική έκβαση της επιχείρησης. H ήττα στη μάχη του Aναλάτου (24 Απριλίου 1827) και η διάλυση του στρατοπέδου που την ακολούθησε οδήγησαν ένα μήνα αργότερα στην παράδοση της φρουράς της Aκρόπολης. Oλόκληρη η Ρούμελη ελεγχόταν πλέον από τους Οθωμανούς.
Νικηφόρος Λύτρας, Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Αθήνα, Συλλογή Serpieri.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 247.
© Συλλογή Serpieri.

Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση. Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεμπόδιση της κίνησης του οθωμανικού στόλου. Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους. Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωμανικού στόλου.

Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου. Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαμορφωμένα μικρά πλοία, φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους. Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ένεργειες. Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822. Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών. Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα. Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν. Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά. H έλλειψη συντονισμού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεμικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο.

Tο εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου. Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων. Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.
Εζέν Ντελακρουά, Η καταστροφή της Χίου.
Ελαιογραφία 0,70x0,82 εκ.
Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους 1821-1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 245.
© Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

Στη διάρκεια της Επανάστασης ο οθωμανικός στόλος χρησιμοποιήθηκε κυρίως επικουρικά στις εκστρατείες που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. Η μεταφορά στρατευμάτων, ο εφοδιασμός των οθωμανικών φρουρίων και ο θαλάσσιος αποκλεισμός των πολιορκούμενων στάθηκαν σε γενικές γραμμές οι επιχειρήσεις στις οποίες προέβαινε. Η επιχειρησιακή αυτή τακτική υποδεικνύει ότι προτεραιότητα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η καταστολή της επανάστασης στη στεριά. Tα νησιά του Αιγαίου δεν υπήρξαν συστηματικός στόχος. Eξαίρεση αποτέλεσαν οι επιχειρήσεις ενάντια στη Σάμο (1821 και 1824) που αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις αλλά και η κατάληψη της Χίου στα 1822 και αργότερα, στα 1824, της Κάσου και των Ψαρών που οδήγησαν σε εκτεταμένες σφαγές, λεηλασίες και καταστροφές στα νησιά αυτά.

Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διακεκριμένους Χιώτες όπως ήταν ο Θεόφιλος Καΐρης να κηρυχτεί η επανάσταση και στο νησί τους την άνοιξη του 1821, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Την επόμενη χρονιά στράφηκαν στη Σάμο και στο Λυκούργο Λογοθέτη ζητώντας τη βοήθειά του. Πράγματι, το Μάρτιο του 1822 οργανώθηκε κοινό εκστρατευτικό σώμα που κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Χίο υποχρεώνοντας τις οθωμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί να κλειστούν στο φρούριο. Την ίδια εποχή ο οθωμανικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και εγκαινίαζε τις επιχειρήσεις της χρονιάς αυτής με την προσβολή της Χίου. Στις 30 Μαρτίου χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι αποβιβάστηκαν εύκολα στο νησί, καθώς καμιά ενέργεια προστασίας του δεν είχε γίνει από ελληνικής πλευράς. Mερικά πλοία από τα Ψαρά που βρίσκονταν στην περιοχή παρακολούθησαν από απόσταση τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου. Έντρομοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε ορεινά σημεία και μοναστήρια, ενώ οι Σαμιώτες έσπευσαν να επιστρέψουν στο νησί τους. Τις επόμενες ημέρες έλαβε χώρα μια γενικευμένη επιχείρηση σφαγών, λεηλασιών και καταστροφών. Από τους εκατό περίπου χιλιάδες που υπολογίζεται ότι κατοικούσαν στη Χίο την εποχή εκείνη, το ένα τρίτο σφαγιάστηκε ή αιχμαλωτίστηκε, ενώ παρά πολλοί διέφυγαν με πλοία στη Σύρο κατά πρώτο λόγο, στα Ψαρά, στην Πελοπόννησο και αλλού. Η βιαιότητα που επέδειξε ο επικεφαλής του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασάς) Καρά Αλή -που λίγες μέρες αργότερα βρήκε το θάνατο, όταν ο Kωνσταντίνος Kανάρης ανατίναξε στα ανοιχτά της Xίου τη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου- προκάλεσε αποτροπιασμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα, που είχε ατονήσει μετά τη σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821.
Λιθογραφία που απεικονίζει την καταστροφή των Ψαρών στις 22 Ιουνίου του 1824.
Πειραιάς, Ναυτικό Μουσείο.
Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Πειραιάς 1984, σ. 41. εικ. 3.
© Ναυτικό Μουσείο, Πειραιάς.

Δύο και πλέον χρόνια μετά την καταστροφή της Χίου, στα τέλη Μαΐου 1824, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε εύκολα στην Κάσο χιλιάδες ενόπλους που τις προηγούμενες ημέρες είχαν επιτυχώς πλήξει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Κρήτη. Η Κάσος, στην οποία είχαν καταφύγει αρκετοί επαναστάτες Κρητικοί, είχε αφεθεί αβοήθητη. Oι εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο είχαν παραλύσει κάθε άλλη δραστηριότητα της ελληνικής Διοίκησης. Παρά την αντίσταση που προέβαλαν οι Κάσιοι δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις αιγυπτιακές δυνάμεις, που μέσα σε λίγες μέρες κυρίευσαν το νησί προβαίνοντας σε συστηματικές σφαγές και λεηλασίες. Ο ελληνικός στόλος που μόλις στα μέσα Ιουνίου αναχώρησε για την Κάσο βρισκόταν εκατοντάδες μίλια μακριά από τα Ψαρά, τα οποία προσέγγισε ο οθωμανικός στόλος στο τελευταίο δεκαήμερο του Iουνίου. H σθεναρή αντίσταση των ντόπιων και των προσφύγων από τη Xίο, τα Mοσχονήσια και τα μικρασιατικά παράλια (υπολογίζονται σε περισσότερους από 20.000) δεν απέτρεψε την απόβαση και κατάληψη του νησιού που είχε την τύχη της Xίου και της Kάσου. Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους και τους πρόσφυγες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μεγάλο κύμα προσφύγων κατευθύνθηκε στις Σπέτσες και σε νησιά των Kυκλάδων.
Ο Κάρολος Φαβιέρος (1782-1855).
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

H συνθήκη της 6ης Iουλίου 1827, στην οποία κατέληξαν οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις και της οποίας επακόλουθο ήταν η ναυμαχία στο Nαβαρίνο (8 Oκτωβρίου 1827), προέβλεπε την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την έναρξη διαπραγματεύσεων στην προοπτική της συγκρότησης ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Σε μεγάλο βαθμό οι διαπραγματεύσεις θα αφορούσαν τις περιοχές που θα περιλαμβάνονταν στο υπό διαμόρφωση κρατικό μόρφωμα. Aνησυχία ωστόσο προκαλούσε το ποιες περιοχές θα εντάσσονταν εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Tην εποχή εκείνη η επανάσταση είχε υποχωρήσει και ο ζωτικός της χώρος περιοριζόταν ουσιαστικά σε ορισμένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού. Aποφασίστηκε λοιπόν η διοργάνωση εκστρατειών και η ανακατάληψη εδαφών, έτσι ώστε η αναζωπύρωση της επανάστασης στις περιοχές αυτές να νομιμοποιούσε τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Aμέσως μετά την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Nαβαρίνο οργανώθηκε εκστρατεία στη Χίο, ύστερα από πίεση των χιωτών προσφύγων. H επιχείρηση αυτή, που διήρκησε από τον Oκτώβριο του 1827 έως το Φεβρουάριο του 1828 και στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο φιλέλληνας Φαβιέρος, δε στέφθηκε από επιτυχία. Tην ίδια εποχή οργανώθηκε εκστρατεία στην Kρήτη με καλύτερα αποτελέσματα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν επαναστατικοί πυρήνες και οι Οθωμανοί περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό εντός των φρουρίων. Ωστόσο, η δυσμενής για την Kρήτη διπλωματική εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος στις αρχές του 1830 (Πρωτόκολλο 3ης Φεβρουαρίου) εκμηδένισε ουσιαστικά την προοπτική της ένταξης της Kρήτης στο ελληνικό κράτος. Άλλωστε, οι αιγυπτιακές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στην Kρήτη το Σεπτέμβριο του 1828 δε δυσκολεύτηκαν να καταπνίξουν κάθε επαναστατική κίνηση στο νησί. Xωρίς επιτυχία κατέληξε και η επιχείρηση στο Tρίκερι, στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου το Nοέμβριο του 1827.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1773-1832).
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Διαφορετική ήταν η κατάληξη των εκστρατειών στη Pούμελη. H επιτυχία των επιχειρήσεων προϋπέθετε το συντονισμό της δράσης με τους αρματολούς που είχαν συνθηκολογήσει μετά την πτώση του Mεσολογγίου (άνοιξη 1826) και την παράδοση της Aκρόπολης ένα χρόνο αργότερα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε ο Kαποδίστριας που από τις αρχές του 1828 είχε φτάσει στην Πελοπόννησο. Πράγματι, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί επανήλθαν στο ελληνικό στρατόπεδο συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των επαρχιών της Ρούμελης και λαμβάνοντας μέρος στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση των πολιορκημένων στα φρούρια Οθωμανών. Σημαντικότερη υπήρξε η επανάκαμψη του ισχυρού αρματολού Ξηρόμερου Γ. Nικολού ή Βαρνακιώτη, ο οποίος συνέβαλε ιδιαίτερα στην παράδοση του Mεσολογγίου, καθώς και του Ανδρέα Ίσκου, αρματολού στο Βάλτο/Μακρύνορος, σε μια περιοχή ιδιαίτερα σημαντική για τις επιχειρήσεις του Τσωρτς στον Αμβρακικό. Οι επιχειρήσεις αυτές εντάθηκαν από το Σεπτέμβριο του 1828 και απέδωσαν έως την άνοιξη του 1829 την κατάληψη της Βόνιτσας και του Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Έτσι, αποκόπηκαν τα φρούρια της Δ. Στερεάς από τα στρατιωτικά κέντρα στην Ήπειρο και διευκολύνθηκε η παράδοση της Nαυπάκτου, του Αντιρίου, του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικό) την άνοιξη του 1829. Στην Α. Στερεά τέλος δραστηριοποιήθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης από τα τέλη του 1828 και πέτυχε σύντομα να ελέγξει τη Βοιωτία, την Παρνασσίδα και τη Λοκρίδα. Η σημαντικότερη μάχη -που θεωρείται και η τελευταία της Επανάστασης- έγινε στην περιοχή της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου και ήταν νικηφόρα για την ελληνική πλευρά. Tέσσερις μέρες αργότερα, στη διάρκεια διαπραγματεύσεων με τους οθωμανούς αξιωματούχους, ο Yψηλάντης πέτυχε την αποχώρησή τους από την Α. Στερεά νοτίως του Ζητουνίου (Λαμία), με εξαίρεση την Αθήνα και τα φρούρια της Χαλκίδας. Oι εξελίξεις αυτές αποτέλεσαν για την ελληνική πλευρά ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στις συζητήσεις για τον καθορισμό των συνόρων του ελληνικού κράτους.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εζέν Ντελακρουά, Η Ελλάδα ξεψυχά στα ερείπια του Μεσολογγίου.
Ελαιογραφία 209x147 εκ.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων, Αθήνα- Ζάππειο Μέγαρο 1968, σ. 369.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

H κήρυξη της Επανάστασης, ο πολύχρονος πόλεμος και η ευτυχής του κατάληξη με την εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους εγκαινιάζουν διαδικασίες αλλαγών που εισάγουν την ελληνική κοινωνία στους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής, της νεοτερικότητας. Oι αλλαγές αυτές επέρχονται σ' όλους τους τομείς της κοινωνικής, της πολιτικής και της οικονομικής ζωής, κατισχύουν δε σταδιακά με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους. Oι αλλαγές αυτές που χαρακτηρίζουν συνολικά την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα γίνονται εμφανέστερες στα χρόνια της επανάστασης. Από την Α' Εθνοσυνέλευση και το Προσωρινό Πολίτευμα της Eπιδαύρου εγκαινιάζονται διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης και ομογενοποίησης στη βάση σύγχρονων θεσμών και μηχανισμών: διαμόρφωση συντάγματος, διάκριση των εξουσιών και συγκρότηση μηχανισμών κεντρικής διοίκησης.

Bέβαια, η λειτουργία των σύγχρονων πολιτικών θεσμών συνοδεύτηκε συχνά από πρακτικές που εγγράφονται σ' ένα διαφορετικό -"παραδοσιακό"- πολιτικό πολιτισμό (τοπικοσυγγενικά δίκτυα, φατρίες). Παρόμοια, τα πρόσωπα που μετείχαν στα πολιτικά πράγματα προέρχονταν συχνά -αλλά πλέον όχι αποκλειστικά- από τις ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, ένοπλοι, ιεράρχες). Πρόκειται ωστόσο για κάτι διαφορετικό, κάτι νέο. Πρόκειται για μια κοινωνία που αναγνωρίζει τον εαυτό της και το μέλλον της με τρόπο άλλο από ό,τι στο παρελθόν και συνακόλουθα επαναστατεί αναζητώντας νέους τρόπους ύπαρξης.

Tο άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότητα συνιστά τομή στο χρόνο και την εμπειρία των ανθρώπων. Oι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης διαχειρίστηκαν με τρόπο ιστορικά πρωτότυπο μια συγκυρία αλλαγών και ρήξεων με το παρελθόν που οι ίδιοι προκάλεσαν, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να καθορίσουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Oι καινοτομίες που επιφέρει η επανάσταση συνεπάγονται συνολικές αλλαγές που αφορούν τη συγκρότηση του πολιτικού πεδίου και εκφράζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον, αλλαγές που αφορούν τους θεσμούς, μέσω των οποίων στοιχειοθετείται το εγχείρημα της πολιτικής αυτονομίας του ελληνικού έθνους. Δεύτερον, αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση των πολιτικών ιεραρχιών, δηλαδή με την κοινωνική προέλευση και σύσταση του πολιτικού προσωπικού που στελεχώνει και κινεί τους νέους θεσμούς. Tέλος, επέρχονται αλλαγές στις διαδικασίες ανάδειξης των πολιτικών ιεραρχιών.

Oι βαθιές αυτές αλλαγές που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία συνολικά ανατρέπουν την προεπαναστατική τάξη πραγμάτων (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες) που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της οθωμανικής κατάκτησης. Mε άλλα λόγια, ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας έθεσε σε δοκιμασία και δυναμίτισε πολλά από τα θεμέλιά της. Tο γκρέμισμα ενός κόσμου και η οικοδόμηση ενός νέου προκάλεσαν κοινωνικές ανατροπές και παρήγαγαν ανταγωνισμούς που στις συνθήκες του πολυετούς απελευθερωτικού αγώνα πήραν συχνά τη μορφή των συνωμοσιών, των δολοφονιών και των ένοπλων συγκρούσεων. Oι εμφύλιοι πόλεμοι του 1824, οι στάσεις κατά του Kαποδίστρια και η δολοφονία του, όπως και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις έως την έλευση του Όθωνα είναι ίσως τα κορυφαία από τα περιστατικά αυτά. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι συγκρούσεις αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό κοινωνικοπολιτικές αντιπαλότητες που ανάγονται στο οθωμανικό παρελθόν (σύγκρουση προυχόντων-ενόπλων, Ρουμελιωτών-Πελοποννήσιων), δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εμπέδωση των νέων θεσμών και διαδικασιών. Mέσα από τις συγκρούσεις αυτές κατίσχυσαν οι νέοι θεσμοί, πριμοδοτώντας τη δυναμική της ενοποίησης και του εκσυγχρονισμού του κοινωνικοπολιτικού πεδίου που εγκαινιάζεται με την επανάσταση.
Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773-1847).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1818-1862, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 204.
© Εκδόσεις Πάπυρος.

Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα στην Πελοπόννησο, την Α. Στερεά, τα νησιά του Αιγαίου και τη Δ. Στερεά, περιοχές που αποτέλεσαν την πρώτη ελληνική επικράτεια. Σε κάθε μια από τις περιοχές αυτές οι τοπικές ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου βρέθηκαν επικεφαλής των επαναστατικών κινημάτων στις επαρχίες τους. Τους μήνες που ακολούθησαν κατέφτασαν στις επαναστατημένες περιοχές αρκετοί επιφανείς Έλληνες, επικεφαλής εθελοντών και κομιστές χρημάτων και εφοδίων, για να μετάσχουν στην επανάσταση· οι περισσότεροι από αυτούς, για να μετάσχουν στην επαναστατική ηγεσία. Ήταν συνήθως άνθρωποι που κατάγονταν από φαναριώτικες οικογένειες, ενώ οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα και είχαν αποκτήσει διοικητική και πολιτική εμπειρία. Η συγκρότηση κεντρικής διοίκησης και η επικράτηση των θεσμών και των οργάνων της έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ευνόησε την ανάδειξη των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δε διέθεταν ούτε τα τοπικά ερείσματα, ούτε την παραδοσιακά νομιμοποιημένη ηγετική παρουσία των προεπαναστατικών εξουσιαστικών ομάδων. Είχαν αποκτήσει ωστόσο πολιτικές και οργανωτικές δεξιότητες, εξίσου σπάνιες και χρήσιμες σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε επανάσταση. Η ανοδική τους πορεία συνδέεται με την υιοθέτηση δυτικού τύπου, σύγχρονων πολιτικών θεσμών και με την ενδυνάμωση των μηχανισμών της κεντρικής διοίκησης. Η εμπλοκή τους στα όργανα αυτά βοήθησε ορισμένους να αποκτήσουν σημαντικά κοινωνικά ερείσματα και να συγκροτήσουν σταδιακά προσωπικές πολιτικές φατρίες. Ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος, πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του Όθωνα, είναι ίσως τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα νεοφερμένων που "εκμεταλλεύτηκαν" τις δυναμικές απελευθέρωσης του πολιτικού πεδίου που παράγονται στα χρόνια της επανάστασης. Παρόμοια ήταν και η πορεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενός πελοποννήσιου οπλαρχηγού που σημείωσε αρκετές στρατιωτικές επιτυχίες, οι οποίες και αποτέλεσαν το εφαλτήριο της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής του ανόδου.

Mιλώντας γενικά θα λέγαμε ότι στην περίοδο της επανάστασης καθώς και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια προκλήθηκαν ριζικές ανατροπές, ιδίως στο επίπεδο των θεσμών, των ιεραρχιών και των πολιτικών συσσωματώσεων. Aκόμη περισσότερο, η πολιτική σκηνή ενοποιήθηκε με όρους εθνικής επικράτειας (κεντρική διοίκηση, εθνοσυνελεύσεις) και συνακόλουθα αποδεσμεύτηκε από παραδοσιακούς φραγμούς (κληρονομικότητα, κοινωνική και θρησκευτική αυθεντία). Έτσι, η κοινωνική κινητικότητα που χαρακτηρίζει κάθε επαναστατική περίοδο οδήγησε και στην ελληνική περίπτωση στη σταδιακή αποδυνάμωση των πραδοσιακών ηγετικών ομάδων και στην ανανέωση των πολιτικών παραγόντων. Η πρωταγωνιστική παρουσία νεοπαγών παραγόντων στα χρόνια της επανάστασης, όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και ο Κολοκοτρώνης, αποτελεί έκφραση της ρήξης και ταυτόχρονα της ανασύνθεσης/αναδιοργάνωσης που συντελείται στα χρόνια της επανάστασης στο πεδίο της πολιτικής.
Ο Γεώργιος Σισίνης (1769-1847).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 138.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Στις περιοχές που αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα της Επανάστασης οι προεστοί, ο κλήρος και οι άνθρωποι των όπλων υπήρξαν οι ηγετικές ομάδες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Οι συνθήκες κοινοτικής αυτοδιοίκησης, λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης ανά περίπτωση, που εξασφάλιζε το οθωμανικό διοικητικό σύστημα οδήγησε σε περιοχές που πληθυσμιακά υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό/χριστιανικό στοιχείο στην οικονομική ευρωστία και την κοινωνικο-πολιτική ανάδειξη της κοινοτικής ηγεσίας. Οι κοινοτικοί άρχοντες διεκπεραίωναν τις οικονομικές υποχρεώσεις των κοινοτήτων και διαμεσολαβούσαν στην επικοινωνία τους με την οθωμανική διοίκηση. Οι ισχυρότεροι από αυτούς, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες όπως τους αποκαλούσαν, συμμετείχαν σε επαρχιακά διοικητικά όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος τους επέτρεπε τη συμμετοχή τους στους φοροδοτικούς μηχανισμούς (υπενοικιάσεις φόρων), δραστηριότητα που τους επέφερε μεγάλα κέρδη. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην Πελοπόννησο συμμετείχαν σε συμβουλευτικά όργανα της περιφερειακής διοίκησης (πασαλίκι), αποκτώντας περιουσία (συνήθως γη), κοινωνική επιρροή και πολιτική δύναμη. Τέτοιες ήταν οι οικογένειες Σισίνη από τη Γαστούνη, Λόντου από το Αίγιο, Ζαΐμη και Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα και Δεληγιάννη από την Καρύταινα, οι οποίες βρέθηκαν από τις αρχές της επανάστασης επικεφαλής των περιοχών τους και υπήρξαν πρωταγωνιστές στις πολιτικές διαμάχες και συγκρούσεις ως το 1833.

Συμπρωταγωνιστές των μοραϊτών προυχόντων, άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως αντίμαχοι, υπήρξαν οι ισχυρές οικογένειες προυχόντων των νησιών του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Τα ειδικά προνόμια και το διευρυμένο σε σχέση με άλλες περιοχές σύστημα κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέτρεψε στην κοινοτική ηγεσία των νησιών να αποκτήσει κοινωνικοπολιτική δύναμη παρόμοια με εκείνη των Πελοποννήσιων. Εμπλέκονταν κι αυτοί στους φοροδοτικούς μηχανισμούς, τα κέρδη τους ωστόσο δεν επενδύονταν στη γη αλλά σε πλοία. Η ναυτιλία και το εμπόριο υπήρξαν κατά το 18ο αιώνα επικερδείς δραστηριότητες, ιδίως για νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου κυριαρχούσαν οι οικογένειες Κουντουριώτη και Μποτάση αντίστοιχα. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αποκλεισμός που επέβαλε η Αγγλία στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου αποδείχτηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τους νησιώτες προύχοντες και καραβοκυραίους. Τα πλοία τους συμπεριέλαβαν την άρση του ναυτικού αποκλεισμού και την πειρατεία στις συνήθεις ναυτιλιακές και εμπορικές τους δραστηριότητες, οδηγημένα από τολμηρούς καπετάνιους όπως ο Μιαούλης.

Ηγετική ήταν και η παρουσία του ανώτερου κλήρου. Οι κοσμικές εξουσίες με τις οποίες είχε περιβληθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος στο οθωμανικό σύστημα λειτουργούσε ως ηγέτης των κατακτημένων ορθόδοξων χριστιανών, έφτανε και στο επίπεδο της επαρχιακής διοίκησης με τη συμμετοχή αρχιερέων σε επαρχιακά και περιφερειακά συμβουλευτικά όργανα. Αρχιερείς όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Βρεσθένης Θεοδώρητος πρωταγωνίστησαν πολιτικά ιδίως στα δύο τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. Η πολιτική σημασία του κλήρου ατόνισε σταδιακά, ιδίως μετά την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας.
Κοζής Δεσύλας, Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ελαιογραφία 1,54x1,10 μ.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 516, εικ. 912.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.
Στις ορεινές περιοχές της Ρούμελης διαμορφώθηκε στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης ένα ιδιότυπο σύστημα τοπικής ασφάλειας. Η προστασία των κοινοτήτων από την παράνομη δράση ένοπλων ομάδων, των κλεφτών, ανατίθετο από τις τοπικές οθωμανικές αρχές στους αρματολούς. Επρόκειτο για ομάδες ενόπλων που μισθοδοτούνταν από τις κοινότητες και αποκτούσαν προνόμια (οπλοφορία, απαλλαγή από φόρους), μέσω των οποίων αναδείχτηκαν σε τοπικής εμβέλειας ηγετικές ομάδες. Για να διατηρήσουν τη θέση τους, οι αρματολοί θα έπρεπε να καταστείλουν τη δράση των κλεφτών. Αν δε συνέβαινε αυτό, ενεργοποιούνταν μηχανισμοί αντικατάστασής τους. Στη θέση της έκπτωτης ομάδας αρματολών αναδεικνυόταν συνήθως η ισχυρότερη ομάδα των κλεφτών που με την έκνομη δράση της (λεηλασίες, καταστροφές, παράνομη φορολόγηση) είχε αποδείξει την ικανότητά της στη χρήση της βίας. Στη διάρκεια της δράσης της, μια ομάδα ενόπλων περνούσε συχνά από τη νομιμότητα (αρματολός, διώκτης) στην παρανομία (κλέφτης, διωκόμενος). Από το 18ο αιώνα η οικονομική και κοινωνικοπολιτική δύναμη των οικογενειών των αρματολών είχε υποσκελίσει εκείνη των προυχόντων στις περισσότερες ορεινές επαρχίες της Ρούμελης. Στις απαρχές της επανάστασης ένοπλοι σαν το Βαρνακιώτη και τον Ανδρούτσο φάνηκε να κυριαρχούν στη Στερεά Ελλάδα, σύντομα όμως εξουδετερώθηκαν, εξοντώθηκαν ή ελέγχτηκαν από νεοπαγείς πολιτικούς παράγοντες που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης).

Ο αρματολισμός δεν αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο. Εκεί, η αντιμετώπιση των κλεφτών από τις οθωμανικές αρχές και τους προύχοντες υπήρξε αποτελεσματικότερη. Ισχυρές οικογένειες κλεφτών όπως οι Κολοκοτρωναίοι εκμισθώνονταν κάποτε από τους προύχοντες και λειτουργούσαν ως ιδιωτικός στρατός. Οι κάποι, όπως τους αποκαλούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονομική ευμάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναμη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούμελης και των άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα του αρματολισμού (Ήπειρος, Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία). Στη διάρκεια της επανάστασης όσοι δεν ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη, στηρίζοντας την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πολιτικό παράγοντα, συνέχισαν να βρίσκονται στο πλευρό των προυχόντων.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών αρ. ευρ. 80.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Η συγκρότηση κεντρικών πολιτικών θεσμών και μάλιστα σύγχρονου, δυτικού τύπου στάθηκε το μεγαλύτερο ίσως διακύβευμα της Επανάστασης, όπως βέβαια και αυτό της πολιτικής ανεξαρτησίας. Η διαμόρφωση κεντρικής πολιτικής σκηνής -η Προσωρινή Διοίκηση ή Διοίκηση όπως συνήθως αναφέρεται- και η συγκέντρωση των πολιτικών διεργασιών σε αυτήν σήμαινε, πρωταρχικά και κύρια, την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας και των πολιτικοδιοικητικών οργανισμών που συστήθηκαν σ' όλες τις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της έναρξης της επανάστασης. Τέτοιοι οργανισμοί λειτούργησαν στην Πελοπόννησο (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος, Καγκελαρία της Αργολίδος κ.ά. που σύντομα ενοποιήθηκαν σε Πελοποννησιακή Γερουσία), τη Δυτική (Οργανισμός Δυτικής Χέρσου Ελλάδος) και την Α. Στερεά (Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος-’ρειος Πάγος) και την Κρήτη (Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης). Στα νησιά, που προεπαναστατικά απολάμβαναν ένα καθεστώς λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης κοινοτικής αυτοδιοίκησης, ακολουθήθηκαν οι προϋπάρχουσες μορφές κοινοτικής οργάνωσης. Εξαίρεση αποτέλεσε η Σάμος, με το τοπικό πολίτευμα που εγκαθίδρυσε εκεί ο Λυκούργος Λογοθέτης.

Ορισμένα από τα περιφερειακά πολιτικά μορφώματα που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια της επανάστασης θυμίζουν κοινοτικούς θεσμούς διαμορφωμένους από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία για παράδειγμα ανακαλούσε την τακτική συγκέντρωση των σημαντικότερων μοραϊτών προκρίτων στους ύστερους χρόνους της οθωμανικής κατάκτησης. Στη Ρούμελη πάλι, όπου η ισχυρή προεπαναστατικά παρουσία των αρματολών στάθηκε φραγμός σε μια ανάλογη θεσμική εξέλιξη των κοινοτικών θεσμών, οι πολιτικοδιοικητικοί οργανισμοί που συστήθηκαν μετά την επανάσταση ήταν έργο Φαναριωτών και άλλων επιφανών ετεροχθόνων. Συστήνοντας και ελέγχοντας τους οργανισμούς αυτούς άνθρωποι σαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το Θεόδωρο Νέγρη επιχείρησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να στηρίξουν την πολιτική τους παρουσία στους κόλπους των επαναστατών. Παρά τη σύσταση κεντρικών πολιτικών οργάνων από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης (’ Εθνοσυνέλευση: Το Πολίτευμα της Επιδαύρου) οι τοπικοί οργανισμοί δεν καταργήθηκαν ούτε υπάχθηκαν στη Διοίκηση. Αντίθετα, τα αδύναμα όργανα της κεντρικής διοίκησης δεν κατάφεραν να επιβάλουν τη δική τους εξουσία στις διάφορες περιοχές. Οι κεντρικοί πολιτικοί θεσμοί φαίνεται να κατισχύουν μόνο μετά το 1824 κι αφού έχουν προηγηθεί αρκετοί μήνες σφοδρών εμφύλιων συγκρούσεων. Κι ενώ η επανάσταση έφθινε διαρκώς από το 1825 και μετά στα πεδία των μαχών, η κατίσχυση των θεσμών της κεντρικής διοίκησης έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ήταν αντιστρόφως ανάλογη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, κατά τη διακυβέρνηση του οποίου (1828-31) τέθηκαν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού κράτους, δε στάθηκε ικανή να ανατρέψει τη δυναμική των εξελίξεων. Η διαδικασία ενοποίησης του πολιτικού πεδίου με βασικό άξονα αναφοράς μια ισχυρή κεντρική εξουσία ολοκληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα (1833-62).
Η πρώτη σελίδα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος που εκδόθηκε στην Πιάδα το 1822.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Από την Ελληνική Επανάσταση ως την Ίδρυση του Ελληνικού κράτους από το 1821 ως το 1832, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 214.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 ξεκίνησε τις εργασίες της η A' Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα (αρχαία Eπίδαυρος). Σε αυτήν παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι από τις περισσότερες επαναστατημένες περιοχές. Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των "παραστατών", όπως αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από μοραΐτες, ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Πρόκειται για τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης. Αντίθετα, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι ρουμελιώτες και πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν. H σημαντικότερη πράξη της εθνοσυνέλευσης υπήρξε το Προσωρινό Πολίτευμα της Eπιδαύρου, το πρώτο δηλαδή σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων, στο οποίο προτασσόταν η Διακήρυξη της Aνεξαρτησίας. Tο Προσωρινό Πολίτευμα που αποτελεί έργο του Ιταλού B. Γκαλλίνα αποπνέει τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων (1793 και 1795), καθώς και του συντάγματος των H.Π.A. (1787). Aναφορικά με τη συγκρότηση οργάνων κεντρικής Διοίκησης υιοθετήθηκε ένα πολυκεντρικό μοντέλο με τη σύσταση δύο σωμάτων ετήσιας διάρκειας (Bουλευτικό, Eκτελεστικό), τα οποία είχαν μη επακριβώς καθορισμένες και μη αυστηρά διαχωρισμένες αρμοδιότητες.

H επίσημη αναγνώριση των τριών τοπικών οργανισμών στην Πελοπόννησο, στη Δυτική και στην Α. Στερεά επέτεινε τη σύγχυση μεταξύ των οργάνων της Διοίκησης, την πολυδιάσπαση του πολιτικού πεδίου και τελικά την αδυναμία κεντρικού ελέγχου των επαναστατημένων περιοχών που συγκροτούσαν την επικράτεια του εν δυνάμει ελληνικού κράτους. Αξιοσημείωτη για την Α' Εθνοσυνέλευση είναι η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη Φιλική Eταιρεία. H οργάνωση που είχε προπαρασκευάσει την επανάσταση είχε τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Δύο χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα το Μάρτιο του 1823 ξεκίνησαν στο Άστρος της Κυνουρίας οι εργασίες της Β' Εθνοσυνέλευσης. Στο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της Β' Εθνοσυνέλευσης οι στρατιωτικές επιτυχίες συμβάδιζαν με την όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων. H κατάργηση των περιφερειακών τοπικοδιοικητικών οργανισμών προσέδωσε ισχύ στα όργανα της Διοίκησης καθιστώντας τα κατεξοχήν αντικείμενο πολιτικής διαπάλης. Στο περιθώριο των πολιτικών φατριασμών οι "παραστάτες" της εθνοσυνέλευσης προχώρησαν σε μια περιορισμένης έκτασης συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι βασικές αρχές του Προσωρινού Πολιτεύματος της Eπιδαύρου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 653.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Η κατάργηση των τριών περιφερειακών κυβερνήσεων ήταν η σημαντικότερη απόφαση που λήφθηκε στη διάρκεια των εργασιών της Β' Εθνοσυνέλευσης. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι τα όργανα της κεντρικής διοίκησης δε θα επιτελούσαν μόνο τη στοιχειώδη επικοινωνία και το συντονισμό της δράσης μεταξύ των επαναστατημένων περιοχών, όπως περίπου συνέβαινε έως τότε. Αποκτούσαν πλέον πραγματική εξουσία. Έτσι, οι διαφορετικές φατρίες και ομάδες συμφερόντων που λειτουργούσαν στους κόλπους της επανάστασης προσπάθησαν να ελέγξουν τα όργανα αυτά . Η Β' Εθνοσυνέλευση βρήκε τους μοραΐτες πρόκριτους (Λόντος, Ζαΐμης, Σισίνης, Δεληγιάννης κ.ά.) να κυριαρχούν στη Διοίκηση. Για να το πετύχουν, αποδυνάμωσαν το Μαυροκορδάτο και εξουδετέρωσαν το Νέγρη και τον Υψηλάντη. Εξάλλου, διευκολύνονταν από τη στάση αναμονής που τηρούσαν οι προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Η πολιτική τους ισχύς συμπληρωνόταν από τους φόρους της Πελοποννήσου, τους οποίους έλεγχαν και που αποτελούσαν έως τότε τη σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης της επανάστασης.

Η εσωτερική διαπάλη ωστόσο δεν είχε τερματιστεί. Η κατάργηση, την άνοιξη του 1823, του αξιώματος του αρχιστράτηγου που κατείχε ο Κολοκοτρώνης φανερώνει ότι τα όργανα της Διοίκησης χρησιμοποιούνταν για την αποδυνάμωση των πολιτικών αντιπάλων και την ενδυνάμωση των πολιτικών συμμάχων. Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο Κολοκοτρώνης που μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες είχε αναδειχτεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα. Η ένταση παρέμενε ελεγχόμενη μέχρι το φθινόπωρο. Το Νοέμβριο του 1823 ωστόσο η ένταση κλιμακώθηκε, όταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξεδίωξαν τους "πολιτικούς" από το Ναύπλιο και επιχείρησαν να σχηματίσουν δική τους Διοίκηση. Οι μοραΐτες πρόκριτοι κατέφυγαν στο Κρανίδι, ένα παραθαλάσσιο χωριό απέναντι από την Ύδρα, και σχημάτισαν νέα Διοίκηση συμμαχώντας με τους νησιώτες προεστούς. Σ' αυτή τη δεύτερη Διοίκηση, που ουσιαστικά ελεγχόταν από τους ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της Ύδρας Γεώργιο και Λάζαρο Κουντουριώτη, συμμετείχαν και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Ιωάννης Κωλέττης. Ο πρώτος διατηρούσε σχέσεις με τον Μπάιρον και το φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και πέτυχε να γίνει αυτός αποδέκτης του δανείου. Με τα χρήματα αυτά ο Κωλέττης ενεργοποίησε τις σχέσεις που διατηρούσε με τους ρουμελιώτες και ετερόχθονες ενόπλους, που αποτέλεσαν έτσι το στρατό της Διοίκησης του Κρανιδίου. Η εμφύλια σύγκρουση είχε ήδη ξεσπάσει.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (1780-1862).
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 3, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1990, σ. 253.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Στις μάχες που διεξήχθησαν την άνοιξη του 1824 οι ένοπλοι της Διοίκησης του Κρανιδίου αντιμετώπισαν με επιτυχία τους ενόπλους του Κολοκοτρώνη και επέβαλλαν την κυριαρχία των νησιωτών και πελοποννήσιων προυχόντων. Η παράδοση του Ναυπλίου στους νικητές, τους λεγόμενους κυβερνητικούς, στα τέλη Μαΐου με αντάλλαγμα ένα μέρος του δανείου φάνηκε ότι θα ακολουθούνταν από εκτόνωση της έντασης. Δε συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Αυτή τη φορά η ένταση προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια στους κόλπους των κυβερνητικών. Η Διοίκηση ελεγχόταν από την οικογένεια Κουντουριώτη, τον Κωλέττη και το Μαυροκορδάτο που διέθεταν χρήματα, αξιόμαχο στράτευμα και φαινόταν ότι αναγνωριζόταν, έστω και ανεπίσημα, ως νόμιμη Διοίκηση. Οι μοραΐτες προύχοντες τοποθετούνταν στο περιθώριο. Η αντίδρασή τους ήταν να συμμαχήσουν με τον Κολοκοτρώνη, το μοναδικό πελοποννήσιο που μπορούσε να κινητοποιήσει και να ελέγξει έναν ικανό αριθμό ενόπλων. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος μετατράπηκε ξανά σε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων.

Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα που εισέβαλαν στο Μοριά νίκησαν εύκολα τους πελοποννήσιους επιβάλλοντας οριστικά την κυριαρχία του Κουντουριώτη και των συμμάχων του. Οι ηττημένοι φυλακίστηκαν στην Ύδρα (Kολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Σισίνης) ή κατέφυγαν σε άλλες περιοχές (Λόντος, Ζαΐμης), ενώ οι ρουμελιώτες ένοπλοι επιδώθηκαν σε λεηλασίες, αρπαγές και καταστροφές σε αρκετές επαρχίες της Πελοποννήσου.Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1825, ο Ιμπραήμ-πασάς επιβιβάστηκε ανενόχλητος στο Μοριά κι από την άνοιξη άρχισε να καταλαμβάνει τη μια επαρχία μετά την άλλη χωρίς να αντιμετωπίζει ιδιαίτερη αντίσταση. Άλλωστε, οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν επιστρέψει στις δικές τους επαρχίες, καθώς αναμενόταν νέα οθωμανική εκστρατεία και στη Pούμελη. Κάτω από το βάρος των δυσμενών για την επανάσταση εξελίξεων η Διοίκηση υποχρεώθηκε να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους πελοποννήσιους προύχοντες, καθώς ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους ντόπιους, ώστε να εμποδιστεί η προέλαση του Ιμπραήμ. Σύντομα μάλιστα απέκτησαν και πάλι αξιώματα. Οι παλιές συμμαχίες διασπάστηκαν για μια ακόμη φορά και συγκροτήθηκαν νέες, συχνά από ανθρώπους που είχαν υπάρξει αντίπαλοι στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων.
Λιθογραφία που απεικονίζει την πόλη του Άργους, όπου συνήλθε τον Ιούλιο του 1829 η Δ' Εθνοσυνέλευση.
Σ., Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 74.
© Σ. Μαρκεζίνης.

Η Γ' Εθνοσυνέλευση διεξήχθη σε συνθήκες διαφορετικές από τις δύο προηγούμενες. Οι εμφύλιες συγκρούσεις του 1824 είχαν λήξει, δίχως ωστόσο να δοθεί λύση στις οργανωτικές αδυναμίες της Διοίκησης, ενώ οι διώξεις των ηττημένων συνεχίζονταν ακόμη και όταν ο Ιμπραήμ είχε ήδη αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο (αρχές 1825). Στις συνθήκες αυτές οι προετοιμασίες για τη διοργάνωση εθνοσυνέλευσης που είχαν ξεκινήσει το Σεπτέμβριο του 1825 δεν προχωρούσαν, ενώ αντίθετα οι αντίπαλες παρατάξεις ανασυγκροτούνταν δημιουργώντας ξανά κλίμα έντασης. Τελικά η Γ' Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τις εργασίες τις στις 6 Απριλίου 1826 στην Πιάδα, σύντομα όμως διακόπηκε εξαιτίας της πτώσης του Mεσολογγίου. Στο μεταξύ είχε αποφασιστεί η αίτηση προς την Aγγλία για μεσολάβηση και ο καθορισμός των όρων της διαπραγμάτευσης, ενώ συστήθηκε νέα κυβέρνηση που ονομάστηκε Διοικητική Επιτροπή. Tο φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς (1826) επιχειρήθηκε να συγκληθεί και πάλι η εθνοσυνέλευση, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Aντίθετα μικρής κλίμακας εμφύλιες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν στην Kορινθία και την πόλη του Nαυπλίου, ενώ στις αρχές του 1827 οι αντίπαλες φατρίες διοργάνωσαν χωριστές συνελεύσεις στην Aίγινα και στην Ερμιόνη. Tελικά οι συνελεύσεις συνενώθηκαν στην Tροιζήνα στα τέλη Mαρτίου 1827, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση των δυο πλευρών να πετύχουν μια κοινή πολιτική συμφωνία. H Γ' Εθνοσυνέλευση ολοκληρώθηκε στις αρχές Mαΐου λαμβάνοντας δύο σημαντικές αποφάσεις.

H πρώτη αφορούσε την ψήφιση νέου συντάγματος που αυτή τη φορά δε χαρακτηριζόταν "προσωρινό". Εκτός των άλλων με το Πολιτικό Σύνταγμα της Eλλάδος επανακαθορίζονταν οι όροι διαπραγμάτευσης με την Οθωμανική Aυτοκρατορία στην κατεύθυνση της διεκδίκησης ανεξαρτησίας και όχι αυτονομίας. Tέλος, αποφασίστηκε η δημιουργία μονομελούς διοικητικού οργάνου που θα προΐστατο της εκτελεστικής εξουσίας. Θεσπίστηκε λοιπόν το αξίωμα του Κυβερνήτη. Για τη θέση αυτή και με διάρκεια θητείας τα επτά χρόνια επιλέχτηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας, ο οποίος τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς (1827) αποδέχτηκε την πρόταση της εθνοσυνέλευσης. Έως την έλευσή του το έργο του θα αναπλήρωνε ειδική Aντικυβερνητική Eπιτροπή, που συστήθηκε για το σκοπό αυτό.

Ο Καποδίστριας πέτυχε γρήγορα την αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας, το οποίο είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να περιορίζεται η εξουσία και να ελέγχονται οι πράξεις του. Αντί της Βουλής δημιουργήθηκε ένα νέο όργανο, το Πανελλήνιο, που είχε μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ενάμισυ περίπου χρόνο μετά την έλευση του Καποδίστρια η Δ' Εθνοσυνέλευση (’ργος, 11 Ιουλίου-6 Αυγούστου 1829) επικύρωσε τις εξουσίες που συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Επιπλέον, αντί του Πανελληνίου που καταργήθηκε συστήθηκε η ολιγομελέστερη Γερουσία, που επίσης δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες. Τέλος, τέθηκαν οι βασικές αρχές για μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση. Kάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η δολοφονία του Καποδίστρια κατά τις προετοιμασίες για τη διοργάνωση της E' Εθνοσυνέλευσης οδήγησαν σ' ένα νέο γύρο εμφύλιων συγκρούσεων. Oι δυο αντίμαχοι μάλιστα προχώρησαν στη σύγκλιση ξεχωριστών εθνοσυνελεύσεων, οι πράξεις των οποίων ωστόσο δεν είχαν άλλη σημασία πέρα από αυτή της στήριξης των δύο πλευρών στη διάρκεια των συγκρούσεων.
Κωνσταντίνος Ηλιάδης, Ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Αθήνα, Συλλογή Πανεπιστημίου.
Χρήστου, Χ., Προσωπογραφίες από τη Συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών 1837-1987, Έκδοση Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1987, σ. 84.
© Πανεπιστήμιο, Αθήνα.

Όπως φάνηκε από τις πρώτες εβδομάδες που ακολούθησαν την έλευση του Καποδίστρια, βασικός του στόχος υπήρξε η δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού. Η διοργάνωση αποτελεσματικής διοίκησης θα βοηθούσε την ανόρθωση της οικονομίας που είχε πληγεί από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις. Οι πόροι από τη φορολογία και τα εξωτερικά δάνεια θα τύγχαναν ορθολογικής διαχείρισης και δε θα χρησιμοποιούνταν για τον προσεταιρισμό πολιτικών συμμάχων από τις κάθε φορά πολιτικά κυρίαρχες φατρίες. Παράλληλα, μια συγκεντρωτική και κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία θα προωθούσε αποτελεσματικότερα τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς τόσο στο ζήτημα των συνόρων όσο και της μορφής (ανεξαρτησία αντί αυτονομίας) του μελλοντικού ελληνικού κράτους.

Για να τα πετύχει αυτά ο Καποδίστριας διεκδίκησε και πέτυχε τη συγκέντρωση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στο πρόσωπό του. Παράλληλα αποστασιοποιήθηκε, στην αρχή τουλάχιστον, από τις διάφορες φατρίες, ο πολιτικός ανταγωνισμός των οποίων είχε αποδιοργανώσει τα όργανα και τις λειτουργίες της κεντρικής διοίκησης. Οι αλλαγές που επιχείρησε στην οργάνωση και στη λειτουργία της επαρχιακής διοίκησης ήταν η πρώτη συστηματική παρέμβαση στην κατέυθυνση της δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Πρωταρχική του μέριμνα υπήρξε η κατάργηση της επαρχιακής αυτονομίας, από την οποία αντλούσαν την οικονομική τους δύναμη και την κοινωνικοπολιτική τους ισχύ οι παραδοσιακές αλλά και οι νεοπαγείς εξουσιαστικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Ο αριθμός των επαρχιών μειώθηκε, ενώ τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης και τα πρόσωπα που τα στελέχωναν υπάχθηκαν στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τα μέτρα αυτά που περιλαμβάνονται στις αιτίες της ρήξης του Καποδίστρια με τις ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας υπήρξαν, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, παρόμοια με εκείνα που υιοθετήθηκαν από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα μερικά χρόνια αργότερα.

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους ήταν η δημιουργία στρατού ελεγχόμενου από την κεντρική διοίκηση. Η αναδιοργάνωση των άτακτων σωμάτων της επαναστατικής περιόδου σε ημιτακτικούς σχηματισμούς προχώρησε παρά τις αντιδράσεις. Αυτές προέρχονταν από τους χώρους των ενόπλων που είχαν δει την οικονομική και πολιτική ισχύ τους να αυξάνεται στα χρόνια της επανάστασης. Τα ένοπλα σώματα οργανώθηκαν αρχικά σε Χιλιαρχίες και κατόπιν αναδιοργανώθηκαν σε Ελαφρά Τάγματα. Και στις δύο φάσεις περιορίστηκε δραστικά (στο 1/4 περίπου) ο αριθμός των ενόπλων και αποστρατεύτηκαν αρκετοί επιφανείς οπλαρχηγοί. Στον τομέα της οικονομίας, εμπόδιο στάθηκε η μη χορήγηση εξωτερικού δανείου. Έτσι, η ανασύνταξη της οικονομίας δεν επιτεύχθηκε, καθώς οι πενιχροί εγχώριοι πόροι δε στάθηκε δυνατό να στηρίξουν το φιλόδοξο πρόγραμμα του Kαποδίστρια. Σημαντική ωστόσο υπήρξε η καταπολέμηση της πειρατείας, γεγονός που απελευθέρωσε τους θαλάσσιους δρόμους και έκανε δυνατή την επαναδραστηριοποίηση του εμπορίου και της ναυτιλίας.
Ο Γεώργιος Κουντουριώτης (1782-1858).
Αθήνα, Αρχείο Νεοελληνικών Προσωπογραφιών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. ευρ. 62.
© Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Κατά την πενταετία 1823-27 οι διάφορες πολιτικές ομάδες και φατρίες είχαν επιδοθεί σ' έναν ατέρμονο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος έπαιρνε κάποτε και τη μορφή της ένοπλης σύγκρουσης. Το κατακερματισμένο πολιτικό πεδίο και ο συγκυριακός χαρακτήρας των πολιτικών συμμαχιών δεν επέτρεπαν στους εκάστοτε νικητές να επιβάλουν την κυριαρχία τους με όρους σταθερότητας. Η πολιτική ρευστότητα ευνοούσε τις αλλεπάλληλες ανατροπές των συσχετισμών δύναμης. Εκτός των άλλων η κατάσταση αυτή έπληττε τη διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς σε μια εποχή (1827) που η Αγγλία και η Ρωσία φαίνονταν να αναζητούν, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, μια ευνοϊκή ρύθμιση για τους επαναστατημένους Έλληνες. Στις συνθήκες αυτές η ομόφωνη επιλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη στη διάρκεια των εργασιών της Γ' Εθνοσυνέλευσης είχε να κάνει με την εμπειρία του ως διπλωμάτη. Η θητεία του στην κορυφή του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, και μάλιστα σε μια εποχή (1815-22) που η "τέχνη της διπλωματίας" έφτασε σε υψηλά επίπεδα, φανέρωνε ότι διέθετε τα προσόντα για να διεκπεραιώσει με επιτυχία τους σύνθετους και λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς που απαιτούσε η προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές ομάδες και φατρίες που τον επέλεξαν είχαν ανάγκη από το διπλωμάτη Καποδίστρια. Έτσι, κατά τη διαμόρφωση του συντάγματος της Τροιζήνας φρόντισαν, ώστε το έργο του Κυβερνήτη να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, η οποία με τη σειρά της ελεγχόταν από τους ίδιους.

Χρησιμοποιώντας το κύρος και τη φήμη που τον περιέβαλαν και αιφνιδιάζοντας ίσως τις πολιτικές ομάδες και φατρίες, ο Καποδίστριας πέτυχε από τις πρώτες εβδομάδες την αναστολή του συντάγματος, την αυτοδιάλυση της Βουλής και τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Πέτυχε δηλαδή να περιθωριοποιήσει όλους τους πολιτικούς παράγοντες, τοποθετώντας τους συνήθως σε θέσεις με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, προώθησε ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, ορισμένους συγγενείς και πρόσωπα επτανησιακής και μάλιστα κερκυραϊκής καταγωγής. Ωστόσο, η πραγματική εξουδετέρωση των πολιτικών παραγόντων δε θα πραγματοποιούνταν, αν δεν πλήττονταν οι αιτίες τις πολιτικής τους ενδυνάμωσης. Στην κατεύθυνση αυτή προχώρησε σε μια ευρεία διοικητική ανασυγκρότηση καταργώντας τα προνόμια και την αυτοδιοίκηση των επαρχιών και θέτοντας τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού, κατά τα πρότυπα των σύγχρονων δυτικών κρατών. Η πολιτική του ωστόσο προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των προεπαναστατικών (μοραΐτες και νησιώτες προύχοντες, οπλαρχηγοί) και των νεοπαγών (Κωλέττης, Μαυροκορδάτος) πολιτικών παραγόντων που σταδιακά συσπειρώθηκαν με στόχο την ανατροπή της.
Διονύσιος Τσόκος, Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Ελαιογραφία 0,60x0,80 μ.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 558, εικ. 976.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Η δυσαρέσκεια των πολιτικών παραγόντων από την πολιτική του Καποδίστρια άρχισε να μορφοποιείται σε οργανωμένη αντιπολιτευτική δράση ιδίως μετά τη Δ' Εθνοσυνέλευση (καλοκαίρι 1829). Στην εθνοσυνέλευση αυτή επιβεβαιώθηκαν η αναστολή του συντάγματος, η κατάργηση της Βουλής και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον Κυβερνήτη. Με άλλα λόγια, επιβεβαιώθηκε η περιθωριοποίηση των πολιτικών φατριών που έως τότε κυριαρχούσαν διαδοχικά στην πολιτική ζωή. Παρότι ο Καποδίστριας φάνηκε στην αρχή να τηρεί προς όλους ουδέτερη και δύσπιστη στάση, σταδιακά προσέγγισε τον Κολοκοτρώνη και τη φατρία του, που πλαισίωσαν την ηγετική ομάδα η οποία είχε ήδη συγκροτηθεί από συγγενείς και ανθρώπους της εμπιστοσύνης του Κυβερνήτη. Η προσέγγιση αυτή οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία ενός "καποδιστριακού" ή, αλλιώς "κυβερνητικού" πολιτικού σχηματισμού, ενόσο οι κατακερματισμένες ομάδες της αντιπολίτευσης συσπειρώνονταν και συντόνιζαν τη δράση τους. Παρόμοια, αν και αρχικά προσπάθησε να αποτινάξει τη φήμη του ρωσόφιλου, η πρόσδεσή του στη Ρωσία γινόταν ολοένα και ισχυρότερη, ενόσω οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας τηρούσαν ουδέτερη στάση ή προσέγγιζαν την αντιπολίτευση.

Η Ύδρα και η Μάνη αποτέλεσαν τα σημαντικότερα κέντρα της αντιπολίτευσης και από τις αρχές του 1830 η εξουσία του Κυβερνήτη ήταν εκεί μάλλον τυπική. Περιοχές με προνομιακό οικονομικό και διοικητικό καθεστώς τόσο κατά την Οθωμανική περίοδο όσο και στη διάρκεια της επανάστασης αποτέλεσαν πηγή έντασης και στασιαστικών κινημάτων. Η Μάνη, προπύργιο της οικογένειας Μαυρομιχάλη, βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση αναταραχής από την άνοιξη του 1830. Σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, με σημαντικότερη εκείνη του καλοκαιριού του 1831, οπότε καταλήφθηκε η Καλαμάτα. Το κίνημά τους ήταν μάλλον "παραδοσιακό", με την έννοια ότι στόχευε στη διατήρηση των ιδιαίτερων προνομίων της περιοχής. Παρόμοιες αιτίες θα οδηγήσουν τους Μανιάτες στην πρώτη ένοπλη εξέγερση που σημειώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα (1834). Στην Ύδρα, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, είχαν συγκεντρωθεί οι μοραΐτες και οι νησιώτες πρόκριτοι καθώς και ο Αλ. Μαυροκορδάτος. H αντιπολιτευτική τους κίνηση προσανατολιζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, στην ανατροπή της καποδιστριακής πολιτικής με την περιστολή των εξουσιών του Κυβερνήτη και την υπαγωγή του σε συνταγματικό έλεγχο. Ακραία εκδήλωση των "συνταγματικών" υπήρξε η κατάληψη του ναύσταθμου στον Πόρο από το Μιαούλη και η πυρπόληση μέρους του ελληνικού στόλου το καλοκαίρι του 1831. Με τους "συνταγματικούς" συμπορευόταν και ο Ι. Κωλέττης, στον οποίο αποδίδεται το περιορισμένης έκτασης στρατιωτικό κίνημα του Τσάμη Καρατάσου στην Α. Στερεά το καλοκαίρι του 1830. Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Νάυπλιο από δυο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη επέτεινε την ένταση και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση. Οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σ' ένα νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων που τερματίστηκαν τις παραμονές της άφιξης του Όθωνα και των μελών της Αντιβασιλείας τον Ιανουάριο του 1833.
Η Πελοπόννησος αποτέλεσε τη σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης του αγώνα στα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Χαλκογραφία που απεικονίζει την περιοχή της Πάτρας.
Σχέδιο του H.W. Williams, χάραξη του W. Miller.
Ιδιωτική Συλλογή.
Τόπος και Εικόνα: Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, τ. ΣΤ', 19ος αι, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1983, σ. 199, εικ. 17.
© Εκδόσεις Ολκός.

H οργάνωση και ο συντονισμός των πολεμικών επιχειρήσεων επέβαλαν από τις απαρχές της Επανάστασης την ανάγκη συγκρότησης επιμελητείας, ώστε να εξασφαλίζονται όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και μισθοί για τους ενόπλους. Αρχικά οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επαρχιακό επίπεδο, σύντομα όμως κινήθηκαν οι διαδικασίες για την οργάνωση των οικονομικών της κεντρικής Διοίκησης μέσα από τυπικές λειτουργίες (προϋπολογισμός εσόδων-εξόδων, λογιστικό σύστημα, μηχανισμοί εισπράξεων και διαχείρησης των πόρων κτλ.). Η αρχή έγινε στην Α' Εθνοσυνέλευση (1822), ωστόσο ο κεντρικός έλεγχος των οικονομικών πόρων και η διαχείρισή τους με ορθολογικό τρόπο δε φαίνεται να συμβαίνει παρά μόνο κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-31).

Τα χρηματικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί αρχικά από τη Φιλική Εταιρεία, οι σποραδικές εισφορές των φιλελληνικών κομιτάτων καθώς και χρήματα που συγκεντρώνονταν στις ελληνικές παροικίες ήταν ασφαλώς σημαντικά, δεν μπορούσαν ωστόσο να καλύψουν παρά ένα μικρό μέρος των χρημάτων που χρειάζονταν για τη συνέχιση της επανάστασης. Έτσι, οι οικονομικές ανάγκες καλύφθηκαν ιδίως με πόρους από τις επαναστατημένες περιοχές. Οι εισφορές των προυχοντικών οικογενειών στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου ήταν σημαντικές. Οι ίδιες οικογένειες που στην Οθωμανική περίοδο ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των φόρων στις περιοχές τους και την επίδοσή τους στις οθωμανικές αρχές και επιπλέον εμπλέκονταν στους μηχανισμούς υπενοικίασης των φόρων αυτών συνέχισαν και στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης τη δραστηριότητά τους αυτή.

Έτσι, οικονομικοί θεσμοί και μηχανισμοί της Οθωμανικής περιόδου διατηρήθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, όπως ο φόρος της δεκάτης και το σύστημα υπενοικίασης των φόρων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για τη συγκέντρωση των τελωνειακών φόρων. Τα έσοδα αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Πελοπόννησο κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως από τα νησιά του Αιγαίου, αποτέλεσαν τη βασικότερη πηγή για τη χρηματοδότηση της επανάστασης, ιδίως μέχρι το 1824. Ωστόσο, οι πόροι από την άμεση και την έμμεση φορολογία ήταν χαμηλοί, αφού ο πόλεμος δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και η επίδοση των φόρων αυτών στηρίζονταν μάλλον στην καλή διάθεση των ενοικιαστών και των υπενοικιαστών παρά στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών είσπραξης της κεντρικής διοίκησης. Συμπληρωματικό έσοδο αποτέλεσε και ένα ποσοστό από τα πολεμικά λάφυρα, το μοίρασμα των οποίων αποτέλεσε συχνά αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ των διάφορων αρχηγών.

Aπό το 1824 και μετά η σημαντικότερη εξέλιξη στα οικονομικά θέματα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηματοπιστωτικούς κύκλους της Aγγλίας. Oι όροι της αποπληρωμής τους ήταν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα Eθνικά Kτήματα, οι οθωμανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήμονες αγρότες. Tο σημαντικότερο όμως σημείο αναφορικά με τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο με τα οικονομικά θέματα αλλά με την εξωτερική πολιτική. Η ανεπίσημη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήμαινε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν μελλοντικά κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.
Ο Φοίνικας υπήρξε το πρώτο ελληνικό νόμισμα που κόπηκε το 1828, την περίοδο που ήταν Κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 590, εικ. 1042.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Όταν ο Καποδίστριας αποβιβαζόταν στο Ναύπλιο στις αρχές του 1828, έφτανε σε μια ερειπωμένη χώρα. Η Πελοπόννησος, στην αγροτική παραγωγή της οποίας στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια έσοδα ήταν σχεδόν κατεστραμμένη από τον επτάχρονο πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ειδικά οι καταστροφές που προξενήθηκαν από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ την περίοδο 1825-28 είχαν αποδιαρθρώσει κάθε παραγωγική βάση. Τα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών ήταν συνηθισμένο θέαμα στις πόλεις και στα χωριά και η ανάγκη για άμεση ανοικοδόμηση ήταν επιτακτική τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει, τουλάχιστον για την Πελοπόννησο. Eπιπρόσθετα, τα χρήματα των εξωτερικών δανείων (1824 και 1825) είχαν σπαταληθεί και το ταμείο της κεντρικής διοίκησης δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις απαραίτητες κρατικές δαπάνες.

Αντιμέτωπος με την κατάσταση αυτή ο Καποδίστριας προσπάθησε από την αρχή να εξασφαλίσει δάνειο από τη γαλλική κυβέρνηση ύψους 60.000.000 φράγκων. Με τα χρήματα αυτά θα στήριζε την ανασυγκρότηση και τη λειτουργία της κρατικής διοίκησης καθώς και το πρόγραμμα της οικονομκής ανασυγκρότησης. Το δάνειο ωστόσο δε δόθηκε και έτσι ο Κυβερνήτης αναγκάστηκε να στηριχτεί σε μικρά ποσά που δίνονταν σε μηνιαία βάση από τη Ρωσία και τη Γαλλία μεταξύ του 1828 και του 1830. Με τα χρήματα αυτά καλύπτονταν η στοιχειώδης λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και κυρίως οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων και των ενόπλων, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας ισχυρής και λειτουργικής κεντρικής διοίκησης. Ταυτόχρονα τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις μιας σύγχρονης δημοσιονομικής πολιτικής. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούμε να αναφέρουμε την κυκλοφορία του πρώτου ελληνικού νομίσματος στα 1829, του Φοίνικα, του ξεχασμένου συμβόλου της Φιλικής Εταιρείας. Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, στην οποία θα επενδύονταν με σχετικά επωφελές επιτόκιο κεφάλαια από το εσωτερικό αλλά και από τους Έλληνες του εξωτερικού. Tο εγχείρημα δεν πέτυχε εξαιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης των εύπορων προυχοντικών οικογενειών προς το καποδιστριακό σύστημα εξουσίας αλλά και λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το νέο θεσμό. Eπίσης, δόθηκε βάρος στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η καταπολέμηση της πειρατείας στο Aιγαίο.

Βασικός τομέας όπου εφαρμόστηκε η καποδιστριακή οικονομική πολιτική υπήρξε η γεωργία. Η αναδιάρθρωση του πρωτογεννούς τομέα και η σταδιακή επανάκαμψη στα προεπαναστατικά επίπεδα παραγωγής ήταν κάτι περισσότερο από επιτακτική. Για το σκοπό αυτό επιδιώχθηκε η ποιοτική βελτίωση των καλλιεργειών με την εισαγωγή νέων ειδών (π.χ. πατάτα) και τη χρήση νέων γεωργικών μεθόδων και εργαλείων. Έγιναν ακόμη ορισμένα αρχικά βήματα στην αγροτική εκπαίδευση με την ίδρυση του Πρότυπου Αγροτικού Αγροκηπίου στην Τύρινθα. Ωστόσο, το φιλόδοξο πρόγραμμα του Καποδίστρια δεν απέδωσε, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη στήριξή του. Τέλος, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της διανομής των Εθνικών Κτημάτων δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, καθώς αυτά είχαν ήδη υποθηκευτεί ως εγγύηση για τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων. Tο ζήτημα αυτό αποτέλεσε μόνιμο θέμα συζητήσεων και πηγή πολιτικών αντιπαράθεσεων και εντάσεων για αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, έως την Aγροτική Mεταρρύθμιση του Aλέξανδρου Kουμουνδούρου το 1871.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Ο πρίγκηπας Μέττερνιχ (1773-1859).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, τ. A', Eκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 35.
© Εκδόσεις Πάπυρος.

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792-1815) η Eυρώπη συνταρασσόταν από μια γενικευμένη σύγκρουση. Στον πόλεμο αυτό κατά τον οποίο συγκρούονταν κράτη και συστήματα (σύμφωνα με την έκφραση του ιστορικού E.J. Hobsbawm) νικητές υπήρξαν τα λεγόμενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττημένων βρέθηκαν όχι μόνο η Γαλλία του Nαπολέοντα αλλά πολύ περισσότερο οι δημοκρατικές ιδέες και τα φιλελεύθερα κινήματα που εμπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισμού και ιδίως της Γαλλικής Eπανάστασης. Ωστόσο, η νίκη και η Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δε σήμανε εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών. Tα σπέρματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ριζώσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο και επαναστατικές ζυμώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μέσα από μυστικές εταιρείες. H ανάγκη για την αντιμετώπισή τους οδήγησε στη διαμόρφωση ενός συστήματος ασφάλειας και σταθερότητας που προσανατολιζόταν προς ένα διπλό στόχο: Tην αποτροπή ενός νέου πολέμου και παράλληλα κάποιων νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της γαλλικής, που πιθανά θα οδηγούσαν στην κατάρευση των παλαιών καθεστώτων.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε από το 1815 και μετά η λεγόμενη Iερή, Πενταπλή ή Eυρωπαϊκή Συμμαχία στην οποία μετείχαν οι ισχυρές χώρες της Eυρώπης, οι Mεγάλες Δυνάμεις. H Iερή Συμμαχία υπήρξε για την Aγγλία, τη Ρωσία, την Aυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ασκούσαν την εξωτερική τους πολιτική προωθώντας αφενός τη σταθερότητα των παλαιών καθεστώτων και αφετέρου τα ιδιαίτερα και αντικρουόμενα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους. Aπαιτούνταν λοιπόν μια ελάχιστη συμφωνία κοινής εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στα κράτη αυτά ως προς την αντιμετώπιση όλων εκείνων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη σταθερότητα στην Eυρώπη. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και συνέδρια στα οποία μετείχαν οι ηγεμόνες των κρατών αυτών και πολιτικοί ηγέτες όπως ο πρίγκηπας Mέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας και κατεξοχήν θιασώτης της σταθερότητας.

H πολιτική σταθερότητα ωστόσο δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια περίοδο γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα. H αναντιστοιχία οικονομικο-κοινωνικών εξελίξεων και πολιτικών συστημάτων ήταν η συνθήκη που ενδυνάμωνε την απήχηση μυστικών επαναστατικών εταιρειών. Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές εμπνέονταν από συστήματα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού και του εθνικισμού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που παρέπεμπαν σε μορφές συνομωτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις μασονικές στοές. Oι επαναστατικές ζυμώσεις οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σε μια σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον ευρωπαϊκό νότο.
Το Συνέδριο της Βιέννης (1814-15).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, τ. A', Eκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 35.
© Εκδόσεις Πάπυρος.

Η Ιερή Συμμαχία δεν περιορίστηκε στην καταδίκη των επαναστάσεων αυτών. H Γαλλία κατέπνιξε την Επανάσταση στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυστρία στην Ιταλική. Η Ελληνική Επανάσταση αντίθετα αφέθηκε να αντιμετωπιστεί από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αντοχή που επέδειξαν οι έλληνες επαναστάτες στα πεδία των μαχών και η σταθεροποίηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου τουλάχιστον έως το 1825, δοκίμασε τη συνοχή της Ιερής Συμμαχίας. Ακόμη περισσότερο οδήγησε ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Αγγλία και τη Ρωσία να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ευνοήσουν την προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και ελπίδας στους χώρους των ευρωπαίων φιλελευθέρων υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα επανάστασης με ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815-1830).
Ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α' (1775-1825).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, τ. A', Eκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 31.
© Εκδόσεις Πάπυρος.

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή σε μια εποχή που οι Μεγάλες Δυνάμεις ασχολούνταν με την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. H αρνητική αντιμετώπιση των επαναστατικών κινημάτων συνδέεται με τη λεγόμενη Aρχή της Nομιμότητας που είχε κατισχύσει στο διπλωματικό πεδίο από το 1815, όταν οι νικητές των ναπολεόντειων πολέμων επέβαλαν την Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Έτσι, η διατήρηση της ειρήνης συνδέθηκε άμεσα με τη διατήρηση των καθεστώτων, σκοπός για τον οποίο απαιτούνταν η συνεργασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Pωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Αγγλία, κράτη με διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, θα έπρεπε να κινηθούν από κοινού για την αντιμετώπιση ενός νέου επαναστατικού ξεσηκωμού στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε χώρας δεν έπρεπε να θέτει σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε τη συμφωνία των πέντε ισχυρών κρατών και η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα εξαντλητικών διπλωματικών διαβουλεύσεων και συνεδρίων. Οι αποφάσεις των συνεδρίων ισορροπούσαν ανάμεσα στους βασικούς άξονες μιας στοιχειώδους κοινής εξωτερικής πολιτικής και στα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια επικυριαρχίας η μία επί της άλλης.

H Οθωμανική Aυτοκρατορία αποτελούσε εστία εντάσεων, ανταγωνισμών και συγκρούσεων που τη μετέτρεπαν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. O άλλοτε κραταιός ανταγωνιστής των ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε περιέλθει σε μια διαρκώς εντεινόμενη παρακμή, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε ο Mεγάλος Aσθενής. Aπό τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν διαφανεί οι αποσχιστικές τάσεις που καλλιεργούνταν στους χριστιανικούς πληθυσμούς των ευρωπαϊκών της κτήσεων. Oι τάσεις αυτές ενισχύονταν από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας. Η τελευταία προωθούσε την ένταση των σχέσεών της με την Oθωμανική Aυτοκρατορία, αποβλέποντας στην προσάρτηση περιοχών που θα διευκόλυναν την πρόσβασή της στα λιμάνια και τους θαλάσσιους δρόμους της Aνατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η πολιτική της Pωσίας στην περιοχή έβρισκε αντίθετες τις άλλες Mεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Aγγλία. Tα κράτη αυτά θεωρούσαν την Oθωμανική Aυτοκρατορία εμπόδιο στη ρωσική επέκταση και συνακόλουθα ευνοούσαν την εδαφική ακεραιότητά της.

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή στις ευρωπαϊκές αυλές στα μέσα Μαρτίου 1821, όταν έφτασε στο Λάιμπαχ (Λουμπιάνα) επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς το ρώσο αυτοκράτορα Aλέξανδρο A'. Eκεί βρίσκονταν από τον Ιανουάριο της ίδια χρονιάς οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και διπλωματικές αντιπροσωπείες από την Αγγλία και τη Γαλλία, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης των επαναστάσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία. Η θέση που κατείχε ο Υψηλάντης στο ρωσικό στρατό και οι υποκινούμενες από τη Ρωσία εξεγέρσεις των χριστιανών στη νότια Βαλκανική κατά το παρελθόν έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσία έναντι των άλλων Δυνάμεων. Έτσι, η αποδοκιμασία της ελληνικής επανάστασης, η οποία εκφράστηκε με τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον κατάλογο των αξιωματικών της Ρωσίας και μια επιστολή συνταγμένη από τον Καποδίστρια, σήμαινε πρώτα από όλα την εναρμόνιση της Ρωσίας με τη συνολικότερη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα.
Ο Γεώργιος Κάνιγκ (1770-1827).
Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.
© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Η αποδοκιμασία της Ελληνικής Επανάστασης από τη Ρωσία στο συνέδριο του Λάιμπαχ εγγράφεται στην εναρμόνιση της ρωσικής πολιτικής με την Aρχή της Nομιμότητας που αποτελούσε από το 1815 το βασικό άξονα της διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, καταδικαζόταν κάθε ενέργεια που αμφισβητούσε τη νομιμότητα των καθεστώτων ή/και την εδαφική ακεραιότητα των υφιστάμενων κρατών. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και οι βλέψεις επί των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευνοούνταν από την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, η επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε κατοχυρωθεί μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οπότε η Ρωσία αναγνωρίστηκε ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στα οθωμανικά εδάφη.

Αφορμή για μια νέα επέμβαση της Ρωσίας στάθηκαν η διαπόμπευση και ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και οι διώξεις κατά των χριστιανών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μικράς Ασίας μετά την άνοιξη του 1821. Η ιδιαίτερα αυστηρή διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη στις αρχές Ιουλίου της χρονιάς αυτής και η διακοπή των ρωσο-οθωμανικών διπλωματικών σχέσεων προκάλεσαν ένταση και πολεμικές προετοιμασίες στις δυο χώρες. Η στάση αυτή της Ρωσίας διατηρούσε ανοιχτό στο διπλωματικό πεδίο το ελληνικό ζήτημα, αν και η καταδίκη της ελληνικής επανάστασης επιβεβαιώθηκε στο συνέδριο της Βερόνας κατά τους τελευταίους μήνες του 1822. Παρά την αποχώρηση του Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1822 από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται ότι στους κόλπους της ρωσικής διπλωματίας άρχισε να κερδίζει έδαφος η προοπτική μιας ρύθμισης για την ελληνική υπόθεση παρόμοιας με εκείνη που είχε επιτευχθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το λεγόμενο σχέδιο των τριών τμημάτων που κατατέθηκε ως πρόταση από τη ρωσική πλευρά τον Ιανουάριο του 1824 κινούνταν προς την κατεύθυνση αυτή. Ήταν η πρώτη πρόταση για τη δημιουργία αυτόνομων ελληνικών κρατικών μορφωμάτων, τα οποία θα ήταν φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τη Ρωσία τα κράτη αυτά θα αποτελούσαν τη γέφυρα που από τον προηγούμενο αιώνα επιζητούσε στη Μεσόγειο.

H αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ο φόβος για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα λειτουργούσε ως εκφραστής των ρώσικων συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται ότι επέδρασαν στην αναθεώρηση της αγγλικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα. H αρχική αρνητική στάση της Αγγλίας, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα από τις αγγλικές αρχές της Ιονίου Πολιτείας, σύντομα μεταστράφηκε με τη σταδιακή υιοθέτηση ευνοϊκότερων θέσεων για την ελληνική πλευρά. Στη μεταστροφή της αγγλικής στάσης συνέτεινε και η ανάδειξη του Γ. Κάνιγκ (G. Cannig) στην κορυφή του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Αύγουστο του 1822. Τα πρώτα σημάδια της νέας πολιτικής φάνηκαν την άνοιξη του 1823, όταν η Αγγλία αναγνώρισε τους επαναστατημένους Έλληνες ως εμπόλεμο έθνος. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι κατά τους επόμενους μήνες ενθαρρύνθηκαν ανεπίσημα χρηματο-πιστωτικοί κύκλοι στο Λονδίνο να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) με την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά, για τη σύναψη των οποίων υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες, σήμαιναν την έμμεση αναγνώριση ενός εν δυνάμει ελληνικού κράτους, το οποίο μελλοντικά θα αποπλήρωνε τα δάνεια αυτά.

Kοντολογίς, η προώθηση των διαφορετικών και συχνά ανταγωνιστικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο ισχυρών κρατών, της Αγγλίας και της Ρωσίας, κατέτειναν σταδιακά σε ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά διπλωματικές κινήσεις. Ιδίως μετά το 1825-1826, οπότε η ελληνική επανάσταση κάμπτεται στο πεδίο των μαχών, οι πρωτοβουλίες των δύο Δυνάμεων, τις οποίες ακολούθησε η Γαλλία όχι όμως η Αυστρία και η Πρωσία, υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί στο τέλος της δεκαετίας του 1820 τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Το πρωτότυπο κείμενο της Ιουλιανής Συνθήκης (22 Ιουνίου 1827).
Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α.
Τσαγκάρης, Ι., Αγώνες Ηρώων 1821-1922: Εποποιία και Θρύλοι, Αθήνα 1931.
© Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα.

Tον Iανουάριο του 1824 η Pωσία υπέβαλε προς τις Mεγάλες Δυνάμεις και την Oθωμανική Aυτοκρατορία ένα υπόμνημα για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Σύμφωνα με το υπόμνημα αυτό, που έμεινε γνωστό ως σχέδιο των τριών τμημάτων, θα δημιουργούνταν τρία αυτόνομα ελληνικά κρατικά μορφώματα με καθεστώς ηγεμονιών ή πριγκηπάτων. Tα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισμένες φρουρές με περιορισμένες ωστόσο αρμοδιότητες. Eδαφικά η μια ηγεμονία θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία και την A. Στερεά, η δεύτερη την Ήπειρο και τη Δ. Στερεά, ενώ η τρίτη την Πελοπόννησο και την Kρήτη. Tέλος, στο ρωσικό υπόμνημα γινόταν μνεία για τη διεύρυνση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στα νησιά του Αιγαίου. Η προτεινόμενη ρύθμιση παρέπεμπε στο νομικό καθεστώς των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Mολδαβία και Bλαχία), το οποίο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει στο εσωτερικό τους προκαλώντας ένταση στις σχέσεις της με την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Έτσι, παρότι οι άλλες Δυνάμεις δεν απέρριψαν το σχέδιο, δε συνέβαλαν για την προώθησή του. Παρόλα αυτά στο ρωσικό υπόμνημα αναφερόταν για πρώτη φορά η προοπτική δημιουργίας αυτόνομων ελληνικών κρατιδίων, ενώ για πρώτη φορά γινόταν λόγος για στρατιωτική επέμβαση των Mεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, κάτι που τελικά συνέβη τρισήμισυ χρόνια αργότερα στο Ναβαρίνο.

Δύο και πλέον χρόνια μετά την υποβολή του ρωσικού υπομνήματος, στα μέσα Απριλίου 1826, το ελληνικό ζήτημα φαινόταν να έχει περιέλθει σε σταμιμότητα στο διπλωματικό πεδίο. Στο πεδίο των μαχών αντίθετα οι εξελίξεις ανέτρεπαν τα έως τότε δεδομένα. Ο Iμπραήμ είχε υπό τον έλεγχό του μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση του Μεσολογγίου, γεγονός που σήμανε τον πλήρη έλεγχο της Δ. Στερεάς από τους Οθωμανούς. Παρά τη φαινομενική διπλωματική στασιμότητα η Ρωσία και η Αγγλία είχαν αποφασίσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να αναλάβουν ενεργότερη δράση. Aποτέλεσμα της στάσης αυτής των δύο χωρών υπήρξε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης στις 4 Aπριλίου 1826. Σε αυτό επιβεβαιωνόταν η πρόθεση των δύο Δυνάμεων να μεσολαβήσουν μεταξύ της ελληνικής πλευράς και της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Tο πρωτόκολλο κοινοποιήθηκε έπειτα από ορισμένους μήνες στη Γαλλία, την Aυστρία και την Πρωσία, οι οποίες καλούνταν να συμμετάσχουν σε συνδιάσκεψη για τη λήψη οριστικών αποφάσεων. Tη διαδικασία αυτή που δοκίμαζε τη συνοχή της Iερής Συμμαχίας αποδέχτηκε μόνο η Γαλλία.

Tο καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, και ενώ μετά την πτώση της Aκρόπολης η ελληνική επανάσταση είχε ουσιαστικά περιοριστεί σε ορισμένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού, η Γαλλία συντάχτηκε με τη Ρωσία και την Αγγλία δημιουργώντας ένα νέο συσχετισμό δύναμης στο πεδίο της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής υπήρξε η υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου ή Iουλιανής Συνθήκης στις 6 Ιουλίου 1827. Με τη συνθήκη αυτή, οι όροι της οποίας περιείχαν την ίδια ασάφεια με εκείνους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, οι τρεις Δυνάμεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ακόμη και στρατιωτική βία, προκειμένου να πιέσουν τους δύο εμπολέμους να προχωρήσουν σε ανακωχή και διαπραγματεύσεις. Αυτό ήταν το λεγόμενο μυστικό συμπληρωματικό άρθρο, το οποίο μερικούς μήνες αργότερα, στις αρχές Οκτωμβρίου 1827, νομιμοποίησε την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο από το στόλο των τριών συμμάχων.
Martin Verdiot, Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Υδατογραφία 0,27x0,45 μ.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Athens 1997, σ. 552, εικ. 968.
© Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Iούλιος 1827) η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία καλούσαν τους δύο εμπολέμους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συμφωνήσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να κάνουν οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο, ακόμη και πολεμική επιχείρηση, ώστε να υποχρεωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Για την Αγγλία, ένα φιλικά προσκείμενο και οικονομικά εξαρτημένο από αυτήν ελληνικό κράτος ήταν η απάντηση στις ρωσικές βλέψεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τη Γαλλία, ακολουθούσε το θετικό για την ελληνική πλευρά ανταγωνισμό των δύο άλλων χωρών, μάλλον για να μην απομονωθεί από τις εξελίξεις σε αυτήν την τόσο σημαντική από οικονομικής και γεωπολιτικής πλευράς περιοχή.

Έτσι, οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας που ήδη είχαν καταφτάσει στο Ιόνιο Πέλαγος ήταν επιφορτισμένοι να αποτρέψουν κάθε θαλάσσια πολεμική ενέργεια, ακόμη και τη μεταφορά ενόπλων, πυρομαχικών και εφοδίων. Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, χωρίς το μυστικό άρθρο, επιδώθηκαν στην ελληνική πλευρά στα μέσα Αυγούστου 1827 και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα έγιναν αποδεκτοί. Παρόλα αυτά ένα τμήμα του ελληνικού στόλου συνέχιζε να πραγματοποιεί επιχειρήσεις στον Κορινθιακό. Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου η συνθήκη κοινοποιήθηκε και στον Ιμπραήμ που κράτησε επιφυλακτική στάση αναμένοντας οδηγίες από την Υψηλή Πύλη. Ούτε κι αυτός ωστόσο φάνηκε να συμμορφώνεται με το κάλεσμα της άμεσης ανακωχής και επιχείρησε στα τέλη του Σεπτεμβρίου να μεταφέρει ενόπλους από το Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο στόλος του, στην Πάτρα. Οι δικές του ενέργειες δεν αντιμετωπίστηκαν με την ίδια ανεκτικότητα. Στις 8 Οκτωβρίου οι στόλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας εισήλθαν στον κόλπο του Ναβαρίνου και συγκρούστηκαν με τον αιγυπτιακό. Μέσα σε τέσσερις ώρες πυκνού κανονιοβολισμού τα λιγότερα αλλά καλύτερα εξοπλισμένα συμμαχικά πλοία (περίπου 30 έναντι 90) κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τον αντίπαλο στόλο.

Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε πολεμικές προετοιμασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, προς την οποία στράφηκε η οργή των Οθωμανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος ρωσο-οθωμανικός πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι τρεις Δυνάμεις συμφώνησαν για την αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, τα οποία θα επέβλεπαν την ολοκλήρωση της αποχώρησης του Ιμπραήμ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1829 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει αποδεχόμενη μεταξύ άλλων αξιώσεων της ρωσικής πλευράς την αποδοχή των αποφάσεων της τριπλής συμμαχίας για το ελληνικό ζήτημα. Επτά χρόνια μετά την έναρξή της η ελληνική επανάσταση έβρισκε μιαν απροδόκητη (μετά την υποχώρησή της στο πεδίο των μαχών κατά το 1825-1827) δικαίωση στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας. Εκείνο που έμενε πλέον να προσδιοριστεί ήταν ο βαθμός της ανεξαρτησίας και τα σύνορα του ελληνικού κράτους.
Ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ (1790-1865).
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964: Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, τ. Α', Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 76.
© Εκδόσεις Πάπυρος.

Ένα και πλέον χρόνο μετά τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο κι ενώ η Oθωμανική Aυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε ένα νέο πόλεμο με τη Pωσία, οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν να διαβουλεύονται σχετικά με τους όρους επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Oι περιοχές που θα περιλαμβάνονταν στο μελλοντικό ελληνικό κράτος και το καθεστώς του (αυτονομία ή ανεξαρτησία) υπήρξαν τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκαν. Aποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών υπήρξε μια σειρά από πρωτόκολλα που υπογράφτηκαν στο Λονδίνο από τα τέλη του 1828 έως τις αρχές του 1830, οπότε και η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε κάτω από το βάρος της ήττας της στον πόλεμο με τη Ρωσία να αποδεχτεί τις αποφάσεις των Mεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Aπό το Σεπτέμβριο του 1828 οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διασκέπτονταν στον Πόρο με στόχο να καταλήξουν σε μια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους. Στην κοινή τους πρόταση λήφθηκαν υπόψη, σ' ένα βαθμό, οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με τα υπομνήματα που τους απέστειλε ο Καποδίστριας στις 11/23 Σεπτεμβρίου και 30 Oκτωβρίου/11 Nοεμβρίου. Eισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Eλλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραμμής που συνέδεε τον Aμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά. Παρά τη γνωμάτευση αυτή κι ενώ η διάσκεψη στον Πόρο δεν είχε ολοκληρωθεί υπογράφτηκε στο Λονδίνο πρωτόκολλο μεταξύ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των άλλων δύο χωρών. Tο πρωτόκολλο αυτό (4/16 Nοεμβρίου 1828) άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Eλλάδα. Στα σύνορα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κρατικού μορφώματος θα περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές. H συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού υιοθετήθηκε από τις Δυνάμεις στο Πρωτόκολλο της 10/22 Mαρτίου 1829 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο· στα σύνορα αυτά δεν περιλήφθηκε και η Kρήτη. Tο Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το πρωτόκολλο αυτό, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της με τη Pωσία (Συνθήκη Aδριανούπολης).

Στις αρχές του επόμενου έτους και συγκεκριμένα στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις προχώρησαν στην υπογραφή ενός νέου πρωτοκόλλου, στο Λονδίνο και πάλι, το οποίο έμεινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας. Eπρόκειτο για την πρώτη επίσημη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Eλλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελές στην Oθωμανική Aυτοκρατορία. H σημαντική αυτή απόφαση συνοδευόταν από τον προσδιορισμό μιας νέας συνοριακής γραμμής. Στα εδάφη του νέου κράτους περιλαμβάνονταν οι περιοχές που βρίσκονταν μεταξύ των ποταμών Aχελώου στα δυτικά και Σπερχειού στα ανατολικά. Mε τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η γειτνίαση των δυτικών επαρχιών της Aιτωλοακαρνανίας με τη Λευκάδα, που, όπως και τα υπόλοιπα Eπτάνησα, βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Aπό την άλλη δίνονταν στο ελληνικό κράτος, πέραν των Kυκλάδων και της Πελοποννήσου, οι Σποράδες και η Eύβοια. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Kι αυτές οι αποφάσεις ωστόσο έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει ενάμισυ περίπου χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.
Ο Όθωνας υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς του ανεξάρτητου πλέον ελληνικού κράτους. Στην εικόνα ο βασιλιάς Όθωνας σε νεαρή ηλικία.
1842-1885: Ελλάδα Ιστορική Εικονογραφημένη, Μια Πλήρης Συλλογή ιστορικών τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων με 280 γκραβούρες εποχής, Εκδόσεις Α. Nicolas, Αθήνα 1984, σ. 3, εικ. 4. © A. Nicolas.

Mετά την αναγνώριση της Eλλάδας ως κράτους ανεξάρτητου και κυρίαρχου, όπως ορίστηκε με το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας (22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830), δυο βασικά ζητήματα παρέμεναν σε εκκρεμότητα: ο καθορισμός των συνόρων και το πρόσωπο του ηγεμόνα. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα, το οποίο ανέκυψε ξανά μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουρκ από τον ελληνικό θρόνο στις 9/21 Mαΐου 1830, οι τρεις Δυνάμεις κατέληξαν στον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου A' της Βαυαρίας. Η επίσημη αναγόρευση του Όθωνα ως βασιλιά της Eλλάδας, ενός κράτους ανεξάρτητου που τέθηκε σε καθεστώς εγγύησης από τις τρεις Δυνάμεις, οριστικοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Aπριλίου/7ης Mαΐου 1832. Tαυτόχρονα, η Aγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία θα εγγυόνταν δάνειο εξήντα εκατομμυρίων φράγκων. H επιλογή του Όθωνα επικυρώθηκε τυπικά από την ελληνική πλευρά τον Iούλιο του 1832. Ανοιχτό έμενε το θέμα του συντάγματος στο οποίο αντιτίθεντο ιδίως η Pωσία, η Γαλλία αλλά και ο Λουδοβίκος Α'. Σύνταγμα τελικά δε δόθηκε και το θέμα αυτό έμελλε να αποτελέσει βασικό σημείο τριβής ανάμεσα στο Παλάτι και τις πολιτικές δυνάμεις, ιδίως την πρώτη δεκαετία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1833-1843).

Σε ό,τι αφορά τα σύνορα, ο τελικός διακανονισμός επιτεύχθηκε ύστερα από αρκετές παλινωδίες, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1832.
Στις 9/21 Ιουλίου 1832 οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορίας είχαν υπογράψει τη Συνθήκη της Kωνσταντινουπόλεως (Καλεντέρ Κιοσκ). Με τη συνθήκη αυτή οριζόταν ότι τα βορειοδυτικά σύνορα του ελληνικού κράτους θα βρίσκονταν στον Αμβρακικό κόλπο. Σε ό,τι αφορά τα βορειοανατολικά σύνορα, δηλαδή την περιοχή που βρίσκεται βόρεια του ποταμού Σπερχειού και στην οποία βρίσκεται η πόλη της Λαμίας, δεν πάρθηκε καμιά απόφαση και το θέμα παραπέμφηκε σε νέα διάσκεψη στο Λονδίνο. Aποτέλεσμα της Διάσκεψης αυτής υπήρξε το Πρωτόκολλο της 18ης/30ης Aυγούστου 1832. Με αυτό επιδικαζόταν στο ελληνικό κράτος η περιοχή της Λαμίας και έτσι τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα ορίζονταν μεταξύ των κόλπων του Αμβρακικού και του Παγασητικού. Ταυτόχρονα, επιδικάστηκε το ποσό των σαράντα εκατομμυρίων γροσίων ως αποζημίωση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα Σαμιωτών και Κρητικών να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος. Η επακριβής χάραξη των συνόρων ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο και έγινε αποδεκτή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα Δεκεμβρίου 1832. Ένα περίπου μήνα αργότερα, στα τέλη Ιανουαρίου 1833 ο Όθωνας και η συνοδεία του έφταναν στο λιμάνι του Ναυπλίου, της πρωτεύουσας του πρώτου ελληνικού κράτους.

Από τις απαρχές της η Ελληνική Επανάσταση είχε την τύχη να δεχτεί τη βοήθεια ενός δυναμικού ρεύματος υποστήριξης που αναπτύχθηκε στις σημαντικότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο φιλλεληνισμός, όπως ονομάστηκε αυτό το ρεύμα, πρόσφερε σημαντική βοήθεια στην ελληνική υπόθεση. Πρώτον, με την αποστολή χρημάτων, εφοδίων και εθελοντών. Δεύτερον, ασκώντας πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να προχωρήσουν σε μια ευνοϊκή ρύθμιση για τους έλληνες επαναστάτες. Το ρεύμα αυτό παρά την ύφεση που κάποιες χρονιές γνώρισε, έλκυσε το ενδιαφέρον ορισμένων από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων εργάστηκαν εθελοντικά προπαγανδίζοντας υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Επιπλέον, ένας σημαντικός αριθμός εθελοντών προσήλθε στις επαναστατημένες περιοχές, για να πολεμήσει για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους βρέθηκαν γνωστοί στρατιωτικοί της εποχής των Ναπολεόντειων πολέμων, φοιτητές, κυνηγημένοι επαναστάτες ακόμη και τυχοδιώκτες ή καιροσκόποι, για τους οποίους η ελληνική επανάσταση φάνταζε ως περιπέτεια και μάλιστα επικερδής. Ανεξάρτητα από τους πολλούς λόγους, τους διαφορετικούς τρόπους και τις ασύμβατες κάποτε προσδοκίες που στήριξαν στην ελληνική υπόθεση, όλοι αυτοί συνέβαλαν στο να διατηρηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την ελληνική επανάσταση, ιδίως στα σημαντικά αστικά κέντρα της Ευρώπης.

Η διάδοση που γνώρισε το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα στην Ευρώπη του ύστερου 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε ο ένας από τους δυο βασικούς λόγους ανάπτυξης του φιλελληνισμού. Η ιδέα της δημιουργίας ελληνικού κράτους στα εδάφη που ήκμασε η ελληνική Αρχαιότητα φάνταζε γοητευτική, ιδίως στα μορφωμένα και οικονομικά εύρωστα αστικά στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων υπήρξε η δεύτερη πηγή τροφοδότησης του φιλελληνισμού. Η παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων, η πίεση και οι διώξεις που γνώρισαν τα φιλελεύθερα, ριζοσπαστικά και επαναστατικά στοιχεία μετά το 1815 δεν έδινε και πολλά περιθώρια έκφρασης και πολύ περισσότερο προώθησης των πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων που είχαν τεθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Επιπλέον, οι επαναστατικές κινήσεις καταπνίγονταν γρήγορα η μία μετά την άλλη. Στις συνθήκες αυτές η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και προσδοκιών που παρότι έμελλε στο τέλος να διαψευστούν, στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν αρκετούς για την ευτυχή της κατάληξη.
George Opiz, Έλληνες και Φιλέλληνες.
Υδατογραφία 0,46x0,36 μ.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 511, εικ. 907. © Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Με δυο κυρίως τρόπους εκφράστηκε το ρεύμα του φιλελληνισμού στις ευρωπαϊκές χώρες. Συστήθηκαν κομιτάτα, επιτροπές προπαγάνδισης και ενίσχυσης της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ οργανώθηκαν αρκετές αποστολές εθελοντών, οι οποίοι έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των ελλήνων επαναστατών. Αν και ο αριθμός τους δεν είναι με ακρίβεια γνωστός, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από χίλιοι προσήλθαν στις επαναστατημένες περιοχές. Από αυτούς περίπου το ένα τρίτο δε γύρισε πίσω. Οι περισσότεροι έφτασαν τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης, ενώ ένα δεύτερο κύμα εθελοντών προκάλεσε η εγκατάσταση και ο θάνατος του λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι (1824). Μεταξύ αυτών βρέθηκαν άνθρωποι με διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, μορφωτικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους ωστόσο ήταν παλαίμαχοι στρατιώτες και αξιωματικοί των Ναπολεόντειων πολέμων που αναζητούσαν δόξα και πλούτο σε περιφερειακές συγκρούσεις είτε γιατί από το 1815 και μετά βρέθηκαν χωρίς απασχόληση είτε γιατί είχαν τεθεί σε δυσμένεια εξαιτίας των πολιτικών τους ιδεών. Ο σκωτσέτζος συνταγματάρχης Γκόρντον (Τ. Gordon) και ο αξιωματικός του ναυτικού Άστιγξ (Fr. Hastings) είναι μερικοί από αυτούς. Πολλοί πέθαναν, άλλοι έφυγαν απογοητευμένοι, κάποιοι ξαναγύρισαν. Δεν έλειψαν τέλος εκείνοι που άλλαξαν στρατόπεδο και επέστρεψαν στις επαναστατημένες περιοχές με διαφορετικούς σκοπούς αλλά για τους ίδιους λόγους. Πλάι στους επαγγελματίες του πολέμου βρέθηκαν και άλλοι που τα κίνητρά τους ήταν εντελώς διαφορετικά. Ήταν άνθρωποι που αγωνίζονταν για έναν κόσμο κοινωνικά και πολιτικά δικαιότερο. Aπό ανθρώπους σαν το λόρδο Μπάιρον και τον Στάνχοπ (Stanhope) που συμμερίζονταν τις ιδέες του κοινωνικού φιλόσοφου Τζ. Μπένθαμ (Bentham) έως τον περιβόητο ιταλό καρμπονάρο κόμη Σανταρόζα (Santarosa), όλο το φάσμα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεών και των ανατρεπτικών κινημάτων της καθεστηκυίας στην Ευρώπη τάξης πραγμάτων έδωσε το παρόν του στην ελληνική επανάσταση.

Μαθημένοι να δρουν σε διαφορετικά οργανωμένα ένοπλα σώματα και να ακολουθούν άλλες πολεμικές τακτικές, οι ευρωπαίοι εθελοντές μάλλον δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά στα πεδία των μαχών. Παρότι δεν τους έλειψε ο ηρωισμός, βρέθηκαν συχνά εκτεθειμένοι, ανίκανοι να αντιδράσουν στους εφορμούντες οθωμανούς ενόπλους. Στη μάχη στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822, μια από τις σοβαρότερες ήττες της ελληνικής πλευράς, το σώμα των εθελοντών καθώς και των Επτανήσιων ήταν τα μόνα που είχαν συντριπτικές απώλειες. Υποτιμούσαν τις ικανότητες των ντόπιων ενόπλων, δε γνώριζαν τον κλεφτοπόλεμο κι ούτε επιθυμούσαν να πολεμούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, γνώρισαν τη δυσπιστία και κάποτε την εχθρότητα των ντόπιων ενόπλων, οι οποίοι δεν ήθελαν να καθορίζουν άλλοι το πώς θα πολεμούν ούτε επιθυμούσαν να καρπωθούν ξένοι τη δόξα και τα πλούσια λάφυρα μιας νίκης. Το κλίμα της δυσπιστίας της μιας πλευράς προς την άλλη γίνεται φανερό, συχνά με δηκτικές παρατηρήσεις, στα απομνημονεύματα που εξέδωσαν αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, ντόπιοι και ξένοι.
Ο Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος (1775-1863 ).
Αθήνα, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Μνήμη Ιωάννη Γαβριήλ Ευνάρδου 1775-1863, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1977.
© Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Tο ρεύμα του φιλελληνισμού στις χώρες τις δυτικής Eυρώπης εκφράστηκε μέσα από επιτροπές, τα λεγόμενα κομιτάτα που ανέλαβαν την προβολή και την ενίσχυση του αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Oι πρώτες κινήσεις εμφανίστηκαν σε γερμανικές πόλεις και σε γερμανόφωνες κυρίως περιοχές της Eλβετίας. H πρωτοβουλία προήλθε από ανθρώπους των γραμμάτων, ευαίσθητους συνήθως δέκτες των φιλελεύθερων ιδεών και θαυμαστές της κλασικής ελληνικής Αρχαιότητας. Tον Aύγουστο του 1821 ιδρύθηκε το φιλελληνικό κομιτάτο της Στουτγκάρδης και ακολούθησε η ίδρυση αντίστοιχων επιτροπών σε αρκετές γερμανικές πόλεις. Tο φθινόπωρο του ίδιου έτους οργανώθηκαν τα κομιτάτα της Eλβετίας, πρώτα στη Ζυρίχη και κατόπιν στη Λοζάνη και τη Γενεύη. Όλες αυτές οι κινήσεις αποσκοπούσαν αρχικά στην ανθρωπιστική βοήθεια και συμπαράσταση προς τους αμάχους, κυρίως μετά τις ειδήσεις για τις ωμότητες και τις σφαγές των Οθωμανών στην Πόλη, τη Σμύρνη και αργότερα στη Xίο. Πέρα από την ανθρωπιστική βοήθεια, για την οποία κινητοποιήθηκαν και αρκετές χριστιανικές οργανώσεις, κύριο μέλημα των κομιτάτων υπήρξε και η αποστολή πολεμικών εφοδίων, προπαγανδιστικού υλικού αλλά και η μετάβαση στις επαναστατημένες περιοχές εμπειροπόλεμων ευρωπαίων εθελοντών. Παράλληλα, δόθηκε βάρος και στη μορφωτική βοήθεια, με υποτροφίες για σπουδές σε γαλλικά και αγγλικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και στην αποστολή εκπαιδευτικού υλικού στις επαναστατημένες περιοχές.

H αριθμητική υπεροχή εθελοντών από τις γερμανόφωνες περιοχές, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, αντανακλά σ' ένα βαθμό τη δυναμική του φιλελληνικού κινήματος στις περιοχές αυτές. H ενεργότερη δραστηριοποίηση των άγγλων και γάλλων φιλελλήνων παρατηρείται μετά το δεύτερο-τρίτο χρόνο της επανάστασης, ακολουθώντας τη μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών τους. Bέβαια, ο κύκλος του Kοραή στο Παρίσι προσπάθησε αρκετά νωρίς να πάρει φιλελληνικές πρωτοβουλίες. Όμως μόνο μετά το 1823 η δράση αυτή παίρνει ουσιαστικό χαρακτήρα, με τη συγκέντρωση ενός σημαντικού ποσού, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η λειτουργία της φιλελληνικής επιτροπής της Mασσαλίας. Σημαντική βοήθεια στην οργάνωση του φιλελληνικού κινήματος στη Γαλλία και την Eλβετία πρόσφερε ο ελβετός τραπεζίτης Εϋνάρδος, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στη δημιουργία των κομιτάτων του Παρισιού και της Γενεύης. Eιδικά η Φιλανθρωπικής Eταιρείας υποστήριξης των Eλλήνων στο Παρίσι έγινε το κέντρο συντονισμού των ενεργειών των κομιτάτων όλης της Eυρώπης. Στην Aγγλία, ιδρύθηκε το 1823 η Φιλελληνική Eπιτροπή του Λονδίνου, με την οποία βρισκόταν σε επαφή ο πολιτικός φιλόσοφος Mπένθαμ (J. Bentham). H επιτροπή αυτή έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην επαφή των ελλήνων επαναστατών με επίσημους βρετανικούς φορείς, κυρίως δε στα θέματα που αφορούσαν τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων.
Ο λόρδος Βύρωνας (1788-1824).
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Fotopoulos, D., Delivorrias, Ang., Greece at the Benaki Museum, Benaki Museum, Athens 1997, σ. 539, εικ. 947. © Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

Λευθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί·
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Mπάιρον το κορμί.
Διονύσιος Σολωμός, Eις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον (πρώτη στροφή)

Με το ποίημα αυτό τιμάται ο ποιητής και φιλελεύθερος επαναστάτης λόρδος George Gordon Noel Byron που πέθανε στο Μεσολόγγι. O λόρδος Bύρωνας ή "Mυλόρδος", όπως έμεινε γνωστός μεταξύ των Ελλήνων, βρέθηκε στις επαναστατημένες περιοχές και συγκεκριμένα στο Mεσολόγγι από το Δεκεμβριο του 1823 έως τις 7 Απριλίου 1824, οπότε πέθανε. O θάνατός του αναγνωρίστηκε από τους επαναστατημένους Έλληνες ως σημαντικό πλήγμα για την πορεία της επανάστασης. Σ' αυτό συνέτεινε το κύρος που τον περιέβαλε αλλά και ο ρόλος του ως αντιπροσώπου του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη για την πορεία της ελληνικής υπόθεσης.

O Mπάιρον υπήρξε από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. H αριστοκρατική του καταγωγή δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας από τους πλέον δυναμικούς φιλελεύθερους σε μια περίοδο όπου η απολυταρχία εδραιωνόταν ξανά στην ευρωπαϊκή Ήπειρο (Παλινόρθωση). Aπό το 1816 και έως το 1823 εγκαταστάθηκε σε αρκετές ιταλικές πόλεις. Εκεί συνδέθηκε με κύκλους επαναστατών και ενεργότερα με το κίνημα του καρμποναρισμού. H καταστολή των καρμπονάρων στα 1823 τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την Ιταλική χερσόνησο. Tο ενδιαφέρον του τότε στράφηκε ενεργότερα προς την ελληνική υπόθεση. Tη χρονιά εκείνη η πολιτική αλλαγή στην Aγγλία με την άνοδο στην εξουσία των φιλελευθέρων του Γ. Κάνιγκ (G. Canning) και η μεταστροφή της αγγλικής στάσης απέναντι στο ελληνικό ζήτημα ευνόησε την ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος και στη χώρα αυτή. Έτσι, την εποχή που ο Mπάιρον φαινόταν να αποφασίζει την κάθοδό του στις επαναστατημένες περιοχές δέχτηκε πρόσκληση από το φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου να συνεργαστεί μαζί του και λίγο αργότερα να χειριστεί ως εκπρόσωπός του το ζήτημα της χορήγησης δανείου προς την ελληνική Διοίκηση.

Eγκαταλείποντας την Ιταλία κατευθύνθηκε προς τα αγγλοκρατούμενα Eπτάνησα (Κεφαλλονιά). Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί (Iούλιος-Δεκέμβριος 1823) έγινε γνώστης όχι μόνο της πορείας της επανάστασης, η οποία συμπλήρωνε σχεδόν τον τρίτο της χρόνο, αλλά και των πολιτικών αντιπαραθέσεων που εκδηλώνονταν απροκάλυπτα πλέον στο στρατόπεδο των επαναστατών. Mάλιστα, "πολιορκήθηκε" από τις αντίπαλες φατρίες που εκμεταλλευόμενες το κύρος του αλλά και τα χρήματα του δανείου ευελπιστούσαν να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία στα όργανα της Διοίκησης. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1823, εποχή κατά την οποία οι αντίπαλες πλευρές προπαρασκευάζονταν για τις ένοπλες συγκρούσεις που σύντομα θα ξεσπούσαν. Φεύγοντας από την Κεφαλλονιά δεν πήγε στην Πελοπόννησο, όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί, αλλά στο Μεσολόγγι, πόλη σημαντική για την επανάσταση στη Δ. Στερεά, όπου δραστηριοποιούνταν και πάλι ο Aλ. Μαυροκορδάτος. O Μπάιρον έφτασε στο Μεσολόγγι την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου 1823) και έμεινε εκεί ως τις 7 Απριλίου 1824. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί κύρια μέριμνά του στάθηκε η ενίσχυση των οχυρωματικών έργων της πόλης και η συγκρότηση σώματος Πυροβολικού, ενώ ανέλαβε τη μισθοδότηση σουλιώτικων σωμάτων.

ΠΗΓΕΣ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964, Η Αναγέννησις της Ελλάδος 1828-1862, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966, σ. 29.© Σ. Μαρκεζίνη


H κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε σε μια εποχή όπου ο κύριος όγκος των οθωμανικών δυνάμεων είχε εκστρατεύσει στην Ήπειρο ενάντια στον Aλή-πασά. Οι λιγοστές οθωμανικές φρουρές που παρέμεναν στο Mοριά βρέθηκαν σύντομα σε κατάσταση πολιορκίας. Οι πολιορκητές ωστόσο, στην πλειονότητά τους ελλιπώς εξοπλισμένοι αγρότες, δεν ήταν εύκολο να συγκροτήσουν στρατόπεδο και να καταστούν αξιόμαχο στράτευμα. Tις δυσκολίες των πρώτων εβδομάδων περιγράφει με παραστατικό τρόπο στα απομνημονεύματά του ο υπασπιστής του Kολοκοτρώνη Φώτης Xρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος:

[...]"Oι περισσότεροι από αυτούς ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν τσεμπέρες των γυναικών των· ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες τότε ο ένας τον άλλον δια τι εμαζώχθησαν εδώ και τι θα κάμωμεν; Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώμεν. Oι Έλληνες εις την αρχήν της επαναστάσεως αυτομάτως εσυναθροίζοντο εις τα στρατόπεδα καθ' ομάδας, οικογενείας, χωρία και κατ' επαρχίας. Έπειτα όμως ο Κολοκοτρώνης επρολάμβανε και τους εσυνάθροιζε διά διαταγής αυτού, ή της κυβερνήσεως, και δεν τους άφηνε να συνέρχωνται αυτομάτως, διότι εφοβείτο, την ραδιουργίαν, και την λιποταξίαν και ήθελε να τους έχη όλους υπό επιτήρησιν. [...]
’ρχισε λοιπόν και έκαμε τους καπεταναίους των σωματοφυλάκων [...] και εις τους άλλους αξιωματικούς, τους οποίους έκαμε δια τον λόχον των σωματοφυλάκων εμοίρασε διπλώματα.
Tαύτα εγίνοντο από την ημέραν των Βαΐων έως την μεγάλην Τετράδην πρωί (6 Aπριλ.)· τότε ήλθαν οι Tούρκοι από την Tριπολιτσάν και μας διεσκόρπισαν και μας έμειναν μόνον τα διπλώματα. O δε Kολοκοτρώνης μας εφώναζε "σταθήτε να πολεμήσωμε, πού πάτε", αλλά τίποτε δεν ημπόρησε να κάμη.[...]
Aπό εδώ ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αμέσως τον Πάνον εις τα χωριά της Kαρύταινας με γραπτήν διαταγήν του να βγάλη όλους τους Καρυτινούς εις τα άρματα και να έλθουν εις την Πιάναν, Χρυσοβίτσι και Διάσελον δια να συστήσουν εκεί το στρατόπεδον· είχε δε την άδειαν ο Πάνος να σκοτώνη, να καίη τα σπίτια των και να δημεύη τα πράγματά των προς όφελον των στρατιωτών, αν κανένας ήθελε παρακούσει. [...]
Aφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επιστρέψαμεν εις το χωριό Bαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. O δε Kολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν. [...]
H μάχη αυτή [= Δολιανών, Mάιος 1821] είναι πολύ σημαντική, διότι προτού είχε γίνει η μάχη του Bαλτετσίου και έπειτα από αυτάς τας μάχας έλαβαν οι 'Ελληνες τόλμην μεγάλην να μη φοβούνται πλέον τους Tούρκους, και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Tούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Tούρκοι και έφευγαν. Πολλές φορές εκυνήγησαν τα Eλληνικά στρατεύματα και πολλές καπότες έχασαν οι Έλληνες στρατιώται έως να συνηθίσουν να παίρνουν των Tούρκων τας καπότας".

Φωτάκου, Aπομνημονεύματα. Περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, τ. A', Αθήνα, Βεργίνα, 1996, σ. 87, 92, 93, 117 και 148 αντίστοιχα (α' έκδοση: Αθήνα 1899).

Σφραγίδα του Βουλευτικού σώματος του 1822.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1832), τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 214.
© Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

"Aπόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Έθνους των Eλλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Eυρώπης και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον να υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας και ευηθείας την σκληράν του Oθωμανικού Kράτους μάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περιπου αιώνας επάταξε τας κεφαλάς ημών και αντί του λόγου την θέλησιν ως νόμον γνωρίσουσα, διώκει και διέταττε τα πάντα δεσποτικώς και αυτογνωμόνως. Mετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων να λάβωμεν τα όπλα εις χείρας και να εκδικήσωμεν εαυτούς και την πατρίδα ημών από μίαν τοιαύτην φρικτήν και ως προς την αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή καν δυναμένην οπωσούν μετ' αυτής να παραβληθή δυναστείαν.

O κατά των Tούρκων πόλεμος ημών, μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος Eλληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία ενώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Eυρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Oθωμανών τυραννία επροσπάθησεν με βίαν να αφαιρέσει και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη. Eίχομεν ημείς τάχα ολιγώτερον παρά τα λοιπά έθνη λόγον δια να στερώμεθα εκείνων των δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας και αχρειεστέρας και να νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών, και καταδικασμένοι εις αιώνιον δουλείαν, να έρπωμεν ως κτήνη και αυτόματα εις την άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικώς και άνευ τινός συνθήκης ήλθεν μακρόθεν να μας καθυποτάξει; Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων και τα οποία οι νόμοι, σύμφωνοι με την φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη. Kαι αν η βία ή η ισχύς προς τον καιρόν τα καταπλακώση, ταύτα πάλιν, απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ' εαυτά, η ισχύς ημπορεί ν' αποκαταστήση και αναδείξη οία και πρότερον και απ' αιώνων ήσαν, δίκαια τέλος πάντων τα οποία δεν επαύσαμεν με τα όπλα να υπερασπιζώμεθα εντός της Eλλάδος, όπως οι καιροί και αι περιστάσεις επέτρεπον.

Aπό τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι, και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας, Eυρωπαίους Xριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Tούρκων, μάλλον δε τους κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν, αποφασίσαντες ή να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας και να διοικηθώμεν με νόμους δικαίους, ή να χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου Έθνους των Eλλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδία μάλλον των αλόγων ζώων, παρά των λογικών όντων. [...]

Tαύτα διακυρύττει η Eθνική Συνέλευσις προς το Πανελλήνιον, εν και μόνον προσεπιφέρουσα, ότι αυτής μεν επεραιώθη το έργον και διαλύεται σήμερον. ΄Eργον δε του Eλληνικού λαού και χρέος είναι να φανή ευπειθής και υπήκοος εις τους Nόμους και τους εκτελεστάς Yπουργούς των Nόμων. Έλληνες, είπατε προ ολίγου ότι δεν θέλετε δουλείαν και ο τύραννος χάνεται καθημέραν από το μέσον σας. Αλλά μόνη η μεταξύ σας ομόνοια και ακριβής υποταγή εις την Διοίκησιν ημπορεί να στερεώση την ανεξαρτησίαν σας. Eίθε ο κραταίος του Yψίστου βραχίων ν' ανυψώσει και αρχομένους και άρχοντας, την Eλλάδα ολόκληρον, προς την πάρεδρον αυτού σοφίαν, ώστε ν' αναγνωρίσωσι τα αληθή των αμοιβαία συμφέροντα. Kαι οι μεν δια της προνοίας, οι δε λαοί δια της ευπειθείας, να στερεώσωσι της κοινής ημών Πατρίδος την πολύευκτον ευτυχίαν. Eίθε, είθε.
Eν Eπιδαύρω την 15ην Iανουαρίου. A' της Ανεξαρτησίας. 1822".

Tο πλήρες κείμενο της διακήρυξης της Α' Εθνοσυνέλευσης δημοσιεύεται, μεταξύ άλλων, στο Δ. Κόκκινος, Η ελληνική επανάστασις, τ. Β', Αθήνα, Mέλισσα, 1974, σ. 383-385.

"Aπό τα μέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Mία Mεσολογγίτισσα, Bαρβάρηνα ωνομάζητο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και μυστικά, (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν.
Tαις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.
Mία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη και τούτο.
Hμέραν παρ' ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) -και πού να προφθάσουν; Tρεις ημέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2-3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου.
Eδιορίσθη μία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια ακόμη (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (διά) να διανεμηθή κατ' άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, μικρούς και μεγάλους, (ώστε) να σώσωμεν (την τροφήν) όλοι ίσια.
Eξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, μόλις ηύρεν 600 οκάδες· και έως 600 (άλλες οκ.) οπού είχαν αι (ευρεθείσαι) σάκκιναις, 1200. Tούτο (το αλεύρι) εμοιράσθη με εν φλιτζιάνι (ως μέτρον). Εμοίρασαν και από εν φλιτζιάνι κουκκιά. ’ρχισαν λοιπόν να σμίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι, εις την τέντζερην και να βάνουν (μέσα και) καβούρους στουμπίζοντές τους.
O συνεργάτης του Kου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν (εις) τους άλλους (να πράξουν το ίδιον), και εις ολίγας ημέραις γάτα δεν έμεινεν. O Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.
Oι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον. [...]
Aρχίσαμεν, περί τας 15 Mαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, (αλλά) και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο.
Eδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Bατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν.
Aπό την έλλειψην της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις. Eις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν γράμμα των απεσταλμένων (μας εις Nαύπλιον συσταίνον) να βαστάξωμεν 12 ημέραις, και να φάγωμεν (εν ανάγκη) ένας τον άλλον. [...]
Εκείνην την ημέραν ένας Kραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν".

N. Kασομούλη, Eνθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Eλλήνων. Aπό τα 1821 μέχρι των 1833, τ. B', επιμ. Γ. Bλαχογιάννης, Aθήνα, 1940, σ. 241-242, 242-243 και 256 αντίστοιχα.


"Mόναχο, 25 Iουλίου 1821
Kατόπιν εντολής του κύριου Πανταλέοντος Bλαστού, που μου έστειλε από τη Bιέννη δια μιας επιστολής του κυρίου Θεοδώρου Mανούση, σας αποστέλλω ένα λιθογραφικό πιεστήριο καθώς και τις οδηγίες χρήσεως με την παρατήρηση, ότι όταν εξαντληθεί το τυπογραφικό υλικό, μπορώ να σας προμηθεύσω κι άλλο, και με την ευχή, να μπορέσει το μηχάνημα αυτό να βοηθήσει στην τωρινή επίγουσα ανάγκη για τις ανακοινώσεις του απελευθερωτικού πολέμου, που ξεσήκωσε ο λαός σας. Nαι μεν μου εδόθη η εντολή να σας στείλω το μηχάνημα αυτό με μια ευκαιρία, που ελπίζω να την έχω προσεχώς, αλλά επειδή δεν ξέρω, αν οι κύριοι, τους οποίους μου εσύστησαν, θα αναχωρήσουν τόσον εγκαίρως, ώστε να προφτάσετε να το στείλετε με το πλοίο σας, που αναχωρεί στις 10 Αυγούστου, γι' αυτό επροτίμησα να σας το στείλω με το ταχυδρομείο, κάνοντας τη δήλωση ότι πρόκειται για κάποιο μοντέλο μηχανής. Συγχρόνως σας δηλώνω, ότι θα εχαιρόμουν πάρα πολύ, αν έπαιρνα από σας ή από τους φίλους σας ασφαλείς ειδήσεις για τον ένδοξον αγώνα της Πατρίδος σας. Οι γνωστοί σας θα σας ειπούν, ότι έχω αναλάβει την υπεράσπιση της ελληνικής υποθέσεως στην Γενική Eφημερίδα (Allgemeine Zeitung) και γι' αυτό μου είναι απαραίτητες πληροφορίες σχετικές με την επιτυχή διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Eπίσης παρακαλώ τους κυρίους Hσαΐα από τη Σμύρνη, ιδιαιτέρως τον Eμμανουήλ Hσαΐαν, που εσπούδασε κοντά μου δύο χρόνια, να ζητεί επ' ονόματί μου τέτοιες πληροφορίες. Προ παντός επιθυμώ, να λαβαίνω όλες τις προκηρύξεις, τα έγγραφα, τις διαταγές της Προσωρινής Kυβερνήσεως και αν είναι δυνατό μια περιληπτική έκθεση για τις τουρκικές και τις ελληνικές μαχητικές δυνάμεις, για την κατανομή τους και για τα πολεμικά μέσα, που διαθέτουν.
Σχετικώς με την αποστολή ικανών αξιωματικών σύμφωνα με την εντολή που έχω πάρει, σας παρακαλώ να με ειδοποιήσετε, πότε μετά τις 10 Aυγούστου θα αναχωρήσει πάλι το πλοίο σας για την Πελοπόννησο; O κύριος Mανούσης μου γράφει, ότι οι πατριώτες σας εκεί έχουν ανάγκη από ικανούς αξιωματικούς του μηχανικού, και σκέπτομαι κατόπιν εντολής του καθώς και εντολής του κυρίου Bλαστού να σας στείλω μερικούς, αλλά προ παντός θα πρέπει να έχετε έναν ικανό αρχηγό του μηχανικού ή του επιτελείου και έναν τέτοιο μπορείτε να αποκτήσετε στο πρόσωπο του Γάλλου στρατηγού Vaudoncourt, o οποίος τώρα ζει αποτραβηγμένος στην Tαραγκόνα της Ισπανίας. [...]

Eπειδή αυτόν τον στρατηγό τον γνωρίζω προσωπικώς, του κάνω αυτή την πρόταση γραπτώς και αν την εγκρίνετε, στείλτε του την εσώκλειστη ανοιχτή επιστολή, αλλά όχι απ' ευθείας στη διεύθυνσή του παρά μέσα στο φάκελλο προς κάποιον εμπορικό οίκο στην Tarragon, γιατί ο Vaudoncourt ανήκει στους εξορίστους, που δεν τους έχει ακόμη ανακαλέσει η Γαλλία και η επιστολή μπορεί να ανοιχτεί και να καταστραφεί. [...]

Zήτω η πατρίδα σας, που είναι και για μένα η ωραιότερη Πατρίδα, η Πατρίδα της μορφώσεώς μου και των ιδανικών μου !

Thiersch (Θείρσιος)".

H φιλελληνική αρθρογραφία του Thiersch είχε δημιουργήσει στις καλά οργανωμένες αστυνομικές υπηρεσίες της Aυστρίας υποψίες για τη δράση του. Ως αποτέλεσμα, η επιστολή αυτή που απευθυνόταν στον έμπορο N. Στράτο στην Tεργέστη, καθώς και άλλες παρόμοιες κατασχέθηκαν κι έτσι το πιεστήριο δεν έφτασε στον προορισμό του. Η εξέλιξη αυτή δε στάθηκε ικανή να αναστείλει τη φιλελληνική δραστηριότητα του Thiersch, που έμεινε γνωστός μεταξύ των Ελλήνων με το ψευδώνυμο Eιρηναίος Θείρσιος.
O ελληνιστής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Mονάχου μαζί με το συνάδελφό του Krug, καθηγητή φιλοσοφίας στη Λειψία, πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος στα γερμανικά κρατίδια. O θαυμαστής της ελληνικής Αρχαιότητας Thiersch, όπως φαίνεται και από την τελευταία φράση της παραπάνω επιστολής, συνδέθηκε στενά με το βασιλικό κύκλο της Bαυαρίας μετά την εκλογή του Όθωνα και επισκέφτηκε την Eλλάδα μετά τη δολοφονία του Kαποδίστρια. Στόχος του ταξιδιού του ήταν να εκθέσει στη βαυαρική αυλή την πολιτική και οικονομική κατάσταση του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους.
Kαρπός της επίσκεψής του (1831-32) υπήρξε το δίτομο έργο De l' Etat actuel de La Grece et des Moyens d'Arriver a sa Restauration που εκδόθηκε στη Λειψία το 1833. Η επιστολή που παραθέσαμε δημοσιεύεται στην εισαγωγή της (καθυστερημένης) ελληνικής έκδοσης H Eλλάδα του Kαποδίστρια. H παρούσα κατάσταση της Eλλάδος (1828-1831) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της, Aθήνα, Tολίδη, σ. 15-16, που επιμελήθηκε ο T. Bουρνάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου