Όσιος Βαρλαάμ «ὁ ἐν Χουτινῇ», 6 Νοεμβρίου
Ο Όσιος Πατήρ Βαρλαάμ, ο οποίος στον κόσμο ονομαζόταν Αλέξιος Μιλχαλέβιτς, έζησε τον δωδέκατο αιώνα. Ήταν γιος επιφανούς πολίτη του Νόβγκοροντ, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από νεαρή ηλικία αποσύρθηκε στη Μονή Λισίτς κοντά στην πόλη, όπου και εκάρη μοναχός. Αργότερα εγκαταστάθηκε σε έναν απομονωμένο λόφο κοντά στον ποταμό Βόλχοφ, σε τόπο που λεγόταν Χούτυν, δέκα βέρστια από το Νόβγκοροντ.
Ο Βαρλαάμ έζησε αυστηρά ασκητική και ερημική ζωή, αφοσιωμένος στην αδιάλειπτη προσευχή και στη σκληρή νηστεία. Ήταν ζηλωτής των πνευματικών κόπων· έκοβε ξύλα στο δάσος, σχιζε καυσόξυλα και καλλιεργούσε τη γη, εφαρμόζοντας τα λόγια της Αγίας Γραφής: «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. 3, 10). Μερικοί κάτοικοι του Νόβγκοροντ συγκεντρώθηκαν γύρω του, επιθυμώντας να συμμετάσχουν στους μοναχικούς του κόπους και έργα. Ο Άγιος Βαρλαάμ τους νουθετούσε λέγοντας:
«Παιδιά μου, φυλάξτε τους εαυτούς σας από κάθε αδικία και μη δίνετε τόπο στον φθόνο ή τη συκοφαντία. Αποφύγετε τον θυμό και μην ασκείτε τοκογλυφία. Φυλαχθείτε από την άδικη κρίση. Μην ορκίζεστε ψευδώς, αλλά αν ορκιστείτε, τηρήστε τον όρκο σας. Μη δίνεστε στις σωματικές ηδονές. Να είστε πάντοτε πράοι και να υπομένετε τα πάντα με αγάπη. Αυτή η αρετή είναι η αρχή και η ρίζα κάθε καλού.»
Σύντομα ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, και ιδρύθηκε μονή γνωστή ως Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Χούτυν. Για την υπηρεσία και την αγάπη του προς τους άλλους, ο Κύριος χάρισε στον Βαρλαάμ τα χαρίσματα της θαυματουργίας και της διάκρισης.
Κάποτε, δόθηκε στον Όσιο Βαρλαάμ λίγο φρέσκο ψάρι να φάει. Επιθύμησε να το δοκιμάσει, αλλά επειδή είχε νεκρώσει μέσα του κάθε επιθυμία, πρόσταξε να το μαγειρέψουν και να το τοποθετήσουν σε ένα αγγείο μέσα στο κελί του. Έπειτα από τρεις ημέρες νηστείας και προσευχής, την τέταρτη ημέρα άνοιξε το αγγείο και βρήκε το ψάρι γεμάτο σκουλήκια. Αυτό το γεγονός του θύμισε το ασκητικό του κάλεσμα και την ολοκληρωτική του αφοσίωση στον Κύριο, ώστε να αποστρέφεται κάθε γλυκιά τροφή και ποτό. Έτσι, πέταξε το ψάρι και από τότε δεν τον απασχόλησε ξανά η σκέψη για εκλεκτή τροφή.
Μια άλλη φορά, ο Βαρλαάμ πήγαινε να δει τον Αρχιεπίσκοπο, όταν είδε πάνω στη γέφυρα του ποταμού Βόλχοφ πολύ κόσμο και έναν δήμιο που ετοίμαζε να ρίξει στο ποτάμι έναν καταδικασμένο εγκληματία — τιμωρία συνηθισμένη στο παλαιό Νόβγκοροντ. Ο Όσιος σταμάτησε τον δήμιο και παρακάλεσε τον λαό να του δώσουν τον κατάδικο, λέγοντας:
«Αφήστε με να τον πάρω μαζί μου στο Χούτυν· εκεί θα εξιλεωθεί για την ενοχή του.»
Όλοι τότε φώναξαν με μία φωνή: «Δώστε τον κατάδικο στον Πατέρα Βαρλαάμ!» Μετά από καιρό, ο άνδρας που σώθηκε από τον θάνατο έγινε μοναχός και έζησε θεάρεστα, τελειώνοντας τη ζωή του εν ειρήνη.
Ωστόσο, κάποια άλλη φορά, περνώντας ο Βαρλαάμ από την ίδια γέφυρα, είδε να ετοιμάζεται μια άλλη εκτέλεση. Οι συγγενείς και ο λαός, βλέποντάς τον, τον παρακάλεσαν θερμά να σώσει κι αυτόν τον κατάδικο. Εκείνος, όμως, χωρίς να δώσει σημασία στις ικεσίες τους, πρόσταξε τον αμαξά του να προχωρήσει γρήγορα, και η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε.
Οι άνθρωποι τότε απορούσαν: «Τι να σημαίνει αυτό; Ο Όσιος έσωσε τον πρώτο χωρίς να του το ζητήσουμε, ενώ τον δεύτερο δεν θέλησε να τον σώσει, παρ’ όλες τις παρακλήσεις!»
Οι μαθητές του, επιστρέφοντας στη μονή, τον ρώτησαν να τους εξηγήσει την πράξη του. Και ο Βαρλαάμ απάντησε:
«Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου. Ο Θεός θέλει τη σωτηρία όλων και δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού. Ο πρώτος καταδικάστηκε δίκαια, αλλά μετά τη δίκη του μετανόησε, και ο Κύριος, δια της αναξιότητάς μου, τον ελευθέρωσε από τον θάνατο, για να του δώσει χρόνο να μετανοήσει και να εξιλεωθεί στη μονή για τις αμαρτίες του. Ο δεύτερος, όμως, καταδικάστηκε άδικα· ο Κύριος, όμως, του επέτρεψε να πεθάνει, για να μη γίνει αργότερα κακός άνθρωπος· έτσι, πεθαίνοντας αθώος, έλαβε από τον Θεό στεφάνι μαρτυρίου. Αυτό είναι το μυστήριο της θείας οικονομίας: “Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ· ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;” (Ρωμ. 11, 33-34).»
Μια μέρα, μερικοί από τους μαθητές του Βαρλαάμ πήγαν για ψάρεμα. Ανάμεσα στα πολλά μικρά ψάρια έπιασαν και ένα μεγάλο οξύρρυγχο, το οποίο έκρυψαν, θέλοντας να το πουλήσουν, και έφεραν μόνο τα μικρά ψάρια στον Γέροντα. Ο Όσιος, βλέποντάς τα με χαμόγελο, είπε:
«Παιδιά μου, μου φέρατε τα παιδιά· πού κρύψατε τη μητέρα;»
Ντροπιασμένοι από τον έλεγχο αυτό, οι ψαράδες έπεσαν στα πόδια του και ζήτησαν συγχώρηση.
Κάποτε, ο Βαρλαάμ επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ. Όταν έφευγε, ο Αρχιεπίσκοπος του είπε να επιστρέψει σε μια εβδομάδα, και ο Όσιος απάντησε:
«Αν είναι θέλημα Θεού, θα έρθω στο ιερό σου με έλκηθρο στην αρχή της νηστείας των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.»
Ο Αρχιεπίσκοπος απόρησε με τα λόγια του. Τη νύχτα πριν από την ορισμένη ημέρα, έπεσε βαθύ χιόνι και την Παρασκευή έκανε πολύ σκληρό κρύο. Ο Όσιος έφθασε στο Νόβγκοροντ πάνω σε έλκηθρο. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν λυπημένος, γιατί ο άκαιρος αυτός παγετός μπορούσε να καταστρέψει τα σπαρτά. Τότε ο Βαρλαάμ του είπε:
«Μη λυπάσαι, Δέσποτα, μη στενοχωριέσαι, αλλά δόξασε τον Κύριο. Αν ο Θεός δεν είχε στείλει αυτό το χιόνι και τον παγετό, θα είχαμε πείνα σε όλη τη χώρα, με την οποία θα μας τιμωρούσε για τις αμαρτίες μας. Μα, δια των πρεσβειών της Θεοτόκου και των Αγίων, ο Κύριος ελεήμων εφάνη, και έστειλε τον παγετό για να πεθάνουν τα σκουλήκια που έτρωγαν τις ρίζες του σιταριού. Το πρωί θα έρθει πάλι ζέστη, το χιόνι θα λιώσει και θα ποτίσει τη γη. Με τη χάρη του Θεού, θα έχουμε καρποφορία.»
Την επόμενη ημέρα πράγματι ήρθε ζέστη. Από τα χωράφια έφεραν στον Αρχιεπίσκοπο στάχυα σίκαλης με ρίζες, πάνω στις οποίες υπήρχαν πολλά νεκρά σκουλήκια. Εκείνο το έτος η σοδειά ήταν πλουσιότατη, χωρίς προηγούμενο.
Ένα παιδί από το Νόβγκοροντ, βαριά άρρωστο, μεταφέρθηκε στη Μονή του Οσίου Βαρλαάμ, αλλά πέθανε καθ’ οδόν. Όταν ο Όσιος άκουσε θρήνους στην αυλή της μονής, βγήκε από το κελί του, πρόσταξε να μεταφέρουν το νεκρό παιδί στο κελί του και παρηγόρησε τον πατέρα του, λέγοντάς του να μην κλαίει και να πάει να ετοιμάσει το φέρετρο. Ο πατέρας υπάκουσε και έφυγε. Ο Βαρλαάμ τότε άρχισε να προσεύχεται.
Όταν ο συντετριμμένος πατέρας επέστρεψε για να παραλάβει το σώμα του παιδιού του και μπήκε στο κελί του ηγουμένου, είδε τον γιο του να κάθεται και να μιλά με τον Όσιο, σαν να μην είχε ποτέ αρρωστήσει. Ο ευτυχισμένος πατέρας έπεσε στα πόδια του Βαρλαάμ και άρχισε να τον ευχαριστεί. Ο Όσιος, όμως, τον σταμάτησε λέγοντας ότι «η λύπη σε παρέσυρε, σαν να μέθυσες από κρασί και όχι από λογική· το παιδί σου δεν είναι νεκρό, αλλά πιο ζωντανό, και το πνεύμα του κατοικεί μέσα του». Ο πατέρας αντέτεινε ότι ο ίδιος ο Βαρλαάμ τον είχε στείλει να ετοιμάσει φέρετρο. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να αποκρύψει το θαύμα, ο Άγιος τον όρκισε αυστηρά να μη διηγηθεί σε κανέναν το γεγονός, αλλιώς ο γιος του θα πέθαινε ξανά.
Μια άλλη φορά, ο Πρίγκιπας Γιαροσλάβ επισκέφθηκε τον Όσιο στη σκήτη του. Ο Βαρλαάμ τον ευλόγησε και του είπε:
«Να είσαι καλά, άρχοντα, και συ και ο ευγενής σου υιός.»
Ο πρίγκιπας απόρησε, γιατί δεν γνώριζε ακόμη για τη γέννηση του παιδιού του. Λίγο αργότερα έφτασε το χαρμόσυνο άγγελμα ότι γεννήθηκε γιος, και τότε παρακάλεσε τον Όσιο να γίνει νονός του νεογέννητου. Ο Βαρλαάμ δέχθηκε με χαρά. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1190. Αργότερα, ο Άγιος έγινε προστάτης της πόλεως Βόλογκντα. Ήταν επίσης άριστος αγιογράφος και φιλοτέχνησε αρκετές τοιχογραφίες σε γοτθικό ύφος στο Νόβγκοροντ, οι οποίες όμως καταστράφηκαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του, κατ’ οικονομία Θεού έφτασε από την Κωνσταντινούπολη ο ιερομόναχος Αντώνιος, συνομήλικος και φίλος του Βαρλαάμ. Ο Άγιος του είπε:
«Αδελφέ αγαπημένε, η ευλογία του Θεού ας αναπαύεται σ’ αυτή τη μονή. Τώρα την παραδίδω στα χέρια σου· φύλαξέ την και φρόντισέ την. Αν και σωματικά σε αποχωρίζομαι, θα είμαι πάντοτε μαζί σου εν πνεύματι.»
Έπειτα, νουθέτησε τους αδελφούς της μονής λέγοντας:
«Ήρθε, παιδιά μου, η ώρα της αναχωρήσεώς μου προς τον Κύριο· αλλά δε θα σας αφήσω ορφανούς· θα είμαι πάντοτε μαζί σας πνευματικά. Αν ζείτε εν αγάπη, η μονή αυτή μετά την κοίμησή μου δε θα στερηθεί τίποτα.»
Ο Όσιος Βαρλαάμ εκοιμήθη εν Κυρίῳ στις 6 Νοεμβρίου 1192.
Μετά την κοίμησή του, ένας υπηρέτης του Πρίγκιπα Βασιλείου Βασιλίεβιτς ασθένησε βαριά και παρακάλεσε να τον μεταφέρουν στον τάφο του Αγίου. Ζήτησε ακόμη, αν πέθαινε καθ’ οδόν, να μεταφέρουν το σώμα του στον Άγιο. Πράγματι, πέθανε στη διαδρομή· τον έφεραν νεκρό στη μονή, αλλά εκεί αναστήθηκε, στάθηκε όρθιος και έπεσε με ευγνωμοσύνη μπροστά στον τάφο του Οσίου.
Το έτος 1471, ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός διέταξε να ανοιχθεί ο τάφος του Αγίου. Μόλις άρχισαν να σκάβουν, ξεπήδησε φλόγα από τον τάφο και εξαπλώθηκε κατά μήκος των τοίχων της εκκλησίας. Ο Τσάρος τρόμαξε τόσο πολύ, που έτρεξε έξω, ξεχνώντας από τη βιασύνη του το ραβδί του, το οποίο φυλάσσεται ακόμη δίπλα στον τάφο του Αγίου. Η ανάμνηση αυτού του θαύματος εορτάζεται την Παρασκευή μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Το 1505 συνέβη το εξής όραμα: ο Όσιος Βαρλαάμ, του οποίου τα λείψανα φυλάσσονταν κρυμμένα στον Καθεδρικό Ναό της Μεταμορφώσεως της Μονής του Χούτυν, εμφανίστηκε τη νύχτα στον νεωκόρο Ταράσι. Ο Άγιος του έδειξε ότι η λίμνη Ίλμεν απειλούσε να πλημμυρίσει την πόλη λόγω των υδάτων. Ο Βαρλαάμ προσευχήθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο να σώσει την πόλη και αποκάλυψε στον Ταράσι ότι, για τις αμαρτίες των κατοίκων, θα επιτρεπόταν από τον Θεό να τιμωρηθούν πρώτα με θανατηφόρα επιδημία, και ύστερα από τρία χρόνια, με πυρκαγιά.





